Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.
- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!
Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.
- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!
Got a better definition? Add it!
Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.
Got a better definition? Add it!
Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.
- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...
Got a better definition? Add it!
Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».
- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.
β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.
Προέλευση:
Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.
- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.
- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.
- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...
Got a better definition? Add it!
Η περιοχή ανάμεσα στα γυναικεία στήθη.
-Την είδες την άλλη με το ξώβυζο; Έπαθα πλάκα, θέλω να χωθώ ολόκληρος στη βυζοχαράδρα της...
Βλ. και βυζολάκκος, κωλοχαράδρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified