Further tags

Αυτός που στο κεφάλι του έχει σκατά αντί για μυαλό, ο σκατόμυαλος. Η έμφαση είναι περισσότερο στο ότι έχει χαλάσει το μυαλό του, επειδή είναι και σκατόψυχος, είναι ένας κακός άνθρωπος, και λιγότερο σε μια σκατά εμφάνιση, όπως έχει ο σκατομούρης σκατομούτσουνος με σκατόφατσα. Σε σχέση με το σκατόψυχος, όμως, σημαίνει και ότι ως συνέπεια της σκατοψυχίας του, έχει χαλάσει το μυαλό του, έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια, ας πούμε. Δεν είναι δηλαδή μόνο θέμα ψυχικής διάθεσης, το έχει κάψει το μυαλό του. Στον γούγλη διαπιστώνω ότι λέγεται συχνά για ανθρώπους που έχουν σκατά πολιτική τοποθέτηση, και λόγω αυτής γίνονται σκατόψυχοι, είτε είναι ναζίδια,

είτε έχουν κάποια άλλη πολιτική τοποθέτηση, όποια, με την οποία διαφωνούμε. Αγγλιστί λέγεται shithead και είναι πολύ διαδεδομένη βρισιά.

Υπάρχει επίσης ένα παιχνίδι με τράπουλα με το ίδιο όνομα, το οποίο έχει έρθει και στην Ελλάδα (δες).

  1. Ο αναρχοάπλυτος σκατοκέφαλος Σακελλαρίδης φώναζε "μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι". (Εδώ).
  2. Εντελώς ωμά και με αδιάσειστα πλέον στοιχεία, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας σκατοκέφαλος. (Εδώ).
  3. Αυτός ο ματσωμένος σκατοκέφαλος που έθεσε σε κίνδυνο το μισό αυτοκινητόδρομο για να κάνει φιγούρα στη γκόμενα είναι ακόμα ελεύθερος; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικανιά για αυτόν που δεν έχει ζωή, για τον λούζερ, για αυτόν που ολόκληρη η (μη) ζωή του μόλις και μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή και βίωμα μία βραδιά από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Οι νόου λάιφερς βρίσκονται παντού, αλλά κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φλώρουμ και σάη. Επίσης στα γκέιμζ/ βιντεοπαιχνίδια. Τους καταλαβαίνεις από το πόσο πωρωμένοι - καμένοι είναι, από το ότι γράφουν ακατάπαυστα και από κάποιες άλλες ενδείξεις, λ.χ. από το πότε γράφουν. Υποθέτουμε ότι είναι άνεργοι, άεργοι, πάντως όχι άστεγοι γιατί μένουν αγαμήτου και απάρτου γωνία. Και κυρίως τους καταλαβαίνουμε από το ότι εμπλέκονται ως τηλέμαχοι σε διαδικτυακές έριδες, όπου φαίνεται ότι ξέρουν όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στο νέτι γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και τρώνε τρελά σκαλώματα με κάποιες έριδες που έχουν γίνει προ Χριστού, και τις κρατάνε ιντερνετικό μανιάτικο, γιατί δεν έχουν πού αλλού να διοχετεύσουν την προσοχή τους. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι get a life ή ως αρκτικόλεξο: gal.

Disclaimer: Όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν για όσους γράφουν πολύ στο σλανγκρ, όπου είναι απολύτως φυσικό να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας λόγω της αγάπης μας για την αργκό και για να μεταλαμπαδεύσουμε εξάλλου γλωσσικώς τις εμπειρίες μας από μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά, αυτοκίνητα, στρατό, περιθώριο. Καλού κακού πάντως, για να μη με πείτε νόου λάιφερ σταματώ τον ορισμό εδώ παραπέμποντας στο Urban για περισσότερα.

  1. και ο καλύτερος τρόπος ενα φριστάιλ να γράψω να κράξω τον κάθε νόου λάιφερ φορουμίτη οι ρίμες μου πονάνε, θα του βγούνε απ'τη μύτη. (Χιπχοπάς στιχώνει).
  2. ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΠΕΣΑΤΕ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ξημεροβραδιάζονται στο προφίλ μου οι νόου λάιφερς και καλά κάνουν αλλά πόσο χαίρομαι για το γλέντι που κάνω στη χολή τους. (Από Φέισμπουκ).
  3. Έχω ξυπνήσει από τις έξι Κυριακάτικο και κάνω υπομονή να τουιτάρω στις οκτώ έτσι για να μη με πείτε και τίποτα παράξενη ή νόου λάιφερ. (Από Τουίτερ).
  4. Kαι ενα για τους νόου λάιφερ που δεν κάνουν τίποτα εκτός από το να λιώνουν εδώ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κάνεις μια πράξη ή μια δήλωση που να σε καθιστά ή να σε κάνει να δείχνεις καθυστέρι, δηλαδή πνευματικώς καθυστερημένο άτομο, γιωτόμπαλο κ.τ.ό. Πρόκειται ασφαλώς για κοινωνικώς ρατσιστική έκφραση που θίγει ότι κάποιος έκανε ή είπε μια γιωτομπαλιά.

  1. Libtard καθυστεριές. Πλήρη αφοπλισμό της αστυνομίας και απελευθέρωση όλων των μαύρων από τις φυλακές οι οποίοι κρατούνται για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά ή μη βίαια εγκλήματα ζητάει ένα από τα ινδάλματα των "προοδευτικών" στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), Michael Moore. (Πχόρουμ).
  2. Τσιπρόφωνα, σταματήστε να μολύνετε τα τίμια νήματά μου με τις καθυστεριές σας. Ξουτ! Ξουτ λέμε! (Νήμα βενιζελικών μελετών στο Ελεύθερο Ελληνικό Φόρουμ).
  3. Μετα εγω και το Μιτσμομπιλ γινηκαμε ενα, και στ' αρχίδια μου και σεις και το μετρο σας και οι καθυστεριες σας. (Από το Ελέκτρικ Ρέκβιεμ).
  4. Τι καθυστεριες παλι θα ακουστουν σε αυτο το θεμα? (Ινσέψιο, καθώς το σχόλιο έγινε στο θρεντ στείρωση σε ΑΜΕΑ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόλη ή περιοχή από την οποία προέρχονται πολλοί κάγκουρες. Κατά το ποδοσφαιρομάνα και άλλα εις -μάνα.

  1. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απο τη μεγάλη καγκουρομάνα Θεσσαλονίκη και η ανάσα του μυρίζει τζατζίκι. Πρόκειται για το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της άνοιξης του 2015 που μόλις ανακοινώθηκε, δηλαδή την International eat a πιτόγυρο day. (Luben).
  2. H καγκουρομάνα Δυτική Αττική (όπως περιφρονητικά την αποκαλούν οι υποδέλοιποι κάτοικοι Αττικής), ζει και κινείται σε ένα δικό της, παράλληλο σύμπαν… (Εδώ).
  3. Να δούμε πότε θα βολτάρουμε... -Από που είναι το μηχανάκι σου; -Αυστρία. -Αααα... καγκουρομάνα..
  4. Νορμάλ πράγματα για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών. (Εδώ). Το νορμάλ για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών

  5. Ετσι, για την τιμημένη καγκουρομανα, την Κορυδαλλαρα. (Τουίτερ).

Εναλλακτικώς είναι η γκόμενα μανούλι που αρέσκεται σε κάγκουρες. Βλ. τον ορισμό για τη σελογκόμενα:

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα... Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα

(Εδώ) .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός είναι απο τη Μυτιλήνη. Καλός γκασμάς και του λόγου του.

Ο Μυτιληνιός κοροιδευτικά. Ο τύπος που έχει γεννηθεί και διαμένει στη Λέσβο. Φημολογείτai οτι το παρατσούκλι αυτό εμπνεύστηκε όταν χτιζόταν το αεροδρόμιο της Λέσβου γιατί όταν οι ντόπιοι κληθήκαν εθελοντικά να σκάψουν στα έργα πήγαν όλοι εξοπλισμένοι με γκασμάδες και κανένας με οποιοδήποτε άλλο εργαλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που παίζει βρώμικα. Ο ανέντιμος άνδρας. Το λαμόγιο. Ο φίλος σου που άργησε για ακόμη μια φορά και τον περιμένεις από κάτω απο το σπίτι του για να φύγετε.

Ρε παλιολεκέ, ούτε γκόμενα να ήσουν. Μισή ώρα είμαι απο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει συνεχώς μάλιστα, μάλιστα κύριε, δηλαδή ο γιέσμαν, ο νενέκος, ο ναισεολατζής, ο ναιναίς, ο μαλιστάς, ο μειοδότης, ο εθελόδουλος, ο οσφυοκάμπτης.

(Γύρω από το δημοψήφισμα Ιουλίου 2015 στην Ελλάδα χρησιμοποιείτο διχαστικά για να στιγματίσει τους οπαδούς του Ναι, σε αντίθεση με τους οπαδούς του Όχι, πλέον όμως αφότου και το ίδιο το κυβερνών κόμμα του Όχι πρότεινε το δικό του Αριστερόνιο (Αριστερό Μνημόνιο) και ζήτησε την έγκρισή του από τη Βουλή, οι μαλιστάκηδες είναι μάλλον ενωτική κατηγορία, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλους τους βουλευτές και πολιτικούς πλην ΛαΚΚΕδαιμονίων και κάποιων ακόμη).

Yes men

  1. Είμαστε τα γατάκια των social media. Γιατί καταλήγουμε να γίνουμε μαλιστάκηδες των social media και των μεγάλων παικτών του ίντερνετ. (Εδώ).
  2. Την Κυριακή ο λαός (εκτός από τους παλαιόθεν και νυν εθελόδουλους) θα αντισταθεί και θα βροντοφωνάξει: «Όχι» στη νέα κατοχή. «Όχι» στα σχέδια και στην προπαγάνδα των πορνών του φόβου και της τρομοκράτησης (συστημικά κανάλια), που θέλουν να μας επιβάλουν οι φωλέες των Ευρώσυμμοριτών, που λέγονται ΔΝΤ και γραφειοκράτες της Ε.Ε. Και για τους εθελόδουλους, τα οσφυοκαμπτικά μαλάκια; Τους Μαλιστάκηδες, τους Ναιμεναλλάδες και τους Αλλουβρεχείς : «Ανάξιος όποιος κάπου ακούει το προσκλητήρι των καιρών, σάλπιγγα ή τύμπανο, τ’ ακούει, δεν λέει Παρών» (Κωστής Παλαμάς). (Εδώ).
  3. Νομίζω ότι οι σαμαρικές μαγκιές είχαν αποδέκτη όχι τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του, αλλά τους πειθήνιους μαλιστάκηδες του κόμματός του, οι επιφανέστεροι των οποίων τον είχαν πετάξει στα αζήτητα το 1993. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified