Άλλη μια παλιά έκφραση για την πολλή ζέστη, όταν είναι πια τόση ώστε και το κατεξοχήν σύμβολο του καλοκαιριού, ο τεμπελχανάς τζίτζικας, σκάει από τη ζέστη.
Ρε συ Σία, να βγάλουμε πια το πάπλωμα λέω γω, σκάει ο τζίτζικας, δε λέει...
Άλλη μια παλιά έκφραση για την πολλή ζέστη, όταν είναι πια τόση ώστε και το κατεξοχήν σύμβολο του καλοκαιριού, ο τεμπελχανάς τζίτζικας, σκάει από τη ζέστη.
Ρε συ Σία, να βγάλουμε πια το πάπλωμα λέω γω, σκάει ο τζίτζικας, δε λέει...
Got a better definition? Add it!
Άπαντες οι εργαζόμενοι αναμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις του ετήσιου, εργασιακού ξεμπαταριάσματος (εξ ου και το γνωστό κλισέ «...να φορτίσω τις μπαταρίες μου...»). Οι εκδρομείς, είτε αδειεύονται με στόχο το πλήρες ρέκλιασμα, είτε με στόχο πολλαπλές δραστηριότητες (βλ. εκδρομές, αγροτουρισμό, άθληση) στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μεταβάλουν τις ενδυματολογικές και συχνά κοινωνικές συνήθειες/φραγμούς που υπό Κ/Σ προσδιορίζουν την καθημερινότητα τους.
Σ’ αυτούς, προστίθενται φυσικά και οι μαθητές/φοιτητές, οι οποίοι ως τυχεροί αποδέκτες του υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευσης που προσφέρει το φροντιστ… εχμ, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αμολιούνται αλαλάζοντας στα νησιά της επικράτειας, συνήθως με στόχο την αναβίωση της Ιλιάρδας ως αντίδοτο στην Πανελληνίαση, τον πραγματικό φόρτο σχολής αλλά και τον «φόρτο» «σχολής». Εξαίρεση οι Κνίτες, οι οποίοι σπεύδουν στις κολεκτίβες της Τασκένδης, και οι προοδευτικοί που αναχωρούν για Ίφκινθο συνοδεία παρεακίου και αρχηγού.
Η από Ανοίξεως έκρηξη των ορμονών η οποία το θέρος φτάνει στο ζενίθ σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες της υπερήφανης χώρας μας και το γνωστό ελληνικό ταμπεραμέντο, επιτρέπουν την μαζική υιοθέτηση μικρών ή συνολικών (+ όλο το ενδιάμεσο φάσμα) αλλαγών στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά των παραθεριστών.
Ο προορισμός των διακοπών σαφώς και μπορεί να εντείνει (Μάϊκονος) ή να κάμψει (Καλαμπάκα) το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε γενικές γραμμές, οι ήρωες μας παραδίδονται στην ελευθερία που τους προσφέρει η εκτός συνήθους εργασιακού/κοινωνικού κύκλου (έστω προσωρινή) διαβίωση. Η ελευθερία αυτή φτάνει στο υπερθετικό, συνδυαζόμενη αφενός με την ανεμελιά και αφεδύο με το «ευαγγέλιο» της καλοκαιρινής αδείας: «έλα μωρέ σε διακοπές είμαστε» = «δεν θα μας δει κανείς οπότε κάνε ότι θες».
Φτάνοντας εδώ ο αναγνώστης, αναρωτιέται για το μέγεθος της προηγηθείσας εισαγωγής και το γεγονός ότι το λήμμα μας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Μην απελπίζεσαι πιστέ σλανγκοφανατικέ! Η εισαγωγή θέτει το απαραίτητο κοινωνικοοικονομικοφυλετικό υπόβαθρο για να κατανοήσεις την ρίζα του κακού: τα ρέστα του καλοκαιριού…
Τα ρέστα του καλοκαιριού λοιπόν, είναι η μεταφορά/συνέχεια στην «έδρα μας», των ενδυματολογικών αλλαγών ή/και συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από την εισαγωγή, όσο πιο δυναμικά έχουν παίξει οι διάφορες παράμετροι, τόσο πιο κωμικοτραγικό είναι το αποτέλεσμα άμα τη επιστροφή στο κλεινόν άστυ.
Η ουσία εδώ, είναι η απόλυτη άρνηση για απεμπλοκή από την ψυχολογία των καλοκαιρινών διακοπών και αφού οι διακοπές στο νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα σκασμό μαλακίες που κάναμε, αυτές πρέπει να συνεχιστούν και στο σπίτι. Προσοχή, τα ρέστα δεν αφορούν σε άτομα τα οποία ντύνονται/συμπεριφέρονται μόνιμα έτσι.
Έχουμε λοιπόν:
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαζικοποίηση των παραπάνω μοδών καθώς η γνωστή επιχειρηματικότητα του Έλληνα έχει διασπείρει τα σχετικά «προϊόντα» σε όλους πλέον τους τουριστικούς προορισμούς ανά τη νησιωτική χώρα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυταπάτη των ατόμων αυτών ότι και καλά τα σχόλια των γύρω τους (όπα μεγάλε!, για δες αλλαγές!, κλπ.) είναι δείγματα θαυμασμού και αποδοχής, ενώ το σύνολο των παραπάνω θα πρέπει να ξορκίζεται στο πυρ το εξώτερο μαζί με τα πήλινα σταμνάκια-καρδερίνες και τα μπουκάλια κουμ-κουάτ που δίνονται σε γονείς για να έχουν κάτι να θυμούνται...
Εντός λήμματος.
Got a better definition? Add it!
Τα πρώτα μπούτια της άνοιξης καθώς εμφανίζονται στους δρόμους.
γατούλα σοκ
Ήρθε η άνοιξη! Δε βλέπεις που σκάσανε τα πρωτομπούτια παντού;
Πρέπει να κατεβάσω τις φούστες από το πατάρι σύντομα, αρχίζουν τα πρωτομπούτια.
Σήκω πάμε για καφέ να χαζέψουμε τα πρωτομπούτια.
Got a better definition? Add it!
Εξέλιξη του πρακτικού αστείου γνωστού ως ποδόμουτρο. Αποτελεί καλοκαιρινό σπορ και σύντομα και ολυμπιακό άθλημα το οποίο λαμβάνει χώρα στα ημίρηχα νερά μιας παραλίας. Αποτελεί εναλλακτική των μισητών ρακετών, αλλά με την θεμελιώδη διαφορά ότι με το παραθαλάσσιο ποδομουτροfighting δεν γάμησε κανείς και ούτε πρόκειται.
Διασπάται σε πολλές κατηγορίες όπως full contact, 15 vs ενός, highlander, αλλά ο βασικός στόχος παραμένει να προσγειώσεις την πατούσα σου στα μούτρα κάποιου είτε το θέλει είτε όχι. Επιπλέον ο κάθε αγωνιζόμενος έχει το δικαίωμα να κηρύξει την έναρξη του αγώνα χωρίς να είναι ενήμερος ο έτερος αγωνιζόμενος/-οι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.
Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).
Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.
Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...
Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...
Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.
Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.
Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του!» ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...
Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.
Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).
Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!
Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.
Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.
Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...
Got a better definition? Add it!
Μια σλανγκική ουτοπία που δηλώνει τον τόπο παραθερισμού όσων δεν έχουν λεφτά να κάνουν διακοπές λόγω κρίσης, ή την βρίσκουν με την άδεια καλοκαιρινή Αθήνα (ή άλλο άστυ) από άποψη. Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης βρίσκουμε ανταλλαγές απόψεων ανάμεσα σε βεραντάκηδες και για άλλους εξωτικούς προορισμούς, όπως τα βεραντονήσια, τα σκαλοπατονήσια κ.ά.
Από το ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου μαθαίνω ότι οι Γερμανοί έχουν το παρόμοιο λολοπαίγνιο όταν τους ρωτάει κάποιος πού θα πάνε διακοπές κι αυτοί δεν πάνε πουθενά να λένε «Auf Balkonien», δηλαδή στο μπαλκόνι, αλλά στα Γερμανικά μοιάζει σαν να λένε «στα Βαλκάνια» (στο ίδιο άρθρο βρίσκουμε κι άλλες παιγνιώδεις ονομασίες ου-τόπων).
2. Φέτος δεν έφυγαν πολλοί για διακοπές. Η έξοδος του δεκαπενταύγουστου, λέει η Τροχαία, ήταν μειωμένη. Αλλά και αυτοί που έφυγαν, κάνουν διακοπές στα «μπαλκονήσια». «Βεραντάκηδες» κατάντησαν οι Έλληνες, λένε οι παλιοί μας μετανάστες. Στα μπαλκόνια των σπιτιών και των ενοικιαζομένων δωματίων μαζεύονται παρέες, φίλοι, συγγενείς, οικογένειες και συζητάνε «προσμένοντας το θαύμα»
3. Tα μπαλκονήσια ... Τυχαίως παντελώς και τηλεφωνικώς πληροφορήθηκα ότι αυτά αποτελούν έναν από τους δημοφιλέστερους τόπους διακοπών των νεοελλήνων ... Υπέροχος τόπος τα μπαλκονήσια μηδενικά έξοδα μετακίνησης εκλεκτή παρέα ... θέα φιλικών προσώπων επικοινωνία ψυχή με ψυχή ... μπάνιο σε καθαρά νερά φίλων ... συναυλίες ...επαφές ουσίας ... ένα βήμα πιο κει από τη σκαντίφλα και τη μιζέρια ... μια απάντηση σοβαρότατη στο κάθε γιατί ... ''επειδή έτσι '' για εκεί με βλέπω ...φιλί ...
Got a better definition? Add it!
Τηλεοπτικός νεολογισμός που χρησιμοποιείται από τους παρουσιαστές ειδήσεων για να περιγράψει τις πρώτες ζέστες του Καλοκαιριού, οπότε και οι πρώτοι λουόμενοι γεμίζουν τις παραλίες. Ουσιαστικά αποτελεί δικαιολογία για να δείξουν υλικό αρχείου με τόπλες και μπικίνια για τους οφθαλμολάγνους τηλεθεατές.
Μίνι καύσωνας χτύπησε την Αττική και οι απελπισμένοι πολίτες ξεχύθηκαν στις κοντινές παραλίες. «Καυτές» παρουσίες στις δημοφιλείς πλαζ...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει, μεταξύ άλλων:
- Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.
- Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
- Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
- Αράχοβα;
- Όχι, Μεγάλο Πεύκο...
- Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.
- Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!
- Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
- Γιατί ρε γαμώτο;
- Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
- Καλά κι εμείς τί φταίμε;
- Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
- Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!
- Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
- Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
- Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...
- Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...
Got a better definition? Add it!
Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Got a better definition? Add it!
Το Κουνουπακιστάν είναι η μακρινή πατρίδα του κουνου-κουνουπιού που αγάπησε (και αγαπήθηκε, αλλά με την καλή έννοια, από) το κοριτσάκι Μυρτώ στο παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι.
Σλανγκιστί, κουνουπακιστάν αποκαλείται κάθε καλοκαιρινός παραθαλάσσιος προορισμός όπου με την δύση του ηλίου εφορμούν μιλιούνια τα πεινασμένα μεταλλαγμένα κουνούπια και σου πίνουν μπαμπέσικα το αίμα. Συνήθως οι διαφημιστικές μπροσούρες και οι ιστιοσελίδες των εν λόγω θέρετρων αποκρύπτουν στο φαινόμενο.
Κουνουπακιστάν επίσης αποκαλείται το Πακιστάν μετά από τις συνέπειες του εγκέλαδου σύμφωνα με τον Gatzman στα σχόλια του λήμματος Αυνανιστάν.
Σλανγκασίστ: Ε. Τριβιζάς, Gatzman και Vrastagirl (η κόρη μου) που σλανγκοποίησε τον λήμμα όταν είχα την φαεινή ιδέα να επισκεφτούμε την Σκαφιδιά Ηλείας.
Το κουνουπάκι άρχισε να ντρέπεται και ζουζούνισε με συντριβή: ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ...
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο,
ήταν σχεδόν φιλί.
Αν όμως θες να φύγω
Αν θες, λέω αν,
Θα φύγω και θα πάω
Στο Κουνουπακιστάν!
(Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι, Ε. Τριβιζά)
- Ρε μπαμπά στο κουνουπακιστάν βρήκες να μας φέρεις καλοκαιριάτικα;;; (Vrastagirl)
Got a better definition? Add it!