Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την απόλυτη συμφωνία σε κάτι. Αντίστοιχα, με ειρωνικό τόνο, τη διαφωνία στα λεγόμενα του συνομιλητή.

  1. - Και τι λες, πάμε γήπεδο Κυριακή;
    - Τίγκα ρε μαλάκα, το συζητάς;

  2. (ειρωνικά)
    - Καλά, έτσι και μου πει καμία μαλακία τον έχω γαμήσει!
    - Ναι ρε βλάκα, τίγκα... Ποιον να γαμήσεις, ένα μπουκέτο σ' έχει..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρέκακη έκφραση, που απευθύνουμε σε κάποιον ο οποίος μόλις έμαθε κάτι που τον έχει «χαλάσει» στα σίγουρα, για να του τρίψουμε τη νίλα στη μούρη και να γουστάρουμε με την πίκρα του.

Προέλευση:

Γεννήθηκε και απέκτησε τη διαχρονική της αξία στην κοιτίδα της ανανέωσης της γλώσσας μας που λέγεται «Ελληνικός Στρατός».

Παραλλαγές:

Δεν σε χαλάει, δεν σε χαλούμπα, δεν σε χαλούμι, δεν σε χαλούλου καθολούλου κλπ.

- Πω ρε πούστη μου, πάλι απ' τα μαγειρεία στη σκοπιά και τούμπαλιν με χώσανε.
- Δε σε χαλούλου καθολούλου ψαρούλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευθύς εξαρχής: Η έκφραση δεν σημαίνει πρήζω τ' αρχίδια κάποιου.

Σημαίνει, αν την παραφράσουμε, διογκώνω τεχνηέντως τον ανδρικό εγωισμό, την υπεροψία, το αίσθημα ανωτερότητας και εξουσίας κάποιου, με σκοπό είτε να τον δουλέψω ψιλό γαζί, είτε να τον χειραγωγήσω σε συμπεριφορά που με συμφέρει. Διότι πιο εύκολα εξουσιάζεται αυτός που διψά για εξουσία.

Αποτελεί λογικά μια παραλλαγή της έκφρασης φουσκώνω τα μυαλά (κάποιου) όπου, αντί για τον επηρεασμό της ευθυκρισίας και του εγωισμού, γενικά, του «θύματος», επικεντρώνουμε ειδικά στις ανασφάλειες που νιώθει αυτός σαν άντρας ή σαν επικεφαλής άλλων ανθρώπων, ώστε να στηριχτεί ψυχολογικά πάνω μας και εμείς να τον κάνουμε ότι θέλουμε.

  1. - Καλά μιλάμε έχεις πολύ σουξέ!
    - Σοβαρά;
    - Τι λες τώρα! Με το που μπήκαμε σε στάμπαραν δυο παστάκια στην είσοδο.
    - Τελικά ωραίους συνδυασμούς κάνω ο πούστης με τα ρούχα...
    - Με την μιλφατζού που σε καρφώνει από απέναντι τώρα τι θα κάνεις;
    - Καλή ε;
    - Πήγαινε μαλάκα! Βουρ! Και μην το παίξεις ευγενικός! Αυτές γουστάρουν τσαμπουκά και αντριλίκια! Τό 'χεις, τό 'χεις!
    - Έφυγα παιδιά, δεν θα κλείσει μπούτι όλη νύχτα, θα της δώσω το μουνί στο χέρι της καριόλας που κοιτάει κιόλας!
    - Καλά ρε, τι του είπες και έφυγε καρφωτός;
    - Κόψε φάση φίλε, θα πέσει το γέλιο της αρκούδας! Του φούσκωσα τ' αρχίδια και τον έστειλα να την πέσει με στυλ γοριλέ στην γυναίκα του αφεντικού!
    - Μπράβο μαλάκα. Θα μας πετάξουν έξω, θα φάμε και ξύλο... Το μυαλό στην κωλότσεπη τό 'χεις...

  2. - Τρίτο γκρουπάκι κι εσύ ρε σειρά; Το κατσίκι στην σκοπιά θα το φάμε ρε γαμώτο...
    - Κάτσε στην άκρη και κοίτα πως θα με πάει ο δίκας στο δεύτερο γκρουπάκι...
    - Για πε!
    - Θα του φουσκώσω τ' αρχίδια με ένα «παρουσιάστε» και δυο-τρεις παπαριές και μετά θα του πετάξω ότι και καλά ο λοχαγός το παίζει χαλίφης στη θέση του χαλίφη και μου άλλαξε το αδειόχαρτο. Αυτόν θα τον σκίσει κι εμένα θα με στείλει συστημένο σπίτι!
    - Μεγάλη λούγκρα είσαι αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ξεστομίζει ασύστολα και αδιάκοπα μαλακίες - κοτσάνες με μονάδα μέτρησης το χρόνο σε σεκόντ.

- Ρε παιδιά, τι είναι αυτός ρε... λέει 10 μαλακίες ανά σεκόντ! Δεν υποφέρεται!!

einstein (από malakia, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με το ρήμα έχω. Είμαι βλαμμένος, έχω μεγάλη τρέλλα.

Μην του απαντάς. Θα γίνει καυγάς. Τούτος έχει χοντρή φελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσοχή, πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνο σλανγκισμό νέας κοπής, με τάσεις ηγεμονίας και μονοκαλλιέργειας. Μιλάμε για την πληθωριστική χρήση του αρνητικού επιτατικού μορίου «καν» στη δοκιμασμένη του μορφή, πακέτο με το συμπλεκτικό σύνδεσμο «ούτε», ως «ούτε καν».

Από τον Τριανταφυλλίδη αντιγράφω τις σωστές χρήσεις και τις διανθίζω με παραδείγματα οικείου ήθους και ύφους:

καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό, σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε ~, χωρίς ~, χωρίς ούτε ~: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Υπάρχουν φίλε μου παράλληλα σύμπαντα στα οποία αναπνέουν μουνιά που ούτε καν τα φανταζόμαστε. β. δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρόταση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτονόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Ούτε καν στο τραπέζι δεν προλάβαμε να κάτσουμε, πήγα εγώ να φέρω το κρασί, πήγε αυτή για χαρτοπετσέπετες, ε, είναι και στενή η κουζίνα, με τα σουρταφέρτα το ξυπνήσαμε το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δύο πλάτες.

Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το «ούτε καν» γραμματικώς πρέπει να εισάγει πρόταση ή κάτι τέλος πάντων «αυτονόητο, στοιχειώδες κλπ». Από μόνο του πάντως δεν παίζει. Η σλανγκ σημασία του, καταλήγω να πιστεύω ότι δεν είναι άλλη παρά μια εμφατική άρνηση, σε περιπτώσεις που άλλες αρνήσεις δεν ψιλοκολλάνε: π.χ. όταν η άρνηση αφορά κάτι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, οπότε δεν κολλάει το «καθόλου». Ή, όταν η ολοκληρωτική άρνηση δεν σημαίνει κάτι κακό, οπότε δεν κολλάνε τα αρχιδιά καπαμά, παπάρια μάντολες κτο (το ούτε καν βέβαια, μπορεί να τα αντικαταστήσει σχεδόν όλ' αυτά). Βλ. και παραδείγματα.

- Είσαι πολύ ώρα εδώ;
- Όχι ρε μαλάκα, ούτε καν!

- Θα το φας το μπιφτέκι;
- Ούτε καν ρε συ, έχω σκάσει...

- Τι λέει εκεί, καλή φάση;
- Ούτε καν ρε μαλάκα, ψιλοχάλια...

- Τό 'φάγες ρε συ το ψωλίδι;
- Ούτε καν ρε φίλε, έχει γκόμενο...

- Να τ' αφήσω καμιά ώρα ακόμη να στεγνώσει και το ξαναπερνάμε μετά;
- Όχχχχι, ούτε καν ρε συ, καν' το τώρα να φύγουμε και δεν την παλεύω σήμερα.....

- Ξέρεις Αντρέα να μας πεις κανένα αρνητικό επιτατικό μόριο της νεοελληνικής;
- Ούτε καν, κυρία, δεν διάβασα γιατί είχαμε επισκέψεις.

- Χορεύεις καν καν;
- Ούτε καν...
- Ούτε καν καν καν; (σωστή χρήση)

(από Vrastaman, 08/07/09)(από xalikoutis, 05/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνω κάποιον από τον γιακά με άγριες διαθέσεις, τσακώνω, αρπάζω κάποιον, ξεκινάω τσαμπουκά. Συλλαμβάνω και εξουδετερώνω κάποιον που παρανομεί, ιδίως επ' αυτοφόρω ή πριν διαφύγει.

  1. Από εδώ:
    Κάποτε, έπεσε κροτίδα και ΜΕΣΑ στο κτίριο, δέκα μέτρα από το χώρο που εργαζόμουν. Πραγματικά τρόμαξα (τι βάζουν μέσα σ'αυτές τις κροτίδες;; Βγήκα έξω, αλλόφρων, να «γιακαδιάσω» όποιον βρω.

  2. Από εδώ:
    Το θέμα Αντώνη μου είναι οτι προσφερθήκαμε ένα κάρο άτομα να καταθέσουμε ΕΠΩΝΥΜΑ,και πολύ στα τέτοια μου κιόλας..Εδώ τον γιακάδιασα και μας κοιτούσε όλη η Αναγνωσταρά,λες να τον φοβόμουν να του κάνω την καταγγελία,ειδικά όταν προτίθενται κι άλλοι πολλοί;

  3. Από εδώ:
    Σε ποια άραγε εξωθεσμική σκοπιμότητα οφείλεται η δραστήρια παρουσία ενός σκοτεινού ιππότη σε μια μεγαλούπολη, όπου το σύστημα φαίνεται να λειτουργεί ομαλά, καταφέρνοντας αργά ή γρήγορα να «γιακαδιάσει» τους παρανόμους;

  4. Από εδώ:
    [...] από την άλλη βρέθηκε να χρωστάει εκατομμύρια και οι πληροφορίες μου λένε οτι σκέπτεται να αποδράσει απο τη χώρα(πηγαίνοντας στη Νότια Αφρική να δουλέψει στα ορυχεία διαμαντιών). Θα τον παρακαλούσα να μη μας αναγκάσει να τον γιακαδιάσουμε στο αεροδρόμιο [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία της έκφρασης παραπέμπει στην περίοδο εγγύησης καλής λειτουργίας μιας συσκευής, όπου σε περίπτωση βλάβης η συσκευή επισκευάζεται δωρεάν η αντικαθίσταται.
Προκύπτει λοιπόν συσχέτιση του όρου με την έννοια της απροβλημάτιστης σχέσης με κάτι που έχουμε στην κτήση μας για κάποιο χρονικό διάστημα.
Το συγκεκριμένο λήμμα λοιπόν έχει να κάνει με το γεγονός πως ο νέος υπάλληλος σε μια εταιρεία και πολύ περισσότερο ο νεαρός πρωτοδιόριστος δεν έχει καεί από ενδεχόμενες παράλογες απαιτήσεις των ανωτέρων του, δεν έχει ακόμα πρόσθετες απαιτήσεις, έχει όνειρα, ενώ έχει μεγάλη όρεξη και ενέργεια για δουλειά. Έτσι ο νέος τα δίνει όλα, γι 'αυτό και έχει εγγύηση καλής και απροβλημάτιστης λειτουργίας, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα

Διάλογος μεταξύ παλιών υπαλλήλων κάποιας εταιρείας.
- Κοίτα τον νέουλα. Έχει λιώσει στη δουλειά και γουστάρει το όρνιο.
- Εμ... νέος υπάλληλος και μάλιστα πρωτοδιόριστος. Νομίζει πως έτσι θα πάει μπροστά. Κάποια στιγμή θα πει: στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
- Ασ' τον... Ασ' τον να βγάζει τη δουλειά. Έχει εγγύηση ο νέος. Αντέχει. Δεν είναι σαν κι εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικός τρόπος εκφοράς του «συγγνώμη» με τονισμένο το ΓΓ, ή το ΓΚΝ τέλος πάντων. Λόγω των παραπάνω, το συΓΚ-ΚΝώμη προφέρεται εν τέλει ως δύο λέξεις, με μια στιγμιαία παύση μεταξύ «συγκ» και «κνώμη». Πιο εύκολα περιγράφεται ως το συγγνώμη και καλά λεχθέν από διανοητικά «καθυστερημένο» άτομο.

Χρησιμοποιείται:

α. όταν όντως έχουμε κάνει κάποια αγαρμποσύνη, ή όταν έχουμε πει πατάτα, και θέλουμε να ελαφρύνουμε την κατάσταση (αν ελαφρύνεται).

και πιο συχνά

β. όταν ο συνομιλητής μας θεωρεί ότι έχουμε κάνει τα παραπάνω, εμείς όμως όχι, και θέλουμε να γελοιοποιήσουμε το ζόρι που τραβάει με την κατάσταση. Δεν τρέχει και τίποτα δηλαδή. Αν αυτός επιμένει, είναι πιθανό να μας ενημερώσει ότι, όπως κι αν το προφέρεις, το συγγνώμη ισούται με μισό χέσιμο.

Φανερώνει σε κάθε περίπτωση κάποια δόση καφρίλας και - φευ! - ανωριμότητας....

[ευπρόσδεκτα media με εκφορά]

  1. Ρε συ, δε σου πα να μην κράζεις τις ανορεξικές μπροστά στη Μαρία, γιατί κι αυτή το 'χει ψιλοπεράσει...
    - Ώπα, δεν το ξερα... καλά συΓΚ-ΝΩΜΗ!

  2. Ρε μαλάκα, τράβα καζανάκι να πούμε.
    - ΣυγΚ-ΚΝώμη!
    - Τι συΓΚ-ΚΝώμη μωρέ, μας έχεσες καλά καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλην του ήδη κατεχωρισμένου, παίζει και με την έννοια του ντου, είτε αυτό γίνεται σε κτήριο, σε μπάτσους, πεηπολικά ή ό,τι άλλο. Συναντάται και στη ρηματική μορφή, πουχού την έπεσαν στο τμήμα στα εξάρχεια πάλι, απ' όπου προήλθε και το ουσιαστικό περιγράφον την πράξη.

Βάλε το μαντήλι, άκουσα ετοιμάζεται πέσιμο και θα μας γαμήσουν πάλι στα χημικά. Μααλόξ έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified