Further tags

Ναι μεν άλλο Μπραχάμι κι άλλο Μαϊάμι, ωστόσο από την άλλη η σύνδεση ανάμεσα στο Μπραχάμι και τις Μπαχάμες είναι τόσο στενή ώστε να δημιουργείται μια μοναδική λέξη για να σημάνει την σύγχυση μεταξύ τους, οι Μπραχάμες.

Η λέξη εκφέρεται (κατά τον γνώστη του Μπραχαμίου Γκατσάνδρα) για να εντοπίσει τις υπαρκτές ομοιότητες ανάμεσα στις εξωτικές Μπαχάμες και τα ξωτικά μπραχάμια, δηλαδή καγκουροειδείς καταστάσεις με αξιώσεις μεγαλείου και χλίδας αντίστοιχης των χλιδαίων διακοπών στις Μπαχάμες. Συναφώς σε περιπτώσεις όπου λόγω αψιλίας κάποιος δεν έχει λεφτά για διακοπές στις Μπαχάμες ή σε οποιοδήποτε νησί for that matter και εντέλει την βγάζει στο Μπραχάμι και τις πέριξ παραλίες του Σαρωνικού. Η έκφραση έχει διαδοθεί και από το ομώνυμο άζμα των Apurimac.

  1. ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΛΒΑΝΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΡΗΜΑΖΕ ΣΠΙΤΙΑ ΣΕ ΔΑΦΝΗ, ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ ΜΠΡΑΧΑΜΕΣ (Φωνακλάς στόκος εδώ).

2. πως θα ρθουν οι φοιτητες;εμεις εδω στις εξωτικες μπραχαμες βεβαια δεν εχουμε προβλημα αλλα φαντασου καποιον που μενει Γερακα ας πουμε!

3. φετος διακοπες στις ΕΞΩΤΙΚΕΣ ΜΠΡΑΧΑΜΕΣ δεν υπαρχει μια μαγκες δυστηχως

(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.

Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!

  1. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.

  2. Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα, αρχικά, της σύριγγας της ινσουλίνης η οποία χρησιμοποιείται για τη χρήση ηρωίνης, μετέπειτα η ίδια η σύριγγα, κι αυτό γιατί:
1: η βελόνα της είναι τόσο λεπτή σχεδόν όσο μία πευκοβελόνα
2: ακόμα πριν η Ομόνοια γίνει τόσο ...πολυσύχναστη, η πλειοψηφία των χρηστών έκανε χρήση σε πάρκα, τα οποία ως γνωστόν, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να μην έχουν πεύκα, καθώς το πεύκο είναι ανθεκτικό δέντρο στην ξηρασία και στον αέρα, ό,τι πρέπει για το ελληνικό κλίμα. Οι πευκοβελόνες (των πεύκων) ήταν συνήθως εκείνες που κάλυπταν σχεδόν όλο το πάρκο, το όποιο πάρκο, διότι πέφτουν και είναι ...πολλές. Το καλυμμένο από πευκοβελόνες πάρκο ήταν το αγαπημένο των παιδιών και των μαμάδων (μιλάμε για πολύυ παλιά) καθώς οι πευκοβελόνες προσφέρουν ένα απαλό κάθισμα στα παιδιά και προστατεύουν από την υγρασία και το χώμα. Οι πευκοβελόνες επίσης είναι οι αγαπημένες των αστέγων, για τον ίδιο λόγο. Όταν τα πάρκα γέμισαν με χρήστες, οι πεσμένες σύριγγες πολλαπλασιάστηκαν, και καθώς βρίσκονται πάνω και ανάμεσα στις κανονικές πευκοβελόνες, οι ίδιες οι σύριγγες είναι πια εκείνες που προστατεύουν τους αστέγους από την υγρασία τα βράδια (τα παιδιά; ποια παιδιά;). Και η γαμημένη η βελόνα είναι τόσο λεπτή... Όσο μια πευκοβελόνα...

«περνούν εικόνες βροχή πάνω απ' τα μάτια μου, πάνω στα χείλη μου πέφτουν σταγόνες, χημείες, πάνε χειμώνες, παγωμένοι χειμώνες, που με βρήκανε τη νύχτα κάτω απ' τις πευκοβελόνες»
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφ-ρόουντ πίστα, οριοθετημένη με πορτοκαλί (συνήθως) κορδέλα.

Η χαρά των αυτομοτοκροσάδωνε, των εντουράδωνε και των πάσης φύσεως λασπομηχανάδωνε.

1.
στην εκκίνηση αλλά και μέσα στην κορδελιασμένη, σε κάνουν να νιώθεις παγκόσμιος, γλίτσα-τσουλήθρα στην αρχή, λασπωμένο χορτάρι, μετά περάσματα από το ποτάμι...

2.
Στον χώρο του τερματισμού ήταν η EXTREME ειδική η οποία ήταν προαιρετική για τους αναβάτες. Η κορδελιασμένη διαδρομή της, ήταν η ίδια που χρησιμοποιήθηκε και στο enduro-δικείο στην οποία προστέθηκαν εμπόδια από κορμούς και λάστιχα.

3.
Οι 190 αναβάτες enduro αψήφησαν την ζέστη και «δοκίμασαν» την τύχη τους σε μια απολαυστική αλλά και απαιτητική διαδρομή 51 χιλιομέτρων που ήταν μικρογραφία αγώνα enduro, με περάσματα από ξεροπόταμους, σαθρά ανηφορικά, σκεπαστά κατηφορικά, βράχια, κορμούς και ρίζες, ενώ στο μέσο της διαδρομής υπήρχε κορδελιασμένη «ειδική διαδρομή».

4.
- κορδελιασμένη ή χωρίς ;
- κορδελιάρα κορδελιάρα :msn-wink:

Κορδελιάρα διαδρομή (από σφυρίζων, 21/02/14)Κορδελιασμένη Καλαμπάκα (από σφυρίζων, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κτίριο το οποίο για τον έναν ή τον άλλο λόγο (αλλά κυρίως για τον έναν) ξεχωρίζει ή μάλλον πετάγεται σαν πούτσα ανάμεσα σε άλλα κτίρια. Είναι το ακάλεστο κτίριο, το κτίριο που δεν το παίζουν οι φίλοι του. Το κτίριο που είναι ψηλό και άχαρο, ποτέ συμπαθές. Τραβάει τα βλέμματα μόνο για το ψέγος και όλοι αναρωτιούνται πώς φύτρωσε αυτή η παπαριά εκεί πέρα. Η πουτσιά είναι αυτοστιγμεί αναγνωρίσιμη και ο εμετός βέβαιος κι αναπόφευκτος, καθώς υπέρ άνω όλων το κάλλος.

-Πωπω, κοίτα τα σπιτάκια πόσο ωραία είναι, με τις σκεπούλες τους και τα παραθυράκια τους, με τις μικρές μικρές υδρορροές τους, με τα χρωματάκια τους τα λάγνα, με τις ξύλινες πορτούλες τους, μωρέ...
-Και γαμώ!
-Ώπα, ώπα.
-Τί ρε;
-Τί πουτσιά είναι αυτή εκεί, μες στη μέση;

(από σφυρίζων, 18/02/14)Torre Agbar, επονομαζόμενον και ως "η πούτσα της Μπαρτσελόνα", αρρωστούργημα του αρχιτέκτονα Jean Nouvel. (από Khan, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα εθνικό αυτοφαυλιστικό, δηλώνει την Ελλάδα ως τον τόπο όπου θάλλουν και αναπτύσσονται κάθε είδους σούργελα, με αποτέλεσμα το όλο εφέ της χώρας να είναι εξαιρετικά σουργελέ. + COYΡΓΕΛΕΗCON +

1. αφού πολλές ελληνικές χρηματιστηριακές σου δίνουν σήμερα τη δυνατότητα να επενδύεις άμεσα στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, ποιος ο λόγος να ασχολείται κάποιος επενδυτής με τη σουργελλάδα και τα λαμόγια της;

2. Δυστυχώς μερικοί μαθητευόμενοι μάγοι έσπειραν ανέμους και τώρα θερίζουμε όλοι μαζί θύελλες στην κατακαμμένη σουργελλάδα.

3. Αντρέα, μείνε εκεί που είσαι, μακριά από τη σουργελλάδα.

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Βερολίνο στα αστειατόρικα, επειδή, ως γνωστόν, οι Γερμανοί έχουν τη φήμη ότι πίνουν πολλές μπίρες.

1. - Δεν αντέχεται αυτή η αβάστακτη ελαφρότητα του γερμανικού ναρκισσισμού από το Μπυρολίνο, την Λουκανικούρτη και το Γδύσεντορφ.
- Ασε το Μπυρολινο, χωρις το Μπυρολινο δεν θα ειχες ουτε μαντηλακι να κλανεις!

2. Εκεί στο Βερολίνο πίνουν τόση μπύρα που θα έπρεπε να το λένε Μπυρολίνο. 3;

Και Beerlin στα αγγλικάνικα. (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πτέρυγα της εντατικής ενός νοσκομείου όπου βρίσκονται οι ασθενείς που δεν έχουν πιθανότητες επιβίωσης, είναι σε κώμα ή έχουν μείνει «φυτά».

Προέρχεται (κυνικά) από το Ακρωτήριο Κανάβεραλ των ΗΠΑ, όπου γίνονταν κάποτε οι εκτοξεύσεις της NASA.

-Βάλαμε τον κ. Παπαρχιδόπουλο στο κανάβεραλ, είναι σε κώμα 1 μήνα τώρα και δεν πρόκειται να επανέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τουαλέτα, εκ του Αλβανικού hale. Προφέρεται με βαρύ σαλονικιώτικο λ για να είναι πιο χορταστικό. Παρότι η λέξη δεν είναι χυδαία, το άκουσμά της προκαλεί αποτροπιασμό στους «καθωσπρέπει» γύρω μας. Είναι αυτό που λεν οι Άγγλοι «crude expression». Ιδανική η χρήση του όταν θέλουμε να συγχύσουμε καμιά θείτσα.

  2. Το χαμένο κορμί, ο τίποτας, το ρεμάλι, το κατακάθι, ο τελευταίος. Συνήθως άεργος, παράσιτο της κενωνίας, πότης, τζογαδόρος και ό,τι άλλο κουσούρι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία λέξη τα καλύπτει όλα.

  1. Η θεία: - Πού πας αγόρι μου;
    Το οργισμένο νιάτο ανηψιός: - Στο χαλέ πάω ρε θειά! Θες να 'ρθείς;
    Η θεία:- Τσ τσ τσ! Τί εκφράσεις θεέ μου...

  2. - Τα'μαθες; Κόψαν το ρεύμα στο σπίτι του Τάκη.
    - Τελέρε! Έχει δυσκολίες ο Τάκης;
    - Τι δυσκολίες μωρέ; Το ρεμάλι έπαιξε το μισθό του στο στοίχημα.
    - Α καλά μιλάμε για μεγαααααάλο χαλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified