Further tags

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.

Αγριάδα: η γράμμωση.

Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.

- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή χαζοχαρούμενων και εντελώς κενών περιεχομένου όντων, των οποίων το λουσάτο «lifestyle» οφείλεται στον υπερδανεισμό ή / και την υποκατανάλωση των επίσης χαμένων στο διάστημα γονέων τους. Επικοινωνούν με SMS, Twitter και άναρθρες κραυγές. Οι δημοσιοκάφροι τους θέλουν να βρίσκονται σε αντάρτικο πόλεων με τους κατατονικούς emo.

Η Ελληνική ποικιλία αποτελεί κοινωνιολογική καρκινογένεση του Κωστοπούλειου «ΚΛΙΚ», την άλλη δηλαδή πλευρά του ΠΑΣΟΚικού νομίσματος πού έφερε την μουτσούνα του Τσοβόλα και που τόσα κενοτόμα επέφερε στον κοινωνικό ιστό.

Εκ του αγγλικού trendy, του οποίου το έτυμο σημαίνει «σπεύδω ή σκύβω προς κάποια κατεύθυνση».

Γνωστοί και ως τρέντουλα.

Assist: Kitty Darling

- Οι διαμάχες ξεκίνησαν όταν ένας Trendy έκοψε τη φράντζα μιας Emo. Η κοπέλα –μη αντέχοντας την ατίμωση- κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έτρωγε το φαΐ της, με αποτέλεσμα να χάσει 15 κιλά, αλλά θα πρέπει να χάσει άλλα 10 ακόμα γιατί ήταν θεόχοντρη.
(από εδώ)

Ας το ακούσουμε μέχρι να απαγορευθεί από το νόμο Καστανίδη. (από Khan, 17/03/11)(από σφυρίζων, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός ή και χιουμοριστικός ακόμα χαρακτηρισμός, για κάποιον που 'χει τα μάτια τέσσερα, με την έννοια πως τα δυο είναι τα σταθερά τα δικά του (αυτά που συνόδευαν το βασικό πακέτο..., αυτά που ήταν στο σετ α λα μαμά ντε) και τα άλλα δυο από φακό (από γυαλί δηλαδής), τα οποία μπαίνουν ως γυάλινο τείχος, μπροστά από τα original και... θυμίζουν τζαμαρία... Λέμε τώρα...

Όταν λοιπόν λέμε κάποιον «τζαμαρία», μιλάμε για κάποιον που φοράει ένα ζευγάρι ειδικούς φακούς (από γυαλί), που έχουν προσαρμοστεί σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται είτε για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης, είτε για την προστασία των ματιών (των φυσικών ντε), από τον πύρινο μπαργαλάτσο του ήλιου.

Κοντολογίς... αναφερόμαστε σε κάποιον γυαλάκια, ο οποίος ενίοτε... μπορεί να 'ναι και πρέσβης.

Την προηγούμενη εβδομάδα και συγκεκριμένα την Τετάρτη που μας πέρασε (28/11) έζησα μια life changing experience, την οποία μόνο όποιος είναι γυαλάκιας, τζαμαρίας, 4eyes και δε συμμαζεύεται μπορεί να νιώσει.
Δες

Ο τζαμαρίας ζωγράφος Henri Matisse (από GATZMAN, 11/05/09)ετσ; (από BuBis, 11/05/09)ή γιουβέτς; (από BuBis, 11/05/09)Το παιδί με τα γυαλιά (από GATZMAN, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μαύρη βαφή (FeSO4.7H2O), γνωστή και ως μελάνι μοναχών. Στην αρχαιότητα εκχειλιζόταν με εξάτμιση του νερού από σιδηρούχα εδάφη. Περισσότερα εδώ.

Η σλανγκική εφαρμογή της καραμπογιάς προέρχεται από την συνήθεια πολλών γερομπινέδων που (στην προσπάθεια τους να το παίξουν τζόβενοι) βάφουν το μαλλί με τρόπο που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού από πέντε χιλιόμετρα μακριά. Η καραμπογιά θεωρείται λοιπόν αλληγορία κάθε χονδροειδούς απόπειρας συγκαλύψεως που βγάζει μάτι.

Εκ του Τουρκικού karaboya.

  1. «Αρκετοί ξέρουμε καλά από πού πηγάζει το μένος του κ. τάδε. [...] δεν θα σχολιάσω την ηθελημένη οξύτητά του [...] τις εσκεμμένες αλλεπάλληλες ψευτιές του (και τις ψυχώσεις του) [...] από τότε που άρχισε να βάφει τα μαλλιά του με καραμπογιά και εγκατέλειψε τις αίθουσες διδασκαλίας για τα υψηλότερα βήματα, τους θώκους και το τηλεοπτικό γυαλί· από τότε που πέρασε στη βιομηχανία των “παιδευτικών” μπεστ σέλλερ [...] από τότε που προόδευσε για τα καλά στο κυνήγι των δημόσιων σχέσεων και “αξιωμάτων” [...] που ξέρει εξ ιδίων πόσους κώλους διδασκόντων, διοικητικών υπαλλήλων και φοιτητικών παρατάξεων χρειάστηκε να γλείψει, και επί πόσο καιρό, για να “αναδειχθεί”, με το ισχύον σύστημα πανεπιστημιακών “εκλογών”».
    (Ξεκατίνιασμα υποψήφιου μέλος της Ακαδημίας από συνυποψήφιό του. Από εδώ)

  2. - Ο κίνδυνος όμως δεν προέρχεται μόνο από αυτά τα «παιδιά» αλλά και από μια πληθώρα ήδη γερασμένων και καλά βολεμένων σε πανεπιστήμια, εταιρείες, δικηγορικά γραφεία και ΜΜΕ παλαιών ακροαριστερών που νομίζουν ότι η πολιτική στήριξη κάθε παραβατικότητας, ακόμα και της τρομοκρατίας (το διαπιστώσαμε και με τη 17Ν) βάφει την καρδιά τους νέα, όπως η καραμπογιά βάφει μαύρα τα γκρίζα τους μαλλιά. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Περιλαμβάνουν ακόμα και την προβολή των κατάδικων της 17Ν που καλούνται να φωτίσουν τα γεγονότα με τη σοφία τους. Πώς να μη σκεφτείς τις οικογένειες των θυμάτων;
    (από εδώ)

(από joe909, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.

Πηγή: Ιησούς.

Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμη γυναίκα, ηλικίας 16-26, με εμφάνιση περισσότερο σεξουαλική παρά αισθητικά όμορφη. Ο ορισμός παίρνει και εξτένσιον για τις πιο ψηλές κατά τα εννοιολογικά γούστα του ομιλητή (αλλά και το μπόι του).

Αν και μικρόστηθα τα σκαστράκια αναπληρώνουν τη χαμένη σεξουαλικότητα του μπούστου με πισινό υψηλού κέρβατουρ και λυγερή μέση. Υπάρχουν ένα-δύο μαξ ανά γυναικεία παρέα και συνήθως ακολουθούν τις γενικότερες δυνάμεις συνοχής σε ζεύγη, ειδικά όταν κατευθύνονται προς το wc. Ανθίζουν το καλοκαίρι οπότε και βρίσκουν την ευκαιρία να τονίσουν τις λεπτομέρειες στις οποίες επικεντρώνεται ο αντρικός πληθυσμός.

Συνήθως αποτελούν κόρες των κατά τα '80s μανουλιών και είναι φυσικές κοινωνοί ενός μεγαλειώδους legacy.

Φαρμακερό σκαστράκι η μελαχρινή στο μπαρ.

Σκάστρα (από GATZMAN, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κράζαμε παλιά στο σχολείο μου όσους είχαν την ατυχία να φορούν σιδεράκια. Ατυχείς, διότι προφανώς δεν το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά οι ορθοδοντικώς ευαίσθητοι γονέοι τους. Χρησιμοποιείτο εναλλακτικώς με το εξίσου σκληρό ''ατσάλι στα δόντια''. Ας μη μιλήσω τώρα για το τι τράβαγαν όσοι ήταν τόσο φτυσμένοι απ' το θεό ώστε να φοράνε εξωστοματικό...

Συνήθως αυτοί που φόραγαν σιδεράκια ή/και γυαλιά μυωπίας, ήταν κατά τύχη (;) και οι καλύτεροι μαθητές, οπότε η ζηλοφθονία και η απέχθεια εναντίον τους μεγάλωνε. Και το δούλεμα έπεφτε σύννεφο...

- Ρε φίλε είσαι να την κάνουμε την τελευταία ώρα; Ο Τάκης χτύπησε κάτι καινούρια παιχνιδάκια στο Nintendo κι είπε αν είναι να πάμε σπίτι του.
- Ναι ρε, μέσα, δυό λεπτά μόνο να πω κάτι που θέλω στη Λίτσα.
- Παιδιά... γίνεται να έρθω κι εγώ;
- Ποιός σου μίλησε εσένα ρε ατσάλι στα δόντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει τιγκάρει μέχρι αηδίας το δέρμα του με tattoo, σε φάση που μπορείς πλέον να τον ''διαβάσεις''. Κατέχει επαξίως τον τίτλο του κινητού επιγραφικού μνημείου.

Ως γνωστόν όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, δεν χαρίζεται ούτε στα tattoo, τα οποία μετά από καμιά πενταετία (άντε οκταετία, βαριά δεκαετία) έχουν θολώσει και φαίνονται σαν απομεινάρια από κουράδια..

Έτσι, η αποκατάσταση του αρχικού σχεδίου καθίσταται έργο δυσχερές, που θα απασχολήσει την αρχαιολογική έρευνα...

Μάθετε κι αυτό: την περίοδο της παντοκρατορίας του χιτλερικού Γ' Ράιχ, όσοι είχαν μαρκάρει την πέτσα τους, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο να εξολοθρευτούν και το κεκοσμημένο δέρμα τους να χρησιμεύσει ως επένδυση πορτοφολακίου γερμανού αξιωματικού.

(διάλογος σε τατουατζίδικο)

Ο τατουατζής: Παίδες πως πάμε, διαλέξαμε σχεδιάκι ή ακόμα;
Οι παίδες: Ναι φίλε μου, εγώ αυτό το τραϊμπαλάκι θα κάνω, το παιδί θα ρίξει μια ματιά ακόμη...
Ο τατουατζής: Τέλεια! Δώστε μου μόνο και μια ταυτοτητούλα και προχωράμε.
Οι παίδες: ... δεν έχω μαζί μου...
Ο τατουατζής: Φίλε μου χωρίς ταυτότητα δεν μπορώ να ξέρω αν είσαι δεκαοχτώ... Για κάτω των δεκαοχτώ μόνο με έγκριση των γονέων... Αλλιώς μπορεί να έρθεις αύριο και να δεις το μαγαζί τυλιγμένο με κορδέλα, με πιάνεις έτσι;
Οι παίδες: Δεν παίζει πρόβλημα σου λέω...
Ο τατουατζής: Φίλε μου γίνε δεκαοκτώ και μια μέρα κι έλα δω να σε κάνω εφημερίδα, να μη σε γνωρίσει η μάνα σου. Ως τότε δεν μπορώ να κάνω κάτι. Οι παίδες: Γιατί;;
Ο τατουατζής: Γιατί έτσι λέει ο νόμος. Άδικος ο νόμος; Μαζί σου. Αν θες να πάμε να διαδηλώσουμε μαζί στο Σύνταγμα να αλλάξει, μέσα. Μη μου ζητάς τίποτα άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified