Προσωρινοί (και μερικές φορές μόνιμοι) τοίχοι αντιστήριξης πρανούς γειτονικού ακινήτου σε θεμελίωση. Από οπλισμένο σκυρόδεμα, αν και υπάρχουν αναφορές ότι γίνονται και από απλό σκυρόδεμα.

Από την όψη που δίνει το καλούπωμά τους: τα ξύλα του καλουπώματος μοιάζουν με ντουλάπια που "ντύνουν" τον "τοίχο" του πρανούς.

Κατ' άλλη έννοια και με μια ορολογική ασάφεια, ντουλάπια λέγεται και η κατασκευή ορυγμάτων κάτω από την υφιστάμενη θεμελίωση και η πλήρωση αυτών με σκυρόδεμα.

Δεν θα ησυχάσω μέχρι να βάλουμε ντουλάπια για το βόρειο γειτονικό. Μέχρι τότε κανείς δεν κατεβαίνει στο σκάμμα χωρίς να είμαι παρών.

Καλούπωμα για ντουλάπια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παλιότερη σλανγκ των μαστόρων (και όχι μόνο), ρολόγια ονομάζονται (ονομάζονταν) όλα τα όργανα μέτρησης (μανόμετρα, αμπερόμετρα κ.λπ.), ακόμα και το ταχύμετρο και το στροφόμετρο λόγω του στρογγυλού σχήματος και του δείκτη τύπου βελόνα που άμεσα παρέπεμπε στο ρολόι - μετρητή χρόνου.

Πρβλ το ρολόι του νερού και το ρολόι της ΔΕΗ, που λέγονται ακόμα.

Το ρολόι της ΔΕΗ γιατί το λέμε ρολόι αφού δεν είναι στρογγυλό και δεν έχει δείκτες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυστήριο καβλιτζέκι που ρυθμίζει την σωστή λειτουργία των φλας και του αλάρμ των τουτουνίων. Κατά τα θρυλούμενα, λέγεται έτσι λόγω του βαρελόσχημου καλύμματός του, αν και, όταν μου παρουσίασε ο μάστορας το χαλασμένο του δικού μου οχημάτου, αναρωτήθηκα ποιος καραμαλάκας φτιάχνει κυβόσχημα βαρέλια. Τεσπα, έφυγα απ' το μαγαζί να πα να γουγλίσω για βαρέλια με τα φλας διορθωμένα και κατά 25 ευρόνια ελαφρότερος...

(Απ' όσα είδα, η λέξη χρησιμοποιείται για τουλάστιχον ένα ακόμα τουτουνοεξάρτημα, αλλά δεν τόχω με το συγκεκριμένο θέμα...]

  1. Παίδες τον τελευταίο καιρό όταν άναβα φλας ή τα αλάρμ δεν ακουγόταν το «τικ-τακ» ορισμένες φορές [...]

ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΤΟ ΤΙΚ-ΤΑΚ ΠΟΥ ΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΗ ΤΟΥ ΟΡΟΛΟΓΙΑ) ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΦΛΑΣ ΝΑ ΑΝΑΒΟΣΒΗΝΟΥΝ [...]

  1. Το βαρελάκι είναι (ήταν) το ρελέ των φλας και δούλευε με διμεταλλικό έλασμα. Λεγόταν έτσι γιατί το κάλυμά του είχε σχήμα βαρελιού...

(Από το νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο μαστόρων και γλυπτών σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με ξύλινη λαβή (αγγλ. turning tool). Χρησιμοποιείται ευρέως από αρχαιολόγους και εργάτες ανασκαφών για λεπτοδουλειές και καθαρισμούς. Γνωστό και ως τριγωνάκι.

- Σαν πολύ τετράγωνος να είναι ο τάφος, ή μου φαίνεται;
- Άσε, έχουμε έναν εργάτη μάστορα στο τριγωνάκι! Αφού δεν έφτιαξε και καμία σφίγγα πάλι καλά.

(από σφυρίζων, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ματικάπι ειναι το τρυπάνι χειρός, παγκοσμίως γνωστόν στη γλώσσα των μαστόρων, χρωματοπωλών κτλ.

Χειροτρύπανο, ή τρυποχείρανο, δεν έχει ρεύμα!

Εεεελα ρε μήτσοοο, πιάση το ματικάπι να τρυπήσω το μπετοφόρμ..

makapi (από perketis, 15/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται στην γλώσσα των μαστόρων η γνωστή σε όλους μας μπετονιέρα. Καθότι οι διάφορες κατηγορίες μαστόρων έχουν αντιπαλότητες μεταξύ τους (π.χ. πλακάδες με μπογιατζήδες, ξυλουργοί με σιδεράδες), πάνω-κάτω όλοι προσπαθούν να τελειώσουν την δική τους δουλειά πριν τους άλλους, για να τους την βγουν.

Γι' αυτό λοιπόν όταν βλέπουν πουτανιέρες να ρίχνουν μπετά, αρχίζουν αμέσως αντιδράσεις του στυλ «...το Χριστό τους και την Παναγία τους μέσα, ΤΩΩΩΏΡΑ βρήκανε; (φιλική συμβουλή: εάν είσαι παραγιός και ο μάστοράς σου είναι στην εν λόγω διάθεση, βούλωσέ το και προσπάθησε να περάσεις απαρατήρητος, γιατί είναι σίγουρο πώς εσύ θα την πληρώσεις την νύφη.

Αληθινό παράδειγμα: 7:30 το πρωί, μέσα σε ένα φορτηγάκι (Vanette για τους γνώστες). Ο μάστοράς μου βλέπει ένα τσούρμο μπυροκοιλιάδες να έχουν κλείσει τον δρόμο με 3 τεράστιες μπετονιέρες, οπότε και αναφωνεί: «ΣΚΑΤΆ! Τσακίσου να ξεφορτώσεις μικρέ, πλάκωσαν οι πουτανιέρες!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εξάρτημα-εργαλείο συγκράτησης, γνωστό κυρίως από τους ηλεκτρονικούς.

Στην ουσία είναι ένα μεταλλικό μανταλάκι με οδοντωτά άκρα μπροστά και μονωμένα τα πίσω (μύδι #1). Το ένα από τα δύο πίσω άκρα είναι ενωμένο είτε με καλώδιο, είτε με ένα σταθερό στέλεχος (μύδι #2), όπου (αυτό το τελευταίο) βοηθάει αργυροχρυσοχόους, μοντελιστές, ηλεκτρονικούς και λοιπούς να συγκρατούν προς επεξεργασία διάφορα μικροαντικείμενα, εξαρτήματα και τέτοια.

Αν το ένα από τα δύο πίσω άκρα τώρα είναι ενωμένο με καλώδιο, το άλλο άκρο του θα καταλήγει είτε σε άλλο κροκοδειλάκι (μύδι #1α) (ώστε να γίνονται πρόχειρες ηλεκτρολογικές συνδέσεις, όπως για παράδειγμα όταν μένουμε από μπαταρία και εξυπηρετικός άνθρωπος μας δίνει λίγο ρεύμα από την μπαταρία του[μύδι #1αα]), είτε σε υποδοχές για ηλεκτρονικό πολύμετρο (μύδι #1β) (ώστε να πιάνει το προς μέτρηση σημείο με αποτέλεσμα σταθερότερη μέτρηση).

Η ονομασία προήλθε από το σχήμα που θυμίζει το κεφάλι του γνωστού ερπετού.

2. Τα είδη ένδυσης της εταιρίας Lacoste, λόγω του λογοτύπου της (μύδι #3).

3. Είδος ανυψωτικού μηχανισμού (γρύλου) που κάνει την εμφάνισή του σε όλα τα βουλκανιζατέρ και τα συνεργεία αυτοκινήτων (μύδι #4).

Τα κύρια σημεία του γρύλου είναι ο λεβιές, ο υδραυλικός μηχανισμός και το σημείο ανύψωσης. Έτσι η κίνηση από το λεβιέ μεταφέρεται μέσω του υδραυλικού μηχανισμού στο σημείο ανύψωσης με τρόπο που βασίζεται στην αρχή λειτουργίας της τρόμπας.

Έχει επικρατήσει λόγω της ευχρηστίας του και της αντοχής του. Διαθέτει ροδάκια και μεταφέρεται εύκολα ελκόμενος από το λεβιέ με τον οποίο γίνεται και η ανύψωση ενώ αντέχει την κακομεταχείριση του συνεργείου και τα μεγάλα βάρη αυτοκινήτων και ημιφορτηγών.

Πιθανολογώ ότι η ονομασία δόθηκε από την νοητή ομοιότητα με το γνωστό ερπετό παραλληλίζοντας τις ρόδες με τα πόδια του ζώου και τον λεβιέ με την ουρά του.

4. Πεταλουργικό εργαλείο το οποίο μοιάζει με ιδιόμορφη μεγάλη πένσα και επιτυγχάνει την σύσφιξη του πετάλου, μετά την τοποθέτηση και το κάρφωμά του στην οπλή (δηλαδή έτσι + μύδι #5).

Κι εδώ έχουμε την προέλευση της ονομασίας από την, κατά κάποιο τρόπο, ομοιότητα με το εν λόγω ζώο.

  1. Πανεύκολο! Απλά με ένα κροκοδειλάκι, αυτό με το καλώδιο, ένωσε τις δυο επαφές και δες αν δίνει τάση 5V, αν όχι θα φταίει 'κείνο 'κει το παπαράκι που είναι πίσω από την δίοδο που είναι δεξιά από την φακή.

  2. Όλο δεν έχει δουλειά και δεν έχει δουλειά ο Παναγιωτάκης και όλο με κροκοδειλάκια σκάει στη καφετερία!

  3. - Ρε μάστορα, αφού το ανυψωτικό δεν κουνάει τι το έβαλες πάνω το αμάξι;
    - Α, ναι. Ε, κατέβασ' το απ' το ανυψωτικό, πάρε τα τέσσερα κροκοδειλάκια, σήκωσε και χώσου. Άντε!
    - (Η ασφάλεια πάει περίπατο γμτπνγμ!)

  4. Τέλος, με το κροκοδειλάκι σφίγγουμε το πέταλο στην οπλή, λιμάρουμε, γυαλίζουμε και είμαστε έτοιμοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτί ονομάζουν οι εμπλεκόμενοι στις μεταφορές το εμπορευματοκιβώτιο ή κοντέινερ. Το κουτί των 20 ποδών αποκαλείται «εικοσάρι» και, χαϊδευτικά, «εικοσαράκι» (τώρα, τι βίτσιο είναι αυτό να χαϊδεύεις λαμαρίνες και να αφήνεις στην πείνα τα κουτιά του ορισμού υπ' αριθμόν 1, τι να σας πω...). Το μεγάλο κοντέινερ των 40 ποδών ουδεπώποτε αποκαλείται «σαρανταράκι», λίγο σεβασμό μάστορα, ας είμαστε σοβαροί...

Η καταχώριση γίνεται πρώτον επειδή διαπίστωσα ότι στα παραδείγματα αυτουνού εδώ του καταπληκτικού, θαυμάσιου, ανυπέρβλητου ορισμού Μου είχα αφήσει τη σχετική ορολογία χωρίς επεξηγήσεις, και δεύτερον επειδή εσχάτως εντόπισα μιά διμοιρία ψείρες να κόβει βόλτες στα γένια Μου. Μετά από αυτήν εδώ την ισχυρή δόση ευλογίας είμαι βέβαιος ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί.

Ντριν ! Ντρίν ! Ντρίιιιν !
- Αυνανιάδης ΑΒΕΕ, λέγετε παρακαλώ.
- Ναι γειά σας, από Μεταφορές Καταστρόφεν Εξπρές σας παίρνω, σε μισή ώρα θα είναι εκεί το κουτί το σαραντάρι που είναι να σας φέρουμε σήμερα.
- Μα τι λέτε κύριε, για σήμερα ήταν το εικοσαράκι. Αφού σας εξήγησα ότι δεν έχω χώρο για το σαραντάρι σήμερα.
- Ναι, αλλά τώρα σας το έστειλα και είναι στον δρόμο, τι να κάνω ;
- Να το καλέσετε πίσω και να το βάλετε στον (....μπιπ-μπιπ-μπιπ) τι έγινε ρε πούστη μου, έπεσε η γραμμή γαμώ την τηλεφωνία σας μέσα καριόληδες.....

αυτό; (από PUNKELISD, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified