Πάμε γι' άλλα, όρος χαρτοπαικτικός. Όταν το φύλλο δεν είναι καλό, το "Αμόντε" δηλώνει την πρόθεση του παίκτη ή των παικτών που το λένε

- Ωρέ τι σκατόχερο έχεις αδερφέ μου, με γέμισες λιμά. - Και γω τα ίδια, τι νόμισες... - Αμόντε ρε! - Αντε, πάμε αμόντε!

να χαλαστεί το κόλπο (η χαρτωσιά) και να ξαναμοιραστεί φύλλο. Προέρχεται από την ιταλική ιδιωματική έκφραση a monte (στο βουνό) που σημαίνει ατύχησα, καταστράφηκα. Στα Επτάνησα δηλώνει συνήθως τη ματαιότητα, το ανώφελο ενός πράγματος ή κατάστασης.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της πόκας. Κακό πράμα γενικώς κι εκνευριστικό για το υπόλοιπο καρρέ, αφού ο καραμπίνας κάνει τα εξής faux pas:

(α) Αφού έχει πάρει κάποια κόλπα κι έχει μαζέψει ένα πακέτο μπροστά του, πάει πάσο συ-νέ-χει-α, προσπαθώντας να διαφυλάξει τα κεκτημένα.

(β) Σα να μην έφτανε αυτό, σε κάποια φάση κι αφού έχει πασάρει περί τις 3,256 φορές, ανακοινώνει -ενώ ακόμη το παιχνίδι είναι σε καλό σημείο και δεν προμηνύεται ότι θα τελειώσει σύντομα- ότι σε ένα γύρω από το χέρι του θα πρέπει δυστυχώς να αφήσει το καρρέ γιατί θα φύγει η μπέιμπυ-σίττερ, αύριο έχει να ξυπνήσει ποοοοολύ νωρίς, η γυναίκα του δεν αισθανόταν και πολύ καλά και ανησυχεί, άσε που πρέπει να γουρδώσει το περπούτσι παράμοιρα...

- Κούκος μονός παζ σε ένα ταμπλό.
- Ναι... μη μου βγάλετε σ' αυτή τη γύρα γιατί πρέπει να κάνω ένα τηλέφωνο... Α, και μάλλον πρέπει σε λίγο να την κάνω γιατί...
- Γιατί είσαι μέγας καραμπίνας ρε γκιόζη. Μας έχεις φλομώσει στο πάσο εδώ και μία ώρα... Άντε τον πούλοβιτς μπας και παίξουμε καθόλου, το φελέκι μου μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε για το τραπέζι που πάνω κάποιοι παίζουν πόκα, και πιο συγκεκριμένα για αυτούς τους κάποιους.

Η περίπτωση που συνήθως γίνεται η ερώτηση είναι η ακόλουθη. Στο τελευταίο ποντάρισμα ενός παιχνιδιού, κι ενώ οι υπόλοιποι έχουν πάει πάσο, γίνεται μια μεγάλη ρελάνς, ή ένας από τους δύο ποντάρει πολύ μεγάλο ποσό. Ο άλλος παίκτης συνήθως ζητάει δικαίωμα να σκεφτεί. Είτε λόγω πονοκεφάλου (βάλτε τσιγαρίλα συν κούραση), είτε για άλλους λόγους, μπορεί να ανοίξει τα χαρτιά του κάτω για να σκεφτεί πιο καλά και να δει πιο καθαρά από τι φύλλο χάνει. Ή και να σιγουρευτεί για το φύλλο του. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο τελευταίο ποντάρισμα. Ο παίκτης κάνει την ερώτηση «το τραπέζι μιλάει;», ουσιαστικά παίρνοντας άδεια από τον αντίπαλο, για να συμβουλευθεί κάποιον (από τους παίκτες που έχουν πάει πάσο). Βέβαια η συμβουλή αφοράει μόνο το φύλλο αυτού που ρωτάει και σίγουρα όχι οποιαδήποτε εικασία για το τι μπορεί να έχει ο άλλος που πόνταρε τα πολλά λεφτά ή αν ο άλλος μπλοφάρει.

Η ερώτηση έχει νόημα διότι είναι λίγο unfair. Αλλά επαναλαμβάνω δικαιολογείται, γιατί κάποιες φορές, ιδίως μετά από ώρες παιχνίδι, ή σε καινούρια κόλπα, είναι λογικό κάποιος να το ζητήσει. Επίσης κάποιος που ζητάει να μιλήσει το τραπέζι δεν μπορεί μετά να ανεβάσει το ποσό, μπορεί μόνο να πάει μέσα, να ακολουθήσει το ποντάρισμα. Σε περιπτώσεις που στο καρέ υπάρχουν καινούργια πρόσωπα, το τραπέζι είθισται να «μιλάει».

Εκτός πόκας, η έκφραση κάποιες φορές χρησιμοποιείται, συνήθως από τρίτους, κατά την διάρκεια κάποιας διαμάχης μεταξύ φίλων. Συνήθως σε σοβαρά θέματα που ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεξήγησης από τους δύο εμπλεκόμενους. Επίσης είναι κλασική ατάκα που ξεφεύγει από ποκαδόρους!

