Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.

Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομονωμένο από τη φράση είμαι μέσα: συμφωνώ σε πρόταση που έχει γίνει. Συνώνυμα: μέσα, μαζί σου/σας.

— Παίδες; Μπουρδελότσαρκα ώς τις δώδεκα, μαζεύει κόσμο το Ρέζι, σκάμε, γινόμαστε μουνί, και τελειώνουμε με πατσά στου Τσαρουχά. Είστε;
Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι υπεραπασχολημένος και αγχωμένος με κάτι, είμαι πολυάσχολος.

  2. Ως μεταβατικό ρήμα

(α) τρέχω κάποιον: κρατώ κάποιον απασχολημένο, αγχώνω κάποιον αναθέτοντάς του καθήκοντα. Συνώνυμα: αγγαρεύω (β) τρέχω ένα πρόγραμμα (ζαργκόν πληροφορικής): εκτελώ το πρόγραμμα (γ) τρέχω μία επιχείρηση: διευθύνω/είμαι υπεύθυνος για την επιχείρηση

  1. Ως απρόσωπο ρήμα τρέχει: συμβαίνει (κάτι απρόοπτο).
  1. - Μη χάνεσαι ρε βλάκα έτσι, πάμε για έναν καφέ στην τελική.
    - Δεν προφταίνω ρε συ, τρέχω ακόμη με την διπλωματική. Αν δεν τελειώσει αυτή η μαλακία, δεν με βλέπω να χαλαρώνω καθόλου.

  2. (α) Διδακτορικό είναι αυτό ή χαμαλίκι ρε πούστη; Ό,τι γραφειοκρατία και να προκύψει, εμένα θα τρέξει ο μαλάκας...
    (β) Διόρθωσα εκείνο το μπαγκ που σού 'λεγα, αλλα πάλι δεν μπορώ να το τρέξω το γαμίδι...
    (γ) Έπαθε ένα ατύχημα ο κυρ-Γιώργης, και το ουζερί για την ώρα το τρέχει ο γιος του.

  3. Τι τρέχει ρε, γιατί τέτοια μούτρα; Συνέβη κάτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κεφάλι, γκλάβα.

  2. Τσάμπα, μπέχο.

  1. Ας το χωρέσει η κούτρα σου... δεν είναι για τα μούτρα σου (από παλιό λαϊκό τραγούδι).

  2. Όπου κούτρα... με τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρέκακη έκφραση, που απευθύνουμε σε κάποιον ο οποίος μόλις έμαθε κάτι που τον έχει «χαλάσει» στα σίγουρα, για να του τρίψουμε τη νίλα στη μούρη και να γουστάρουμε με την πίκρα του.

Προέλευση:

Γεννήθηκε και απέκτησε τη διαχρονική της αξία στην κοιτίδα της ανανέωσης της γλώσσας μας που λέγεται «Ελληνικός Στρατός».

Παραλλαγές:

Δεν σε χαλάει, δεν σε χαλούμπα, δεν σε χαλούμι, δεν σε χαλούλου καθολούλου κλπ.

- Πω ρε πούστη μου, πάλι απ' τα μαγειρεία στη σκοπιά και τούμπαλιν με χώσανε.
- Δε σε χαλούλου καθολούλου ψαρούλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγαρμπα εξελληνισμένη εκδοχή του ονόματος ενός παλιού δημοφιλούς ηλεκτρονικού παιχνιδιού (arcade) πλατφόρμας, του «Bubble Bobble» (εκείνο με τις φούσκες, τις τσίχλες, τη διαμαντόπιστα και τη φάλαινα).

Εμφάνιση:
Ο όρος έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του '80, τη χρυσή δεκαετία των ηλεκτρονικάδικων, όταν και το Lower στα εγγλέζικα ισοδυναμούσε με διδακτορικό.

- Μαλάκα, πάω να φέρω πιτόγυρα στο Βαγγέλη που παίζει μπούμπλε στου Τζάννη. Το 'χει τερματίσει 3 φορές και συνεχίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Πάω να φωνάξω τη μάνα του. Κάποιος θα πρέπει να τον ταΐζει για να μη σταματήσει...

Σχετικό: Λούσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση (χωρίς λογική απάντηση) που αναφέρεται υποτιμητικά σε κάποιο τρίτο πρόσωπο και τονίζει τη μηδαμινή του αξία στην κοινωνία.

- Έτσι είναι ρε μαλάκα. Το 'πε κι ο Κωστάκης που είναι από μέσα και τα ξέρει.
- Αρχίδια καλαβρέζικα είναι. Ρε, ποιος τον γαμάει τώρα τον Κωστάκη;

Got a better definition? Add it!

Published

Τρελός, «φευγάτος», αυτός που χαζοφέρνει, αυτός που λέει ασυναρτησίες, αλλά και όποιος από την κούραση δεν βλέπει μπροστά του.

  1. Είσαι εντελώς γκάου, παιδάκι μου;

  2. Τόση δουλειά σήμερα, κι είμαι τόσο γκάου που δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου.

γκάου άτομα; όχι ευχαριστώ (από xalikoutis, 09/03/09)Και ο πρώτος Γκάου! (από MXΣ, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρύζι μαγειρεμένο με λουκάνικο φρανκφούρτης. Προκαλεί πολύ γρήγορο κορεσμό της πείνας.

-Ρε μπαγλαμά, με κόβει λόρδα απο πέρυσι το πρωί. Κάνουμε τίποτα; -Κάτσε να φτιάξω ένα ριζότο ρεχάγκελ να στανιάρουμε. -Ωραία. Πάω να φέρω και καμιά σοκολάτα για τα γαρεπόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified