Η τσιγκουνιά, το να είναι κανείς σπάγγος (σπαγγοραμμένος). Βγαίνει από το σπαγγ-o-rama.
- Πήγαμε στο μαγαζί και παρήγγειλε νερό ρε μλκ το άτομο!
- Ε τι θα παράγγελνε ο σπαγγοράμα, κινγκ...;
Η τσιγκουνιά, το να είναι κανείς σπάγγος (σπαγγοραμμένος). Βγαίνει από το σπαγγ-o-rama.
- Πήγαμε στο μαγαζί και παρήγγειλε νερό ρε μλκ το άτομο!
- Ε τι θα παράγγελνε ο σπαγγοράμα, κινγκ...;
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.
Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;
Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.
Got a better definition? Add it!
Τσιγκούνης σε υπερθετικό βαθμό, τόσο που σε έχουν πάρει χαμπάρι όλοι και σε κράζουν. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν είσαι μπροστά.
- Πήγατε χθες γήπεδο;
- Πού να πάμε μωρέ... Αφού ο Α. είναι ταλιροφονιάς!
Got a better definition? Add it!
Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.
- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο καβούρι. Ο αρχιτσιγκούναρος. Η μητέρα όλων των καβουρομαχών. Ο δεν πληρώνω-δεν πληρώνω. Αυτός που έχει καβουροπολυκατοικία στην τσέπη.
Καβουρομάνα ο πεθερός του Τάκη. Σε σαντουιτσάδικο του έκανε το γαμήλιο τραπέζι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως ταλιροφονιάς χαρακτηρίζεται ο ταξιτζής. Ο χαρακτηρισμός δημιουργήθηκε επειδή οι ταξιτζήδες στρογγυλοποιούσαν το ποσό που έγραφε το ταξίμετρο προς τα επάνω κατά 5 δρχ. Αν έγραφε π.χ. 495 δρχ σου έλεγαν 500 δρχ!!!
Άντε ρε ταλιροφονιά θα ξεκινήσεις; Πράσινο άναψε!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για δύο διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων.
- Ρε μαλάκα τραβιέμαι δυο μήνες στην πολεοδομία, και από τον Άννα με στέλνουν στον Καϊάφα. Τι σύστημα έχουν εκεί μέσα;
- Ότι σύστημα επικρατεί σε όλες τις πολεοδομίες. Πρέπει να βρεις το κλειδί, που θα σε ξαλαφρώσει από κάποια ευρώ, αλλά θα λαδώσει το μηχανισμό για να δουλέψει.
- Από το γραφείο του θείου σου γυρίζω. Τι κλειδί μωρέ αδερφάκι μου; Από τα λίγα!
- Εμένα μου λες. Την άλλη φορά μου έβγαλε την πίστη να αγοράσει ένα κουπόνι ενίσχυσης για την ομάδα. Και να πεις ότι δεν είχε λεφτά! Κολυμπάει στο χρήμα. Αλλά κλειδί ο πούστης.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.
Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.
- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.
Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης, ο ενδεής, αυτός που δεν διαθέτει πολλά χρήματα.
-Έλα μωρέ. Τι τον θες αυτόν τον φτωχομπινέ;
Φτώχια... δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!