α' φίλος: Είσαι μεγάλος παπάρας και φίδι κολοβό. Τι φοβήθηκες ρε μαλάκα και μου την βγήκες έτσι; Ότι θα σου φάω τα λεφτά;
β' φίλος: Ας μην δανειζόσουν αν δεν μπορούσες. Εγώ ήμουν πρόθυμος, εφόσον είχες ανάγκη να σ' τα δανείσω. Αλλά μπορούσες να ήσουν πιο ντεκλαρέ. Να μου έλεγες ότι θα σ' τα αργήσω, όχι να μη σηκώνεις τα τηλέφωνα. Τα πήρα κι εγώ, για αυτό το ανέφερα μπροστά σε τρίτους.
γ' φίλος: Αφενός ηρεμήστε. Αφεδύο, το τραπέζι μιλάει;

(από electron, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από την πόκα. Τα βλέπω - ή, σε βλέπω - στην πόκα σημαίνει «ακολουθώ» το ποντάρισμά του προηγούμενου παίκτη.

Το «ακολουθώ» είναι σε εισαγωγικά, διότι εννοεί την ακολουθία στο ποσό (και όχι κάποιο ανέβασμα), αλλά επίσης διότι σλανγκοποιεί την έκφραση εκτός της πράσινης τσόχας. Όπου, Τα βλέπω σημαίνει σε ακολουθώ, συμφωνώ, τα λες καλά, μαζί σου.

Άλλος ένας όρος που ξεφεύγει σε ποκαδόρους, όπως το πάσο, ή το ντούκου...

  1. - Λέω σήμερα να πάμε από Θησείο μεριά....
    - Πάλι; - Εσυ ρε Πάνο, τι λες:
    - Εγώ σας βλέπω σε ότι αποφασίσετε. - Εντάξει, πάσο από μένα, πάμε Θησείο.

  2. - Λοιπόν συνεχίζουμε για ορεινή Αρκαδία;
    - Μέσα, ας το εξαντλήσουμε, αφού φτάσαμε ως εδώ, και ακόμα δεν νύχτωσε. Εσύ Μήτσο;
    - Τα βλέπω... εγώ θα χαλάσω την παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίξιμο μίας χεριάς, ενός (αριθμητικά) παιχνιδιού στο πόκερ ή στην πόκα.

Στο προηγούμενο κόλπο έγινε σφαγή! Μπήκανε τρεις με φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της πόκας. Καλό πράμα γενικώς, διότι το χαρτί στο οποίο αναφέρεται ο όρος (το φουλ, πχ 3 άσσοι με 2 παπάδες) είναι από τα ανώτερα και κερδίζει πολλά κόλπα. Αν το χειριστεί δε σωστά και ο παίκτης ή αν είναι κρυφό στο υπόλοιπο τραπέζι, γίνεται ακόμη καλύτερο.

Ο όρος χρησιμοποιείται αντί του γενικότερου «γίνομαι», το οποίο αναφέρεται στο ότι έχω πράμα αλλά δεν εξειδικεύει ακριβώς τι.

Στην ερώτηση του αδαούς περί την ποκερική τέχνη / επιστήμη «και καλά ρε μάγκα, μιλητό το παίζετε το παιχνιδάκι και λέτε τι έχει ο καθένας;», η απάντηση είναι ότι μετά από κάθε κόλπο για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι χαμένοι θεωρούν πρέπον να εξηγήσουν στην ομήγυρη για ποιον ακριβώς λόγο ακολούθησαν τα χτυπήματα μέχρι τέλους και πήραν τ' αρχίδια τους αντί να πουν πάσο και να ξεμπερδέψουν έχοντας απωλέσει μόνο τις προκαταβολές.

- Καλά ρε μαλάκα, τι αστείος είσαι... Χτυπάει η Σόνια και ανεβαίνεις κιόλας; Αφού είναι προφανές ότι έχει φουλιάσει, φωνάζει το ρημάδι το χαρτί, μόνο στο τραπέζι που δεν ανέβηκε...
- Περιμένω να φουλιάσω κι εγώ από την αρχή. Είμαι με 2 βαλέδες στο χέρι και 2 δεκάρια κάτω.
- Ε, τράβα στο γκιζντάνι τώρα να δεις τη γλύκα...

Το περί ου ο λόγος εργαλείο στην ισχυρότερη έκδοση, το GTi των φουλ ένα πράμα. (από acg, 25/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό pas à volonté - κατά κυριολεξία σημαίνει «όχι κατά θέλησιν», δηλαδή χωρίς επιλογή, υποχρεωτικά.

Όρος της πόκας. Έτσι λέγεται μια βαριάντα του δημοφιλέστατου παιχνιδιού «κούκος», και συγκεκριμένα ο κλασικός «κούκος μονός».

Για όσους δεν ξέρουν πόκα, οι κούκοι είναι μια μεγάλη οικογένεια παιχνιδιών με κοινό χαρακτηριστικό ότι ανοίγουν στο τραπέζι πέντε φύλλα κοινά για όλους τους παίκτες και ο κάθε παίκτης έχει στα χέρια του στο τέλος κλειστά δύο ή τρία δικά του χαρτιά. Στον μονό κούκο, ο παίκτης έχει δυο δικά του χαρτιά και είναι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιήσει και τα δυο για να κάνει συνδυασμούς με τα κάτω - δεν έχει δηλαδή την επιλογή να μην χρησιμοποιήσει ένα από τα χαρτιά του χεριού του, εξ ου και «κούκος παζ αβολοντέ», ή απλώς «κούκος παζ».

Υπάρχει, βέβαια, και ο διπλός κούκος. Στον διπλό κούκο, ο παίκτης καταλήγει με τρία χαρτιά στο χέρι - συνεπώς έχει δυνατότητα επιλογής αν θα χρησιμοποιήσει δύο ή τρία. Επειδή υπάρχει αυτή η επιλογή, ο διπλός κούκος λέγεται και «κούκος αβολοντέ» - à volonté για τους γαλλομαθείς.

Ο κούκος παζ αβολοντέ είναι πολύ παρόμοιος με το Αμερικάνικο hold 'em, παιχνίδι εξαιρετικά δημοφιλές τα τελευταία χρόνια κυρίως στα καζίνα και online. Η βασική διαφορά είναι ότι στο hold 'em ο παίκτης έχει και τα δυο φύλλα του από την αρχή ενώ στον μονό κούκο παίρνει το δεύτερο αφού ανοίξουν τρία κοινά φύλλα στο τραπέζι.

- Λοιπόν, μάγκες ... κούκος παζ αβολοντέ σε ένα ταμπλώ ... δύο από το χέρι υποχρεωτικά ... πενήντα το άνοιγμα και πεντακόσια πενήντα καπέλο ...
- Ίσα ρε, γαμαωδέρνουλα ... τι νομίζεις, θα μας φοβίσεις; Τ'αρχίδια θα μας κλάσεις ... - Άντε μωρή κυρία! ... άμα τόχεις, μπαίνεις ... κι άμα δεν τόχεις, τουμπεκί ...
- Δεμελέρε, Δημητράκη ... πώς την έχουνε δει αυτοί οι δυό... φαινόμαστε για μαλάκες; Πάσο, λοιπόν, εγώ και βγάλτε τα μάτια σας...

Η αμερικάνικη έκδοση του παζ αβολοντέ (από poniroskylo, 26/11/08)Ένας κούκος μόνος του (από poniroskylo, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς λεφτά. Χωρίς μία. Πανί με πανί.

Όρος της πόκας. Στην πόκα μένεις ταπί όταν ποντάρεις τα ρέστα σου. Έχεις, ας πούμε, 1,000 γιούρια μπροστά σου και θέλεις, για κάποιο λόγο, να τα σπρώξεις όλα - λες, λοιπόν, ή «τα ρέστα μου» ή «χίλια και ταπί». Αν χάσεις το κόλπο, θα πρέπει να φύγεις από το τραπέζι ή να βγάλεις κι άλλα λεφτά από την τσέπη. Στη δεύτερη περίπτωση λέμε ότι πας στο γκιζντάνι.

Ευρέως λέγεται και η έκφραση «ταπί και ψύχραιμος». Κυριολεκτικά, σημαίνει ότι τα ρισκάρω όλα αλλά δεν πανικοβάλλομαι. Στην πράξη, χρησιμοποιείται κυρίως σκωπτικά για κάποιον ο οποίος είναι μονίμως απένταρος, το 'χει συνηθίσει και δεν ιδρώνει πλέον το αυτί του.

Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό tapis = χαλί, ίδια ρίζα με τον τάπητα. Στα χαρτιά, τάπητας εννοείται η πράσινη τσόχα και είσαι ταπί όταν ακριβώς το μόνο που έχεις έχεις μπροστά σου είναι μια μεγάλη, πράσινη έκταση χωρίς ίχνος από μάρκες και άλλα τέτοια περιττά αντικείμενα που διασπούν την ενότητα του τοπίου.

- Χίλια και ταπί ...
- Και ψύχραιμος, έτσι Γιωργάκη; ... σε πιστεύω, ρε πστ ... πάσο ...
- Το πάσο απόθανε ... εγώ τα βλέπω ... τι έχεις, ρε καραγκιόζη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή προέρχεται από το αγγλικό «gambling», που σημαίνει χαρτοπαίζω και χρησιμοποιείται όταν κάποιος, κατά τη διάρκεια του πόκερ ποντάρει συνέχεια χωρίς να έχει φύλλο.

- Ρε μαλάκες, έχασα 50€ σήμερα!
- Τι να σου κάνουμε, αφού γκαμπλάρεις συνέχεια… πριν είχες 2,8 στο χέρι και μπήκες all-in.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified