Χαρακτηρισμός γυναίκας. Ποικίλλει βάρους ύψους και ηλικίας, είναι πάντα όμως αγενής, σπάει τα νεύρα, είναι μονίμως ξινισμένη και δεν γελάει ποτέ. Αυτή η γυναίκα μοιάζει πολύ με την Κατίνα, την κουτσομπόλα δηλαδή. Μόνο που ενώ το όπλο της εν λόγω κατίνας είναι το να διατυμπανίζει λεπτομέρειες από τη ζωή των άλλων επειδή αυτή δεν έχει, η κότα αντιθέτως έχει δική της ζωή και έχει κάνει χειρότερα σκάνδαλα από αυτά που περιφρονά, στο κεφάλι της όμως αυτή έχει δίκιο και κανείς άλλος.
Αυτή η συμπεριφορά της γυναίκας-κότας συναντάται σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής και έχει πάντα αποτέλεσμα να θέλουμε να της δώσουμε να φάει σκατά ενώ εμείς θα χαιρόμαστε και θα γελάμε απίστευτα όταν αυτό γίνει, το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ κι έτσι η κότα συνεχίζει το χαβά της.

μία γυναίκα παραβιάζει εκούσια το στοπ και βρίζει αυτόν που παραλίγο να χτυπήσει λέγοντας «δεν βλέπεις ηλίθιε, σού 'ρχομαι από δεξιά!!» και ο αυτόπτης μάρτυρας: «τι κότα είσαι εσύ μωρή...»

ή

στο τηλέφωνο:
- Παρακαλώ;
- Μαρία;
- Δεν είμαι η Μαρία, η Λία είμαι..
- Ποια είσαι εσύ πάλι; Δώσε μου τη Μαρία ΤΩΡΑ.
- Μαρίααα, σε ζητάει μία κότα!

Kids In The Hall - Chicken Lady Visits Her Old House (από alamo, 20/02/10)"Ααααα, γιατί είσαι κότα Μπάρμπαρα", η αρχή του επικού τραγουδιού. (από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγενής, ταραξίας.

Ήρθαν οι κάφροι και τα έσπασαν όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.

Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.

Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος, ο βλάκας που δε σκέφτεται.

Βγαίνει από τα επιφωνήματα «ουγκ!, αούγκα!, ου!» που είναι και καλά η φωνή του γορίλλα ή γλώσσα επικοινωνίας ενός ιθαγενή.

- Ναι ρε! Μας αδίκησε η διαιτησία! Το πέναλτι μούφα! Μπλα μπλα κόκκινη ήταν κανονικά! Mπλα μπλα ΔΟΞΑ ΚΩΛΟΠΕΤΕΙΝΙΤΣΑΣ ΡΕ!!!
- Σκάσε πια ρε αούγκανε, μας τα έχεις πρήξει με τις πίπες σου πρωινιάτικα! Άσταδιάλα!
- Εσύ τι είσαι;! Τσουτσέκι Πανβυζαϊκός;!!
- Ρε α πάαινε απο 'δω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ουγκ ουγκ: ο πρωτόγονος, ο άξεστος, ο αγενής.

- Δες τον γκαούγκαλο πως τρώει με τα χέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(συνέχεια των παραπάνω) Πέρα απ' τη διάλεκτό τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό των barboyle είναι ο τσαμπουκάς τους. Πιο εύκολα ξεκινάς καυγά με μπαρμπόιλ, παρά με οξύθυμο πιτσιρικά που μπλέκει με φασαρίες και κουβαλάει μαχαίρι. Πηγαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες με σκοπό να κάνουν φασαρία με το καλημέρα σας, το παίζουν ξερόλες γενικά κλπ. Αναφέρονται συχνά στο πόσο διαφορετικά και καλύτερα είναι στην Γερμανία, με συνεχή παραδείγματα και υψηλό τόνο φωνής -σαν τους ζουλού ένα πράμα, παρόλα αυτά όταν ήταν εκεί πεθυμούσαν την Ελλάδα. Επόμενο στάδιο μετά τα μπαρμπόιλ είναι τα παππούδια.

Βλέπεις ξένη ταινία και σου πετάνε την super ατάκα «χαμήλωσέ το, αφού έχει γράμματα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified