Εργαλείο μαστόρων και γλυπτών σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με ξύλινη λαβή (αγγλ. turning tool). Χρησιμοποιείται ευρέως από αρχαιολόγους και εργάτες ανασκαφών για λεπτοδουλειές και καθαρισμούς. Γνωστό και ως τριγωνάκι.

- Σαν πολύ τετράγωνος να είναι ο τάφος, ή μου φαίνεται;
- Άσε, έχουμε έναν εργάτη μάστορα στο τριγωνάκι! Αφού δεν έφτιαξε και καμία σφίγγα πάλι καλά.

(από σφυρίζων, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος της βρύσης απ' όπου τελικά βγαίνει το νερό, το σημείο εκροής, η άκρη της ή ολόκληρο το τελευταίο σκέλος της. Ρουξούνι έχει και η μηχανή του καφέ και οτιδήποτε άλλο βγάζει υγρό ή αέριο σε υγρή μορφή. Ακόμη και ένα σπρέι έχει ρουξούνι.

  1. Απίστευτο, αλλά αληθινό: αυτό λέγεται «ρουξούνι» στα μαστόρικα ... Πρώτη φορά βλέπω αυτή τη λέξη.

  2. Αναμεικτική μπαταρία κουζίνας
    Κάντε κλικ εδώ για το σχέδιο Διατίθεται: με αποσπώμενο ρουξούνι με κωδικό 32067000 με αποσπώμενο ρουξούνι 2 ροών με κωδικό 32322000

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παλιότερη σλανγκ των μαστόρων (και όχι μόνο), ρολόγια ονομάζονται (ονομάζονταν) όλα τα όργανα μέτρησης (μανόμετρα, αμπερόμετρα κ.λπ.), ακόμα και το ταχύμετρο και το στροφόμετρο λόγω του στρογγυλού σχήματος και του δείκτη τύπου βελόνα που άμεσα παρέπεμπε στο ρολόι - μετρητή χρόνου.

Πρβλ το ρολόι του νερού και το ρολόι της ΔΕΗ, που λέγονται ακόμα.

Το ρολόι της ΔΕΗ γιατί το λέμε ρολόι αφού δεν είναι στρογγυλό και δεν έχει δείκτες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται στην γλώσσα των μαστόρων η γνωστή σε όλους μας μπετονιέρα. Καθότι οι διάφορες κατηγορίες μαστόρων έχουν αντιπαλότητες μεταξύ τους (π.χ. πλακάδες με μπογιατζήδες, ξυλουργοί με σιδεράδες), πάνω-κάτω όλοι προσπαθούν να τελειώσουν την δική τους δουλειά πριν τους άλλους, για να τους την βγουν.

Γι' αυτό λοιπόν όταν βλέπουν πουτανιέρες να ρίχνουν μπετά, αρχίζουν αμέσως αντιδράσεις του στυλ «...το Χριστό τους και την Παναγία τους μέσα, ΤΩΩΩΏΡΑ βρήκανε; (φιλική συμβουλή: εάν είσαι παραγιός και ο μάστοράς σου είναι στην εν λόγω διάθεση, βούλωσέ το και προσπάθησε να περάσεις απαρατήρητος, γιατί είναι σίγουρο πώς εσύ θα την πληρώσεις την νύφη.

Αληθινό παράδειγμα: 7:30 το πρωί, μέσα σε ένα φορτηγάκι (Vanette για τους γνώστες). Ο μάστοράς μου βλέπει ένα τσούρμο μπυροκοιλιάδες να έχουν κλείσει τον δρόμο με 3 τεράστιες μπετονιέρες, οπότε και αναφωνεί: «ΣΚΑΤΆ! Τσακίσου να ξεφορτώσεις μικρέ, πλάκωσαν οι πουτανιέρες!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο των τσιγάρων Καρέλια Κασετίνα (όχι της νεόκοπης χρυσής, μιλάμε φυσικά για το παλιό, Φίλτρο ή Πλακέ ή...). Αγαπημένο φτηνό τσιγάρο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτως ηλικίας (με μόνο ανταγωνιστή το άσο φίλτρο και τα διάφορα άφιλτρα, αλλά με αρκετά σαφή υπεροχή, αν όχι στην συγκριτική κατανάλωση, τουλάχιστον στην αναπαράσταση της εργατιάς) και κάποιων μποέμ τύπων (όχι όμως των διανοουμενίζοντων που προτιμούσαν τα sante ή τα gauloises). Όλ' αυτά βέβαια πριν τα στριφτά, αλλά υπολειμματικά ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτές οι αντηχήσεις.

Ως φτηνό και βαρύ τσιγάρο έχει γενικά ταυτιστεί με τον εμβληματικό εργάτη της Ελλάδας, τον οικοδόμο, με το καρέλια στην κωλότσεπη ή την τσέπη του ποκαμίσου. Σχεδόν αποκλειστικά αντρικό τσιγάρο (αν δείτε γυναίκα να τα παίρνει, είναι πιθανά αντρολεσβία), που έχει ταυτιστεί και με άλλα σκληρά επαγγέλματα όπως του νταλικέρη (βλ. και την επίδρασή του στις φωνητικές χορδές) εξού καμιά φορά και νταλικέρικο, αλλά και του ναυτικού.

Γενικά το Καρέλια Κασετίνα θεωρείται τσιγάρο που «βρωμάει» λόγω του μη αρωματισμένου χαρμανιού (αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα), γι' αυτό και αποτελεί τον καλύτερο τρακαδιώκτη εναντίον ακόμα και των πιο των φανατικών καπνιστών Απόλλων.

Το παρατσούκλι μαστόρικο το άκουσα στην Ήπειρο, αλλά ενδεχομένως να λέγεται έτσι και αλλού. Μάλιστα, πέρα από την προτίμηση που του έδειχναν οι μάστοροι, λεγόταν έτσι γιατί το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως πρόχειρη γωνιάστρα, λόγω του τετράγωνου σχήματός του.

Εντελώς παρεκβατικά, να αναφέρω ότι οι Ηπειρώτες μαστόροι των γεφυριών δεν ξέρω αν κάπνιζαν καρέλια κασετίνα, αλλά είχαν τη δική τους slang, ειδικά οι εκ Κονίτσης, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα». Μια σχετική φράση των κουδαρίτικων ήταν:
«Άραξι μια φουντιάρα» = Δώσε μου ένα τσιγάρο (κάποιες πληροφορίες εδώ).

- Πιάσε ένα καρέλια κασετίνα
- ... (πιάνει τη χρυσή)
- Όχι αυτό, το άσπρο.
- ... (Πιάνει μια χρυσή lights)
- Όχι αυτό, το παλιό, το φίλτρο...
- Το οικοδομικό;
- Το οικοδομικό... (γαμώτ, από πότε καρέλια κασετίνα είναι η χρυσή κασετίνα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωρινοί (και μερικές φορές μόνιμοι) τοίχοι αντιστήριξης πρανούς γειτονικού ακινήτου σε θεμελίωση. Από οπλισμένο σκυρόδεμα, αν και υπάρχουν αναφορές ότι γίνονται και από απλό σκυρόδεμα.

Από την όψη που δίνει το καλούπωμά τους: τα ξύλα του καλουπώματος μοιάζουν με ντουλάπια που "ντύνουν" τον "τοίχο" του πρανούς.

Κατ' άλλη έννοια και με μια ορολογική ασάφεια, ντουλάπια λέγεται και η κατασκευή ορυγμάτων κάτω από την υφιστάμενη θεμελίωση και η πλήρωση αυτών με σκυρόδεμα.

Δεν θα ησυχάσω μέχρι να βάλουμε ντουλάπια για το βόρειο γειτονικό. Μέχρι τότε κανείς δεν κατεβαίνει στο σκάμμα χωρίς να είμαι παρών.

Καλούπωμα για ντουλάπια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ματικάπι ειναι το τρυπάνι χειρός, παγκοσμίως γνωστόν στη γλώσσα των μαστόρων, χρωματοπωλών κτλ.

Χειροτρύπανο, ή τρυποχείρανο, δεν έχει ρεύμα!

Εεεελα ρε μήτσοοο, πιάση το ματικάπι να τρυπήσω το μπετοφόρμ..

makapi (από perketis, 15/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified