Selected tags

Further tags

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ανδροπρεπής, ο άντρακλας. Ή τουλάστιχον αυτός που προβάλλει ένα συγκεκριμένο εμφανισιακό στυλ που εξαίρει χαρακτηριστικά ανδροπρέπειας.

Σχηματίζεται με την βοήθεια της γαλλοπρεπούς κατάληξης -ουά (κατά το γαλλικό -ois), η οποία ψιλοπαίζει στην ελληνική αργκό, βλ. λ.χ. το ξενερουά, ίσως και το σελεμουά. Πολύ πιο συνηθισμένη είναι η γαλλοπρεπής κατάληξη , που μας δίνει το συνώνυμο αντρικέ. Κττμγ εδώ η γαλλοπρεπής κατάληξη λειτουργεί κάπως υπονομευτικά. Εφόσον τα γαλλικά (όπως άλλωστε και το πιάνο) θεωρούνται γενικά ως ένα στοιχείο κουλτούρας και εκλέπτυνσης, η τοποθέτηση γαλλοπρεπούς κατάληξης μπορεί και να σημαίνει είτε ότι η αντρίλα είναι επιτηδευμένη και τεχνητή, είτε ότι διαμεσολαβείται από ένα θηλυκό ή λεπταλέο βλέμμα. Υφαρπάζεται, επομένως, ο μασίφ χαρακτήρας της αντρίλας. Από την άλλη βέβαια, η χρήση γαλλικών τύπων, ειδικά καταλήξεων, είναι παλιό φαινόμενο στην ελληνική αργκό.

Τρίβιο: Αποτελεί αγαπημένη λέξη στην ιδιόλεκτο του κομμωτή Τρύφωνα Σαμαρά, για να δηλώνει στυλ μαλλιών, ή γενικότερα εμφανισιακό στυλ με το οποίο καλείται να ταιριάξει ένα στυλ κόμμωσης.

  1. βρισκω τρομερα σεξυ αυτον που κανει το δημαρχο της σπιναλογκας....μου βγαζει αυτο το αντρουα αλλα το σικατο αντρουα...οχι τη βαρβατιλα....αυτη την ευγενεια ταυτοχρονα.τη γνωση που θες να θαυμαζεις...νομιζω πως αν ημουν γυναικα εκεινης της εποχης ακριβως με εναν τετοιον θα ημουν ερωτευμενη.... (Εδὠ).

  2. Τρύφωνας Σαμαράς: α) «Ο αδελφός μου είναι πολύ αντρουά, δεν έχει σχέση με μένα». (Εδώ).

β) «Μου πάει το αντρουά ,δεν μου αρέσει το τσαχπίνικο» .. (Εδώ).

γ) «Η φούστα στον Τζιμπρίλ Σισέ δεν έδειχνε άσχημα, γιατί ο Σισέ είναι αντρουά. Έχει να κάνει με το πώς το υποστηρίζει ο άλλος». (Εδώ).

  1. Φαίη Σκορδά: «Ο Καραφώτης ταιριάζει στην Μελέτη γιατί είναι πιο αντρουά!» (Εδώ).

  2. - Τσίπρας: Θα κάνω τα πάντα για να παραμείνει η Ελλάδα στο Ευρώ!
    - Τι αντρουά ρε παιδί μου ο Αλέξης! Μέχρι το φεγγάρι ακούστηκε το χέρι που χτύπησε στο τραπέζι! (Εδώ).

  3. (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει [σ.ς.: του Ηλία Κασιδιάρη] ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). (Τζήζαντας στο χρησοί αβγύ).

Όταν είσαι αντρουά, όπως ο Τζιμπρίλ Σισέ, μπορείς και να υποστηρίξεις μια φούστα άμα λάχει... (από Khan, 17/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπατζάκια σε μια ακόμα σλανγκ συνεκδοχή, καθώς κ η αντικατάστασή τους από όλο το παντελόνι, χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν κ την ικανότητα κάποιου να κρατάει το λόγο του, να είναι συνεπής, να προσέχει πού βάζει την υπογραφή του, να έχει μπέσα, ντομπροσύνη, ευθύτητα, γενναιότητα κ λοιπές αρετές που σε μια πιο παλιά εποχή, ήταν αυτομάτως κατανοητό, ότι διαμοιράζονται... αυθορμήτως κ αυστηρά μεταξύ του άρρενος πληθυσμού, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις πραγματική γυναίκαμε παντελόνια κ πολύ περισσότερο αληθινό άνδρα με φουστάνια, τα οποία έμενε να διεκδικήσουν πιο... αμφισβητούμενες αρετές, όπως η διπλωματικότητα, η πραότητα, οι μαγγανείες, η μυστικοπάθεια, η δειλία, οι πλάγιοι τρόποι κ κυρίως η... διάσπαση κ ο κατακερματισμός των αμιγώς ανδρικών αρετών δια του... πειρασμού που αντιπροσωπεύαν.

Κ με το δίκιο τους, εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, την υπογραφή κ το λόγο τους μόνο τα μπατζάκια είχαν τι να τα κάνουν. Όλοι οι υπόλοιποι τα είχαν ολοσχερώς άχρηστα.

Απαρχαιωμένος μπαμπαδισμός, που πλέον έχει κλειστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Απαράβατη αρχή για τον άνδρα προκειμένου να τιμά τα μπατζάκια που φοράει είναι να τηρεί το λόγο του, πολύ δε περισσότερο να σέβεται την υπογραφή του!
Όταν αυτό δεν το κάνει;..
εδωδά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα προβλήματα, τις καταστάσεις και τα γεγονότα με αυταπάρνηση, δυναμικά, τίμια, αντρίκια με βαρβατίλα και δεν κωλώνει. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα όπως είναι, σαν το θεούλη Απόστολο Γκλέτσο.

Όλα ήταν εναντίον μας, οι πιθανότητες να τελειώσουμε μηδαμινές αλλά γκλέτσικα τα καταφέραμε.

Καράβι το φεγγάρι...

(από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και ένας σύντομος και πιο βολικός τρόπος να πεις για κάποιον ότι είναι κλαρινογαμπρός, χωρίς να προσφύγεις στο αγγλότροπο κλάριν.

Κλαρίνον το κυριολεκτικόν

Κλαρινογαμπρός ως γνωστόν είναι ο ποζεράς που αγρεύει γκόμενες ή που απλώς εκθέτει με ποζεράδικο τρόπο τα κάλλη του για να τον αγρεύσουν αυτές, κάνοντας διάφορες εμφανισιακές καγκουριές, όπως λ.χ. τατουάζ μανίκια, κουρέματα όπου τα μαλλιά είναι ξυρισμένα στα πλάγια και φουντωτά πάνω με διάφορες φράντζες, γραμμωμένο σώμα με εξαπάκετο, μπλούζες με V για να φαίνονται οι γυμνασμένοι μύες του στήθους, μούσι Λεωνίδας, πατούμενα με αερόσολες κ.ο.κ. Τώρα που αβέλει λατσοτέμπα, κυκλοφορούν και ως κλαρινοπαραλίες, όπου μπορούν να επιδείξουν ακόμη πιο ευχερώς τους μύες και την body art των τατουάζ τους (έως και ταπετσαρία) μαζί με ποζεράδικα μαγιό και σανδάλια.

Κλαρίνα κατά Μikeius

  1. min akouw kagkoures na lene oti eimai klarino ta pairnw!! (Εδώ).
  2. Πούτσες; Τις παιζω στα δαχτυλα τις πουτσες. Ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη παράσιτα. Κάγκουρες, σκατοκέφαλοι, κλαρίνα, χαζογκόμενες, λατέρνες, φιλενάδες, σιχαμένοι χίπστερς κτλ προκαλούν εμετό στα μάτια, τα αυτιά και το στομάχι μας. Ταυτόχρονα. Και επειδή λύση στον ορίζοντα δεν βλέπουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι από μόνοι μας γι’ αυτό. (Λίγα λόγια για μας. Η χούντα μας).
  3. αυτές είναι μηχανές! όχι αυτές της αηδίες που καβαλάτε! παλιό κλαρίνα ! (Εδώ).

Κλαρινορονάλντο με ένα σχετικό τζέντερ μπλέντερ που επιτάσσει το Τζιναβονήσι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου μπουτς, σημαίνει τη λεσβία η οποία επιτελεί ρόλο με στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται φαμ.

  1. Φαμ, δηλαδή η άλλη φοράει τακούνια και μέικ απ και τέτοια που φοράνε οι στρέιτ. Ή ξερωγώ η άλλη είναι μπουτσαριό ή μπουτς. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 42).
  2. Ο όρος μπουτς σηματοδοτεί την υπερβολική και στερεοτυπική αρρενωπότητα, αν και κάποιες διεκδικούν τον "σεβασμό για τα μπουτσαριά", όπως είπε η Αιμιλία λίγο αργότερα, καθώς η ίδια τείνει να αυτοχαρακτηρίζεται ως μπουτσαριό (Ό.π., σ. 43).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου μπουτς, σημαίνει τη λεσβία η οποία επιτελεί ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται φαμ.

Μου λέει είσαι μπουτσάκι, επειδή είσαι αρρενωπή, αντροφέρνεις. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 42).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία που έχει στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα εκ του αγγλικού dildo που σημαίνει δονητής. Ο αντίθετος ρόλος είναι η φαμ ή γυναικάκι. Η έκφραση είναι παλαιακή, περίπου της δεκαετίας του 1990.

Αυτός είναι καθαρός ντίλντος (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 45).

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση του άλλου ορισμού για το τριχωτό του εφηβαίου είναι η λεσβία και μάλιστα αυτή που έχει τα στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται μούντζα ή φαμ ή γυναικάκι.

Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published