Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.
Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.
Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.
Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.
Got a better definition? Add it!
Κακός τεχνίτης.
Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!
Κακοτεχνίτες: καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Ο τσαρλατάνος, ο επαγγελματικά άχρηστος, ο ανίδεος. Προηγείται συχνά της λέξης ιατρός.
- Δεν αισθάνομαι καλά, θα πάω να με εξετάσει ο γιατρός του 1ου ορόφου.
- Είσαι τρελός. Εγώ σε αυτόν δεν θα πήγαινα ούτε την πεθερά μου. Είναι μεγάλος σχιντζής.
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Εβραίος, ο αβάπτιστος, εις την ρατσιστικήν.
- Οι αλάδωτοι κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο!
- Ξεκόλλα ρε, το πολύ το raus-raus το βαριέται και ο Klaus!
Got a better definition? Add it!
Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!
Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.
Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.
Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην σλανγκ της φυλακής είναι ο κρατούμενος για οικονομικά εγκλήματα που, όπως και να το κάνουμε, είναι μερικά κλικ πιο κύριλλος από τους άλλους που ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του. Βέβαια οι κακοί είναι έξω από την φυλακή.
Φέρανε έναν σοβαρό σήμερα...
Got a better definition? Add it!
Ο οπαδός ή μέλος του Ολυμπιακού, της ομάδας του λιμανιού του Πειραιά. Κάπως πιο εύσχημο και δημοσιοκαφρικό ή δημοσιογαυρικό από το μαουνιέρης, χρησιμοποιείται πάντως κυρίως από τους αιώνιους αντίπαλους, τους βάζελους.
ΧΑΡΕΙΤΕ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙΣΙΟΙ... ΜΟΝΟ ΩΣ ΤΑ PLAY OFF! Δεν αξήγητε αλλιώς αυτό που έγινε στο ΣΕΦ...ήθελαν να χάσουν από μόνοι τους οι παίχτες του Ζοτς, ας χαρούν αυτή τι νίκη οι Λιμανίσιοι...τα Play Off όμως ακολουθούν... (Εδώ).
Αυτοί είστε λιμανίσιοι! Παράγκες, παραρτήματα, σκάνδαλα και τώρα στημένα επεισόδια για να πάρουν τον Τζιμπούρ! Τους ξεφτίλισε ο ατζέντης του Αλγερινού! (Εδώ).
Λιμανίσιοι και σκάνδαλα πάνε πάντα παρέα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο γκρούβαλος της Νισύρου. Πρόκειται για τους χίπηδες που επισκέπτονται και διαμένουν το καλοκαίρι στη Νίσυρο, όπου και προβαίνουν σε σειρά από καφρίλες υπό τη συνεχή επήρεια ναρκωτικών ψυχοτρόπων ουσιών. Έχουν πάρει την ονομασία τους από την ηφαιστειογενή απομονωμένη παραλία ονόματι Παχιά Άμμος ή σκέτο Παχιά στην ανατολική Νίσυρο. Στη συγκεκριμένη παραλία οι παχιανοί διοργανώνουν κάθε χρόνο ελεύθερη κατασκήνωση γυμνιστών.
1) - Ήρθαν οι παχιανοί φέτος στο πανηγύρι;
- Σιγά μη δεν έρχονταν! Χάνουν αυτοί τζάμπα φαΐ;
2) Πήγαμε για μπάνιο στην Παχιά. Είχε πολλούς παχιανούς που μας κοιτούσαν περίεργα γιατί φορούσαμε μαγιό.
3)- Νομίζω χθες το βράδυ είδα δύο φαντάσματα!
- Άντε ρε... Παχιανοί θα ήταν που θα γύρναγαν στην Παχιά και θα τους πήρε το βράδυ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.
-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
-Ο γαλατας...!
-Ο ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα
Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.
Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)
Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)
Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.
-Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
-πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ένα πιστοποιημένο προϊόν ή υπηρεσία. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έμφαση στις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ την εχεμύθεια, την σεξουαλική απόδοση κ.α. Προέρχεται από το γαλλικό certifié. Ανήκει στην μεγάλη ομάδα γαλλικών τεχνικών όρων που πλέον χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να υποδηλώσουν κατάρτιση μάστορα με μάστερ στη πιάτσα.
Παράδειγμα 1
-Τι κινεζιά σίδερο μου ΄φερες ρε Μιχάλη; Να λαμπαδιάσουμε εδώ μέσα!
-Σιγά μη πλερώ τα σερτιφιέ σα του μουνί της Παναγίας να πούμε! Είναι ΟΕΜ, ίδια ποιότητα με τα Bosch λέμε.
Παράδειγμα 2
-Άννα, ο Νίκος! Τι γκομενάκι είν΄ αυτό θεέ μου!
-Είναι... και είναι κρίμα απ το θεό...
-Γιατί ρε;
-Καλά βλαμμένη είσαι;
-Τι;
-Το παιδί είναι σερτιφιέ αδερφή ρε, δεν είδες τον χαρλεά που τον πάρκαρε απ' έξω;
Got a better definition? Add it!