Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, συνήθως από χώρα σε χώρα, χωρίς να εμπλέκεται σε λιανεμπόριο. Βλέπε σχετικά βαποράκι, όπου το υποκοριστικό παραπέμπει σε διακίνηση μικροποσοτήτων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι.

Πιθανόν η μεταφορά μουλάρι καθιερώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς ναρκωτικών με πραγματικούς ημίονους, πρακτική που παρατηρείται εκτός άλλων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Παρομοίως (ίσως) για το βαποράκι: ο κύριος τρόπος εισόδου των σκληρών ναρκωτικών (κόκα) στην Ελλάδα είναι δια θαλάσσης.

- Πώς έβγαλε ξαφνικά τόσα χρήματα αυτός ο μαλάκας;
- Ακούγεται πως κάνει το μουλάρι, φέρνει πρέζα από τα Σκόπια..

Αναπαράσταση μουλαριού που μεταφέρει ναρκωτικά (τσιμπημένη από ρατσιστικό άρθρο κατά Αλβανών).  (από Khan, 21/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έμπορας ουσιών.

Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους πάσης φύσεως υποχθόνιους, η Δίωξη Ναρκωτικών (για τους φίλους, απλά «δίωξη»). Διδάκτορες της ρουφιανιάς, οι ναρκόμπατσοι δεν είναι και τίποτα τζιμάνια (όπως άλλωστε και τα περισσότερα στρουμφάκια). Αν ξαφνικά ανοίξει ο ουρανός και χιονίσει ναρκόμπατσους, το ψάρωμα αντενδείκνυται. Όλο και κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τη σκαπουλάρεις, αν βέβαια δεν κοιμάσαι όρθιος. Φουντάρισμα και ξεφόρτωμα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση μπαστ...

Η νάρκα ποντάρει κυρίως στην τσαπατσουλιά και την αποθράσυνση των νταραβεριτζήδων. Η νάρκα φυσικά κυνηγά τους φτωχομπινέδες, όχι τα μεγάλα κεφάλια. Η νάρκα είναι οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας που συντηρεί την απαγόρευση των ναρκωτικών. Απ' την κάθε σύλληψη όλοι κονομάνε: μπάτσοι, δικηγόροι, δικαστέοι, φυλακές, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πάει λέγοντας...

- Τι έγινε με το θεματάκι που λέγαμε; Θα βρούμε καμιά άκρη να την κάνουμε λαχείο;
- Φιλαράκι, τι να σου πω, ο δικός μου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης τελευταία.
- Κατάλαβα, θα έσπρωξε τίποτα πακέτα και κρύβεται μην αρπάξει καμιά ξώφαλτση... Θα πάρω το Μπάμπη τον κατσαρίδα να δω αν μου 'χει κάτι.
- Ρε συ, δεν ξέρω... Πρόσεχέ τον αυτόν. Έχει βγει βρώμα ότι είναι ρουφιάνος της νάρκας.
- Όχι ρε, καθαρός είναι, τον ξέρω απ' το σχολείο...
- Εγώ μαλάκα μια φορά στο είπα.

Γαμώ το σπίτι σας γαμώ! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πρεζέμπορος, -ας, -όρι

Από το πρέζα (ναρκωτικό) και το έμπορος. Σημαίνει αυτος που πουλάει ναρκωτικά ή και ο ναρκομανής (ή τοξικομανης).

Στην τάξη του φροντιστηρίου μου έχω ένα πρεζέμπορα, το παιδί σνιφάρει μαρκαδόρους εν ώρα μαθήματος σου λέω.

Στο σκοτεινό και αφανές πίσω μέρος του λυκείου πέφτει πολύ πρεζεμπορία και είναι όλα δωρεάν απλά τα ανταλλάζουν με κάτι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουβαλά ναρκωτικά ή άλλα παράνομα είδη.

-Μαλάκα, μπάτσοι! Κόψε δεξιά όπου βρεις!
-Φορτωμένος είσαι;
-Όχι.
-Στ' αρχίδια μας λοιπόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified