Further tags

Το μέρος της βρύσης απ' όπου τελικά βγαίνει το νερό, το σημείο εκροής, η άκρη της ή ολόκληρο το τελευταίο σκέλος της. Ρουξούνι έχει και η μηχανή του καφέ και οτιδήποτε άλλο βγάζει υγρό ή αέριο σε υγρή μορφή. Ακόμη και ένα σπρέι έχει ρουξούνι.

  1. Απίστευτο, αλλά αληθινό: αυτό λέγεται «ρουξούνι» στα μαστόρικα ... Πρώτη φορά βλέπω αυτή τη λέξη.

  2. Αναμεικτική μπαταρία κουζίνας
    Κάντε κλικ εδώ για το σχέδιο Διατίθεται: με αποσπώμενο ρουξούνι με κωδικό 32067000 με αποσπώμενο ρουξούνι 2 ροών με κωδικό 32322000

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ορολογία των μαστόρων αυτοκινήτων (συνεργειατζήδων).

Προέρχεται από αστοχία στη ρύθμιση του οδοντωτού ιμάντα χρονισμού του κινητήρα, σε σχέση με τα οδοντωτά γρανάζια εκκεντροφόρων και στροφάλου. Ο ιμάντας αυτός έχει μόνο μια σωστή θέση όπου πρέπει να τοποθετηθεί ώστε να λειτουργήσει ο κινητήρας σωστά, αλλιώς σημειώνεται αρρυθμία και δουλεύει λάθος, κοινώς ρετάρει.

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος δεν πάει καλά, το έχει χαμένο.

  1. - Ρε τι έγινε με τον άλλον σήμερα, πήγε να με αρπάξει στα καλά καθούμενα. - Α, καλά άστο, μην ασχολείσαι με αυτόν, πηδάει δόντι.

  2. Πήδηξες δόντι ρε παπάρα;Τι σαματάς είναι αυτός μέρα μεσημέρι;

(από Παπαντώνης, 27/09/11)

Σχετικό: ρετάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλεκτροσυγκολλητής, στο Πέραμα. Από το εργαλείο συγκόλλησης που χρησιμοποιούν (τσιμπίδα συγκόλλησης).

Μάστορα, πες στο Φανούρη τον τσιμπίδα τα ανεβατά να τα κάνει πιο καλά, σαν κουτσουλιές είναι, σκέτο μουνί καλλιγραφία....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.

Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.

Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...

Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...

Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτί ονομάζουν οι εμπλεκόμενοι στις μεταφορές το εμπορευματοκιβώτιο ή κοντέινερ. Το κουτί των 20 ποδών αποκαλείται «εικοσάρι» και, χαϊδευτικά, «εικοσαράκι» (τώρα, τι βίτσιο είναι αυτό να χαϊδεύεις λαμαρίνες και να αφήνεις στην πείνα τα κουτιά του ορισμού υπ' αριθμόν 1, τι να σας πω...). Το μεγάλο κοντέινερ των 40 ποδών ουδεπώποτε αποκαλείται «σαρανταράκι», λίγο σεβασμό μάστορα, ας είμαστε σοβαροί...

Η καταχώριση γίνεται πρώτον επειδή διαπίστωσα ότι στα παραδείγματα αυτουνού εδώ του καταπληκτικού, θαυμάσιου, ανυπέρβλητου ορισμού Μου είχα αφήσει τη σχετική ορολογία χωρίς επεξηγήσεις, και δεύτερον επειδή εσχάτως εντόπισα μιά διμοιρία ψείρες να κόβει βόλτες στα γένια Μου. Μετά από αυτήν εδώ την ισχυρή δόση ευλογίας είμαι βέβαιος ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί.

Ντριν ! Ντρίν ! Ντρίιιιν !
- Αυνανιάδης ΑΒΕΕ, λέγετε παρακαλώ.
- Ναι γειά σας, από Μεταφορές Καταστρόφεν Εξπρές σας παίρνω, σε μισή ώρα θα είναι εκεί το κουτί το σαραντάρι που είναι να σας φέρουμε σήμερα.
- Μα τι λέτε κύριε, για σήμερα ήταν το εικοσαράκι. Αφού σας εξήγησα ότι δεν έχω χώρο για το σαραντάρι σήμερα.
- Ναι, αλλά τώρα σας το έστειλα και είναι στον δρόμο, τι να κάνω ;
- Να το καλέσετε πίσω και να το βάλετε στον (....μπιπ-μπιπ-μπιπ) τι έγινε ρε πούστη μου, έπεσε η γραμμή γαμώ την τηλεφωνία σας μέσα καριόληδες.....

αυτό; (από PUNKELISD, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εξάρτημα-εργαλείο συγκράτησης, γνωστό κυρίως από τους ηλεκτρονικούς.

Στην ουσία είναι ένα μεταλλικό μανταλάκι με οδοντωτά άκρα μπροστά και μονωμένα τα πίσω (μύδι #1). Το ένα από τα δύο πίσω άκρα είναι ενωμένο είτε με καλώδιο, είτε με ένα σταθερό στέλεχος (μύδι #2), όπου (αυτό το τελευταίο) βοηθάει αργυροχρυσοχόους, μοντελιστές, ηλεκτρονικούς και λοιπούς να συγκρατούν προς επεξεργασία διάφορα μικροαντικείμενα, εξαρτήματα και τέτοια.

Αν το ένα από τα δύο πίσω άκρα τώρα είναι ενωμένο με καλώδιο, το άλλο άκρο του θα καταλήγει είτε σε άλλο κροκοδειλάκι (μύδι #1α) (ώστε να γίνονται πρόχειρες ηλεκτρολογικές συνδέσεις, όπως για παράδειγμα όταν μένουμε από μπαταρία και εξυπηρετικός άνθρωπος μας δίνει λίγο ρεύμα από την μπαταρία του[μύδι #1αα]), είτε σε υποδοχές για ηλεκτρονικό πολύμετρο (μύδι #1β) (ώστε να πιάνει το προς μέτρηση σημείο με αποτέλεσμα σταθερότερη μέτρηση).

Η ονομασία προήλθε από το σχήμα που θυμίζει το κεφάλι του γνωστού ερπετού.

2. Τα είδη ένδυσης της εταιρίας Lacoste, λόγω του λογοτύπου της (μύδι #3).

3. Είδος ανυψωτικού μηχανισμού (γρύλου) που κάνει την εμφάνισή του σε όλα τα βουλκανιζατέρ και τα συνεργεία αυτοκινήτων (μύδι #4).

Τα κύρια σημεία του γρύλου είναι ο λεβιές, ο υδραυλικός μηχανισμός και το σημείο ανύψωσης. Έτσι η κίνηση από το λεβιέ μεταφέρεται μέσω του υδραυλικού μηχανισμού στο σημείο ανύψωσης με τρόπο που βασίζεται στην αρχή λειτουργίας της τρόμπας.

Έχει επικρατήσει λόγω της ευχρηστίας του και της αντοχής του. Διαθέτει ροδάκια και μεταφέρεται εύκολα ελκόμενος από το λεβιέ με τον οποίο γίνεται και η ανύψωση ενώ αντέχει την κακομεταχείριση του συνεργείου και τα μεγάλα βάρη αυτοκινήτων και ημιφορτηγών.

Πιθανολογώ ότι η ονομασία δόθηκε από την νοητή ομοιότητα με το γνωστό ερπετό παραλληλίζοντας τις ρόδες με τα πόδια του ζώου και τον λεβιέ με την ουρά του.

4. Πεταλουργικό εργαλείο το οποίο μοιάζει με ιδιόμορφη μεγάλη πένσα και επιτυγχάνει την σύσφιξη του πετάλου, μετά την τοποθέτηση και το κάρφωμά του στην οπλή (δηλαδή έτσι + μύδι #5).

Κι εδώ έχουμε την προέλευση της ονομασίας από την, κατά κάποιο τρόπο, ομοιότητα με το εν λόγω ζώο.

  1. Πανεύκολο! Απλά με ένα κροκοδειλάκι, αυτό με το καλώδιο, ένωσε τις δυο επαφές και δες αν δίνει τάση 5V, αν όχι θα φταίει 'κείνο 'κει το παπαράκι που είναι πίσω από την δίοδο που είναι δεξιά από την φακή.

  2. Όλο δεν έχει δουλειά και δεν έχει δουλειά ο Παναγιωτάκης και όλο με κροκοδειλάκια σκάει στη καφετερία!

  3. - Ρε μάστορα, αφού το ανυψωτικό δεν κουνάει τι το έβαλες πάνω το αμάξι;
    - Α, ναι. Ε, κατέβασ' το απ' το ανυψωτικό, πάρε τα τέσσερα κροκοδειλάκια, σήκωσε και χώσου. Άντε!
    - (Η ασφάλεια πάει περίπατο γμτπνγμ!)

  4. Τέλος, με το κροκοδειλάκι σφίγγουμε το πέταλο στην οπλή, λιμάρουμε, γυαλίζουμε και είμαστε έτοιμοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτηδευμένη άρνηση αποδοχής (sic) της δυσκολίας ή του περιπλόκου μιας κατάστασης. Ειδικότερα και κυριολεκτικότερα, άρνηση του παλιού, εμπειρικού μάστορα να αποδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνεις:

α) τί σου εξηγεί, ή

β) τον τρόπο που σου ζητάει να τον βοηθήσεις, ή

γ) ότι η επιμονή σου στη λεπτομέρεια και οι εύλογες απορίες που ενδεχομένως έχεις λόγω απειρίας ή λόγω αντιφατικών προς την προκείμενη περίπτωση εμπειριών / γνώσεων / κοσμοθεωρίας επιβαρύνουν τη μεγάλη εικόνα (συνήθους τ. «Άντε να τελειώνουμε , έχω κι άλλες δουλειές / ουζοκατανύξεις στο ταβερνείο / πρέφα στο καφενείο / μπάρμπεκιου με τους κουμπάρους κλπ»).

Εναλλακτικά σημαίνει ότι αρνείται να δεχτεί ο μάστορας ότι, όλα τα παραπάνω σωρευτικά, λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο δικής σου άρνησης να μη γίνει η μαλακία που θα σε ξαναβάλει στη διαδικασία να ξηλώνεις και να ξαναφτιάχνεις από την αρχή, να πληρώνεις γαμησιάτικα μεροκάματα και υλικά. Η τέχνη του πολέμου το είπε ξεκάθαρα άλλωστε:«οι πολλοί υπολογισμοί οδηγούν στη νίκη και οι λίγοι στην ήττα.»

Σε πρώτη φάση, ο μάστορας επίκειται να περηφανευτεί ότι είναι μεν του δημοτικού, αλλά έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου με μεταπτυχιακό στη μαστορική κι αφενός είναι αυτή ακριβώς η τριβή που τον καθιστά αυθεντία αδιαμφισβήτητη σε θέματα της δουλειάς. Αφετέρου, η καλλιτεχνική ελευθερία, η δωρικού τύπου επικοινωνία και η λακωνική προσέγγιση στην επίλυση των καθημερινών πρακτικών προβλημάτων που κατά κόρον αντιμετωπίζει, ουδεμία σχέση έχουν ασφαλώς με τα θεωρητικά αδιέξοδα που συστηματικά κι αχρείαστα εγκαθιστά η προχωρημένη μόρφωση (παραμόρφωση;) τόσο στον ανθρώπινο νου, όσο και στη μαστορική ολοκλήρωση.

Σε δεύτερη φάση κι επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω, σου αμολάει ένα «γράμματα είναι;» για να ακυρώσει την πολυπλοκότητα της σκέψης που ενδεχομένως επιστρατεύεις για να κατανοήσεις την κατ’ αυτόν απλοϊκή και ξεκάθαρη κατάσταση, που δεν απαιτεί βεβαίως ούτε λογική διεργασία, ούτε ερμηνεία, ούτε κατανόηση, ούτε αφομοίωση όπως τα «γράμματα», αλλά απλή υλοποίηση της εντολής. Υπό αυτό το φως, δεν είναι διόλου τυχαία η ημιστρατιωτική περιβολή των μαστόρων που συχνά λανσάρουν κάτω ή πάνω μέρος της φόρμας παραλλαγής ως διαρκή υπενθύμιση ότι έχουν μαθητεύσει αρκούντως σε θέματα ιεραρχίας και υλοποίησης εντολών.

*«γράμματα»: ορίζουν μαστορικώς το απόλυτα διευρυμένο κι αόριστα νεφελώδες σύνολο των γνώσεων που πραγματεύεται η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της, σύνολο θεωρητικών ως επί το πλείστο γνώσεων που στοιχειώδη μόνο εφαρμογή μπορούν να βρουν στην καθημερινή επαγγελματική ζωή του μάστορα.

Υγ. Προς υπεράσπιση πάντως των μαστόρων, οι Έλληνες έχουμε μια ακατανίκητη τάση να τα ξέρουμε όλα και να παρεμβαίνουμε είτε με κινδυνολογικά σενάρια πριν ή θεός φυλάξοι με κηρύγματα αφού επισυμβεί η ζημία, ενώ αν τυχόν προληφθεί δια της παρέμβασης μας η ζημία τότε είναι που μπαίνει η κασέτα για το ποιος έσωσε την παρτίδα, τη μέρα, τον κόσμο κλπ. (Βλ. σχ. Glengarry Glen Ross αξεπέραστη ατάκα «let me buy you a pack of gums, I ll show you how to chew it»).

- Μάστορα να βοηθήσω;
- Μέτρα δέκα πόντους από τη γωνία και τράβα μια μολυβιά να κόψουμε το πλακάκι. - Όποια γωνία να ναι; Μου φαίνονται διαφορετικές... για να δω και τα άλλα πλακάκια... με το μολύβι θα φαίνεται; Έχει κάτι γρατζουνιές, μην τις μπερδέψουμε με μολυβιές... Τους δέκα πόντους από πού τους μετράς; Το μέτρο έχει ένα κενό πριν αρχίσει την αρύθμιση... μήπως βγουν παραπάνω οι πόντοι; Κι άμα το πλακάκι δεν κάθεται καλά; Μήπως θέλει στοκάρισμα εδώ ο τοίχος; - Αμάν ρε αγόρι μου, γράμματα είναι; Τράβα μια μολυβιά που σου λένε... - Ρε μάστορα δες το, για να σου λέω..
- Άστο, άστο.

στο 2:05 (από vanias, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται στην γλώσσα των μαστόρων η γνωστή σε όλους μας μπετονιέρα. Καθότι οι διάφορες κατηγορίες μαστόρων έχουν αντιπαλότητες μεταξύ τους (π.χ. πλακάδες με μπογιατζήδες, ξυλουργοί με σιδεράδες), πάνω-κάτω όλοι προσπαθούν να τελειώσουν την δική τους δουλειά πριν τους άλλους, για να τους την βγουν.

Γι' αυτό λοιπόν όταν βλέπουν πουτανιέρες να ρίχνουν μπετά, αρχίζουν αμέσως αντιδράσεις του στυλ «...το Χριστό τους και την Παναγία τους μέσα, ΤΩΩΩΏΡΑ βρήκανε; (φιλική συμβουλή: εάν είσαι παραγιός και ο μάστοράς σου είναι στην εν λόγω διάθεση, βούλωσέ το και προσπάθησε να περάσεις απαρατήρητος, γιατί είναι σίγουρο πώς εσύ θα την πληρώσεις την νύφη.

Αληθινό παράδειγμα: 7:30 το πρωί, μέσα σε ένα φορτηγάκι (Vanette για τους γνώστες). Ο μάστοράς μου βλέπει ένα τσούρμο μπυροκοιλιάδες να έχουν κλείσει τον δρόμο με 3 τεράστιες μπετονιέρες, οπότε και αναφωνεί: «ΣΚΑΤΆ! Τσακίσου να ξεφορτώσεις μικρέ, πλάκωσαν οι πουτανιέρες!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ματικάπι ειναι το τρυπάνι χειρός, παγκοσμίως γνωστόν στη γλώσσα των μαστόρων, χρωματοπωλών κτλ.

Χειροτρύπανο, ή τρυποχείρανο, δεν έχει ρεύμα!

Εεεελα ρε μήτσοοο, πιάση το ματικάπι να τρυπήσω το μπετοφόρμ..

makapi (από perketis, 15/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified