Further tags

Η εξαιρετικά αδύνατη γυναίκα. Αυτή που είναι πετσί και κόκκαλο. Όχι απαραιτήτως όμως η ανορεξικιά, μπορεί να είναι και μια αδύνατη γριά.

Πώς μπορεί μωρέ ο Τάκης με αυτήν την κοκκάλω; Μες τις μελανιές πρέπει να είναι ο καψερός!

(από ironick, 27/04/09)(από Βασίλης-7, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χλαπάτσα λέγεται αλλιώς και η ροχάλα, δηλαδή το πράσινο κολλώδες και σιχαμερό αποτέλεσμα φτυσίματος μύξας.

Χλαπάτσα είναι επίσης και ένα παιχνίδι που θυμάμαι από την νιότη μου. Ήταν ένα πράσινο κολλώδες λάστιχο σε διάφορα ευφάνταστα σχήματα (μέχρι και σε σχήμα πούτσας βρήκα!) που το εκτόξευες στον τοίχο και κόλλαγε.

Χλαπάτσας, on the other hand, είναι ο άνθρωπος που σου προκαλεί αποστροφή, όπως ακριβώς προκαλεί αποστροφή και η κανονική χλαπάτσα. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι και ο ρόλος του Τρύφωνα Σπιουνέα, ή αλλιώς «Χλαπάτσα», που ερμήνευσε ο Δημήτρης Φραγκιόγλου στην τηλεοπτική σειρά του ΑΝΤ-1 «Της Ελλάδος τα Παιδιά» τις σεζόν 1993-1995.

Χλαπάτσα, λοιπόν, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν τυπάκο, ύπουλο, που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πάντα μας υπονομεύει και ταυτόχρονα μας το παίζει φίλος. Ή μπορεί να μην ισχύει και τίποτα από αυτά, απλά εμείς τον χαρακτηρίζουμε χλαπάτσα, γιατί δεν μας αρέσει η φάτσα του.

- Έλα Μάνο, το βράδυ είπαμε να πάμε με τα παιδιά για μπύρες. Ψήνεσαι;
- Ποιά παιδιά;
- Ο Χρήστος, ο Μερκούρης, ο Γιάννης και ο Τρύφωνας
- Και ο Τρύφωνας; Τι τον κάλεσες ρε μαλάκα τον χλαπάτσα; Για να μας πρήξει τ' αρχίδια;

Χλαπάτσας (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο φέρων κολλώδη γέλη στο μαλλί για λόγους κομμωτικού ελέγχου και δεν συμμαζεύεται.

Εκ του gel < Γαλλικό gélatine («ζελές») < Λατινικό gelare («παγώνω») το οποίο συγγενεύει με το Ελληνικό ύαλος («γυαλί»). Ο νεολογισμός γέλη αποτελεί πρόσφατο αντιδάνειο.

Η λέξη gel χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με κομμωτική έννοια το 1958.

- Εν παραλλήλω λάνσαρε στο σανίδι και τον πρώτο Ιουστινιανό με... τζελαρισμένο μαλλί! Τώρα οι ιστορικοί όλου του κόσμου σηκώνουν τα χέρια ψηλά, αλλά η κυρία Μιμή Ντενίση συνεχίζει απτόητη το ερευνητικό της έργο και βγάζει στη φόρα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που μόνο εκείνη θα μπορούσε να φαντασθεί.
(από εδώ)

- όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές...
(από εδώ)

- κι ο φλώρος δεν ήξερα πως είναι πουλί, νόμιζα πως είναι γκομενάκι από τα ΒΠ με τζελαρισμένο μαλλί και ριγέ πουκάμισο! (από εδώ)

Για τζελαρισμένες πιπες (από Vrastaman, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....

«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»

(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)

Όσο μπότι του λείπει, τόση φωνή έχει! (από Sasa, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη νταγλαράς, ή νταγκλαράς, ετυμολογείται από την τούρκικη λέξη dοgli (ορεσείβιος), που προέρχεται από την επίσης τούρκικη λέξη dag (βουνό).

Η λέξη dag (βουνό), παραπέμπει σε πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο (ταβανόσκουπα), ενώ η λέξη dogli (ορεσίβιος), παραπέμπει σε κάποιον που, ενώ μπορεί να ζει στην πόλη, εντούτοις άγεται και φέρεται λες και ζει στα βουνά, σαν ορεσίβιος (φέρεται άγαρμπα, άκομψα, ατσούμπαλα, δεν έχει λεπτούς τρόπους, κλπ).

Εκφέροντας λοιπόν τον όρο, αναφερόμαστε σε έναν πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο, σε έναν κρεμανταλά.

Ο όρος, έχει αντίστοιχη σημασία με τη λέξη μαγκλαράς.

Τα σπεκια στον φίλο Hank που το ανέβασε στο Δ.Π. αλλά και στον φίλο baznr, που μου το είχε προτείνει τις προάλλες, εδώ.

  1. Νά 'ναι καλά όπου και να βρίσκεται ο νταγλαράς που έβαλε πλάτη ανάμεσα στο μπάτσο και την είσοδο της πολυκατοικίας. Προλάβαμε να χωθούμε μέσα και γλυτώσαμε.
    Δες

  2. Νταγλαράς, δύο μέτρα, εκατό κιλά και με δέκα νταν, να διαλύω τα αυτοκίνητα και να ρίχνω και δυο γερές σε όποιον μου ζητάει τα ρέστα.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακάσχημος, μπάζο, κοντόχοντρος, ενίοτε και τριχωτός.

- Κοίτα τεφαρίκι που χτύπησε ο μπάκακας!
- Ε, άμα είχα κι εγώ κάμπριο, θα σου λεγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.

Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.

- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...

Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το πρασινωπό που βάζουμε στα σούσι, αλλά και ο γουαζάς στον Υπερθετικό.

Πηγή: notheitis.

Κοίτα τον γουαζάμπι με το Φεραρικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος Ινδιάνος αρχηγός των Τριχάτσι, που μαζί με τον αδερφό του, τον Κουλό Κουρέα, δώσαν την ηρωική άλλα άνιση μάχη της Τριχόπτωσης απέναντι στις στρατιές του Χεντ και του Σόλντερς και, μη μπορώντας να κάνουν την τρίχα τριχιά, ηττήθηκαν κατά κράτος.

Εμβληματική μορφή του last stand, ο αρχηγός με το πεντακάθαρο μέτωπο και την παροιμιώδη χωρίστρα, γράφτηκε στις χρυσές σελίδες του Καραφλού Γένους, πέφτοντας μαχόμενος χωρίς ζελέ και με τη χτένα παρθένα.

Προδομένος από τις Μοίρες, που στη γέννα του αντι να κλώθουν, κρατούσαν ψιλή, άφησε σε όλους εμάς τους επιγόνους του βαριά την παρακαταθήκη της λεβεντιάς και της ασκητικής αποχής από το ζελέ, καθώς και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα.

Είρων ως το τέλος, στην εκτέλεσή του, αντί για παπά ζήτησε κουρέα και έβαλε να γράψουν στον τάφο του: «Αν οι τρίχες είχαν αξία, δε θα φυτρώναν και στον κώλο».

Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να φανταστείτε από την ετυμολογία, ο έχων τρία πόδια.

Η διαφορά με άλλες λέξεις που έχουν παρόμοια ετυμολογία (π.χ. δί-ποδο, τρί-ποδας) έγκειται στο ότι ο αριθμητικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται σε ομοειδή πράγματα.

Δηλαδή, ο έχων τρία πόδια έχει φυσικά μόνο δυο πόδια, αλλά κι έναν μπαργαλάτσο να, με το συμπάθιο, που από μακριά ομοιάζει με τρίτο πόδι. Η παρούσα κατάσταση συναντάται συνήθως σε άτομα αφρικανικής καταγωγής γνωστούς και ως interarapican.

Disclaimer: Προσοχή! Αυτή είναι μια σλανγκική χρήση της λέξεως. Να με συγχωρήσουνε τυχόν άτομα, που για λόγους γενετικών ανωμαλιών, έχουν όντως τρία πόδια…

(σε παραλία γυμνιστών) - Πω τον φούστη, τον τρίποδο... τι τσαπού είναι αυτή! Ντρέπομαι σου λέω! Το δικό μου είναι σαν γαριδάκι μπροστά του! Σίγουρα θα φοράει παντελόνι με τρία μπατζάκια! Πάμε να φύγουμε ρε συ, αν σκοντάψει με τα φλιπ φλοπ πάνω μας, τη γαμήσαμε!

τριποδας (από BuBis, 09/05/09)τριποδος (από BuBis, 09/05/09)να πουμε και μια μαλακια! (από BuBis, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified