Μυθικό τέρας του Θεσσαλικού κάμπου, σύζευξη καλιακούδας και σκύλου. Η σκέψη της μορφής του τρομάζει ακόμα και σήμερα παιδιά, γέρους και αντιπάλους της Αναγέννησης Καρδίτσας.

Ακούστηκε κάποτε από βετεράνο οπαδό της ΑΣΑ στο γήπεδο της ομάδας των Λύκων στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης:

"Λύκοι, όταν έρθετ' στη Γκαρδίτσα θα σας φαν τα γκαλιαγκδόσκλα."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα υδρόβια πτηνά. Φλαμίνγκο κλπ

- Πού;
- Στις Πρέσπες, μωρέ, που πήζει στα νερομπαμπλέκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αγία Παρασκευή Λέσβου «χαμπαρολόγος» λέγεται ένα κοκκινωπό έντομο, αβλαβές. Θεωρείται καλός οιωνός. Πιστεύεται ότι αν το δεις στο σπίτι σου θα έχεις (καλές κατά κανόνα) ειδήσεις από ξενιτεμένο μέλος της οικογένειας.

Δες τον χαμπαρολόγο που κάθεται στο παράθυρο!!!! Θα τηλεφωνήσει ο αδερφός σου.

Hub (από GATZMAN, 02/03/09)χαμπαρολόγος ή δαμαλάκι (λέγεται και στη Χίο) (από dryhammer, 22/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λύκος (Canis lupus) είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων (Carnivora).

Σε ειδικές περιπτώσεις ο λύκος αποτελεί συνθηματικό κοινωνικοποίησης για ειδικές ομάδες του πληθυσμού της χώρας μας.

Εντάξει, δεν είναι ακριβώς slang, φοβάμαι όμως μήπως, με την αναπόφευκτο βιολογική φθορά των αυτόπτων μαρτύρων, χαθεί για πάντα μια επική στιγμή της ελληνικής τηλεόρασης και μια απροσδόκητη νίκη της περιφέρειας απέναντι στον ολοκληρωτισμό των αθηνέζικων.

Το πλαίσιο ήτο το τηλεπαιχνίδι Ρουκ Ζουκ με παρουσιάστρια την Μαίρη Μηλιαρέση (τι να γίνεται άραγε; μάνα έγινε;). Στο πλατώ είναι ομάδα από την Κοζάνη και παίζειμε την λέξη λύκος. Η συνέχεια στο παράδειγμα...

Έκτοτε χρησιμοποιείται από τους μυημένους σαν εξήγηση πακέτο για κάθε δυσνόητο λογισμό.

Αρχικό:
ΜΜ: Λοιπόν παίζουμε με την λέξη λύκος, πάμε
1ος παίκτης: Ντου!
2ος παίκτης: Λύκος!
....
2ος παίκτης: Νασφάει!
3ος παίκτης: Λύκος!
....
3ος παίκτης: Τς Ιβγένως!
4ος παίκτης: Λύκος!
Ντζζζζζζζζζζζζζζζζζζ! Η ομάδα έχει «τελείωσει» σε 4' και η ΜΜ προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε.

Σύγχρονο:
- .... και έτσι με τα put options ξαναρχόμαστε στα λεφτά μας, κατάλαβες;
- Λύκος!
- Ωραία, συνεχίζουμε...

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Εγώ λοιπόν έμαθα. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παμπόνηρος άνθρωπος, ο πιο πονηρός και από γάτα.

Δεν χαρακτηρίζει τον έξυπνο, αλλά και δεν φέρει μειωτική χροιά. Είναι ο καλών προθέσεων πονηρός, που δεν είναι απατεώνας.

Ακόμα χρησιμοποιείται και για χαϊδευτικό μεταξύ ερωτευμένων, ή από γονείς προς παιδιά (ενίοτε με καμάρι).

Σύνθετη λέξη, παιδί του μπαμπά «πονηρός» και της μαμάς «κατσούλα (γάτα)». Η δε μαμά προέρχεται από το μεσαιωνικό «κάτα» = γάτα, και «κατ(σ)ίον» = γατάκι, από τα οποία έγινε η κατσούλα που ακόμα χρησιμοποιείται σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη νότια.

Χαρακτηριστική η διήγηση για τον πρωτευουσιάνο δάσκαλο που μάθαινε ανάγνωση τα πρωτάκια σε χωριό της Πελοποννήσου.

Δάσκαλος: - Εσύ Κωστάκη, Γ+Α;
Κωστάκης: - ΓΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, Τ+Α;
Κωστάκης: - ΤΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, και όλο μαζί;
Κωστάκης: - Κατσούλα κύριε.

Η κατσούλα = γάτα, δεν έχει την ίδια καταγωγή με την κατσούλα = σκούφια. Η τελευταία προέρχεται από την Ρουμάνικη λέξη για την τριγωνική σκούφια του κεφαλιού.

  1. - Πώς σου φάνηκε ο Τάκης;
    - Συμπαθής, είναι και πονηροκατσούλα.

  2. - Μπαμπά, ήμουν καλό παιδί, θα μου πάρεις παγωτό;
    - Θα σου πάρω, αλλά είσαι μια πονηροκατσούλα εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλοθρεμμένο ζώο. Αυτό που είναι παχύ.

Είχαμε ένα σκύλο λουντρούκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατσαρίδα.

Μαρί γιμίσαμε κουμπάνς... (στο χωριό η μια κυρά στην άλλη.)

periplaneta americana (από tryager, 28/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified