Αυτός/ή που επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες χάνοντας το θέμα. Αυτό δε σημαίνει πως "σκάβει" εις βάθος, κάνοντας ενδελεχή ανάλυση μιας κατάστασης -πράγμα γενικώς θετικό. Το σκαλιστήρι δρα επιφανειακά, απλά αναμοχλεύοντας τα δεδομένα.

- Έχουμε να παρουσιάσουμε την εργασία σε μισή ώρα κι ο άλλος το σκαλιστήρι κάθεται και με ρωτάει αν πρέπει να αλλάξει γραμματοσειρά στις διαφάνειες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά ο πρωτάρης, ο μυρωδιάς, το πράσινο κέρατο, το τρυφερό πόδι. Όταν θες να κάνεις μια δουλειά σωστά, θα τον αποφύγεις. Μπορεί να είναι στη δουλειά μια μέρα ή δέκα χρόνια, δεν έχει διαφορά. Ο ναύτης αν το κάνει, δεν ξέρει πως, που, πότε, γιατί το κάνει. Στο πολεμικό αλλά και στο εμπορικό ναυτικό οι ναύτες είναι ικανοί από το να πνιγούν χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι, μέχρι να βουλιάξουν το πλοίο.

-Πατέρα να πάω το αμάξι στο καινούργιο συνεργείο στη χαλανδρίου;
-Αυτοί είναι ναύτες ρε! Θα πάρω 'γω τον Μάκη να το πας από κει να το κοιτάξει.

Νίκος Κούκος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".

Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.

  1. Η καθοδική μας πορεία στο σπιράλ του θανάτου ίσως μας αναγκάσει να ξυπνήσουμε από την ληθαργική μας αφασία και από την υπνοβασία στο κενό και στο τίποτα. Εάν ο κάθε φραπεδόμαγκας και καφεδορουφήχτρας, εάν ο κάθε βλιτομάμμας και λουκουμομπεμπές, αν η κάθε κυρία με την ναρκισσιστική της πείνα, αν ο κάθε βαρδαλαμπούμπας με την ρηχή σκέψη και τις βαθιές τσέπες, εάν ο κάθε μεταπολιτευτικός αριστερούτσος με τα ιδεολογικά του αεροκοπανήματα, αν ο κάθε βολεμένος και βλαμμένος… αν όλοι μας δεν κάνουμε μία βουτιά σε βαθιά και θολά νερά και δεν καταλάβουμε ότι οι σημερινοί τοκογλύφοι δολοφονούν και σταυρώνουν τους λαούς στο όνομα της τοκογλυφίας, την οποία φροντίζουν να νομιμοποιούν και να Θεοποιούν οι συνειδητά Α-συνείδητοι συνεργάτες τους θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. (Εδώ).
  2. Ο Βαρδαλαμπούμπας κοντόχοντρος και ολοστρόγγυλος άνθρωπος, μόνιμα με ένα κουβανέζικο πούρο στο στόμα, μάλλον υποκατάστατο της πιπίλας. Ήρθε με μία Πόρσε του κουτιού. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ έξυπνος για να καταλάβεις ότι είναι από αυτούς πού προτιμούν την κόλαση της αλαζονείας απ το ξεφάντωμα των αγγέλων. Βαρδαλαμπούμπας ο πάμπλουτός με τη διπλή ηθική. Ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη Και Παρασκευή και η παραμυθία της εντιμότητας κάθε Τρίτη , Πέμπτη και Σάββατο. Την Κυριακή έβαζε την μάσκα της προσωπικότητας και πήγαινε στην εκκλησία να την αφιερώσει στον ΘΕΟ. -Είσαι καλά; Λέει από συνήθεια ο Βαρδαλαμπούμπας στον μαλακοπίτουρα.
    -<<Δόξα τω Θεώ , καλά είμαι>>. -Το βλέπω. Έχεις περιοριστεί στον άρτο τον επιούσιο, μη τυχόν και σού έρθει η όρεξη και για κάτι παραπάνω.
    -Ίσως στον επουράνιο παράδεισο. -Ναι Μαλακοπίτουρα ως τότε θα μένεις για πάντα έξω από τον παράδεισο στη Γή. (Υπαρξιακός διάλογος για το νόημα της ζωής μεταξύ του κου Βαρδαλαμπούμπα και του κου Μαλακοπίτουρα εδώ).
  3. ΒΑΡΔΑΛΑΜΠΟΥΜΠΑΣ: Ειρωνικός χαρακτηρισμός των ελαφρών, των θορυβωδώς ανοήτων, των επιδερμικών και αταλάντων του φαίνεσθαι αντί του είναι, προθύμων πελατών και επικινδύνων υπηρετών, που επιτυχώς ανά την Ελλάδα έχουν εγκαθιδρύσει την γενεσιουργό τους αιτία, την συνωμοσία της μετριότητος , αναδεικνύοντας καθησυχαστικά και περιφέροντας σε κάθε χώρο ως αποδεκτό πρότυπο την κολοβή αξιοπρέπειά τους. Εκ της με εντυπωσιακή ηχητική Ενετικής εκφράσεως της πυροβολικής varda la bomba , ( ας την φανταστούμε ως ηχηρά διαταγή "vaaaaaaaardaa la bombaaaaa" που θα ανέμενε κανείς σε σπουδαίους με σπουδαίο να επιτελέσουν έργο να απευθύνεται -πλην όμως...) που σημαίνει ...δακτυλήθρα, εν προκειμένω δε δακτυλήθρα εκ μαλακού δέρματος, την οποία οι υπηρέτες και ανίκανοι δια να εκτελέσουν σημαντικότερο έργο φορούσαν στον αντίχειρα της δεξιάς προκειμένου να καθαρίσουν τα πυροβόλα των αληθινά μαχομένων. Συναντά καθημερινά ο καθημερινός Έλληνας τέτοιες κομπορρημονούσες "δαχτυλήθρες" του αντίχειρα και ευγενώς δεν χρησιμοποιεί τον μέσο του.- (Έεεετσι).
  4. Η περσόνα της Παρασκευής: Θοδωρής Κανελλόπουλος (Θεοδωρής, ντοριρίς, βαρδαλαμπούμπας). (Εδώ).
  5. Ο νεαρός πετεινός Κικιρής, ο φιγουρατζής κόκορας κυρ-Βαρδαλαμπούμπας, ο φασαριόζος σκύλος Μουντζούρης είναι οι ήρωές μας. (Από το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα "Στο Κοτέτσι", βλ. εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που παίζει βρώμικα. Ο ανέντιμος άνδρας. Το λαμόγιο. Ο φίλος σου που άργησε για ακόμη μια φορά και τον περιμένεις από κάτω απο το σπίτι του για να φύγετε.

Ρε παλιολεκέ, ούτε γκόμενα να ήσουν. Μισή ώρα είμαι απο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιφούτης, ο σπαγκοραμμένος, σκοτώνει τις ψείρες που έχει πιάσει πάνω του διότι ζει υπό άθλιες συνθήκες, και αυτό γιατί δε χαλάει σεντς ούτε για σαπούνι, μαζεύει χρήμα συνέχεια, από μισθούς και ενοίκια θέλοντας να αυξήσει τα μύρια του, για να έχει για τα γεράματα, και για να νοιώθει ασφαλής.

- Καλά αυτός δεν έχει όλο το οικοδομικό τετράγωνο; (που λέει ο λόγος)
Δεν ξέρει τι έχει ρε, και τον είδα στους κάδους να παίρνει κάτι παλιατζούρες που είχανε αφήσει απέξω, κοίτα να δεις τι γίνεται στο κόσμο μας ρε φίλε!
- Χαχα ναι ρε, είναι ο ψειροσκοτώνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κρατάει ερμητικά κλειστό το στόμα του. Που δεν αποκαλύπτει τίποτα.

Επίσης, ο τσιγκούνης, ο σκρούντζ. Αυτός που δεν ανοίγει σχεδόν ποτέ το πορτοφόλι του.

  1. Δεν μπόρεσα να του πάρω κουβέντα. Είναι μύδι ο τύπος.

  2. Μιλάμε για μεγάλο τσίπη. Μύδι διασταυρωμένο με καβούρι.

Αν σου πιάσει κανά χέρι αυτό, κλάψτο (το χέρι) (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της κερκίδας. Κριάρι είναι ο δυνατός και άτεχνος παίκτης. Γεροδεμένος και καλός στις κουτουλιές - συγνώμη, κεφαλιές - αλλά δυσκίνητος και απελπισία όταν η μπάλα είναι κάτω. Μηδέν τρίπλα, μηδεν πάσα, μηδέν αντίληψη - αλλά παληκάρι και συχνά σκληρός. Συνήθως σέντερ μπακ. Μια-δυο φορές σε κάθε ματς επιχειρεί κατεβασιά με τη μπάλα στα πόδια - πολύ γέλιο. Μπορεί να είναι και σέντερ φορ με ανάλογα χαρακτηριστικά - το λεγόμενο «φουνταριστό» σέντερ φορ που ρίχνει άγκυρα στη μικρή περιοχή των αντιπάλων και προσπαθεί να πάρει τις κεφαλιές.

Κριάρια, από το Rams, είναι και το παρατσούκλι της Αγγλικής Derby County. Δεν υπάρχει - απαραίτητα - σχέση.

ُΣχετικά λήμματα: άμπαλος, Ampalinho (Αμπαλίνιο), δεν τη βρίσκει με τίποτα, δεντηβρίσκοβιτς, δεν κόβει ούτε με βαλέ, δρεπανηφόρο άρμα

  1. O Aβραάμ μέχρι πρότινως ήταν ένα κριάρι. Ένα άμπαλο κριάρι, του οποίου το καλό όνομα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης (σχόλιο για τον κεντρικό αμυντικό του Ολυμπιακου Αβράαμ Παπαδόπουλο στο φόρουμ ΑΕΚΑΡΑ, www.rocking.gr)

  2. Οτι είναι άτεχνος και ατσούμπαλος συμφωνώ,αλλά δεν αμφισβητώ πως είναι δυνατός και γρήγορος..Εξάλλου ο ¨Αντζας ξέρει πολλή μπάλα για σέντερ μπακ,αλληλοσυμπληρώνονται..Όλες οι ομάδες έχουν έναν κουμανταδόρο και ένα κριάρι στην άμυνα για να κάνει τη βρώμικη δουλειά... (από το www.fmgreece.gr, πάλι για τον Αβράαμ)

Ο Αβράαμ - αν η μπάλα ήταν τόσο μεγάλη θα την είχε βρει (από poniroskylo, 24/02/09)Το σήμα των "Κριαριών" (από poniroskylo, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.

- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified