Further tags

Ελεύθερη απόδοση στην ελληνογαλλική* της κλασσικής ατάκας ποτέ των ποτών. Κάποιοι μελετητές διαβλέπουν μιαν ελαφρά χροιά «Περισμού» σε αυτή την έκφραση οπότε προσοχή στον τόνο της φωνής κατά την χρήση!

*Από το γαλλικό «jamais».

Ροδόλφος: - Και δηλαδή δεν θα αγοράσεις το domain www.glentis.gr για την προσωπική σου ιστοσελίδα;
Πέρι: - Ζαμαί των ζαμών. Εάν ο ICANN δεν βγάλει domain «.lak», εγώ στο ίντερνετ δε βγαίνω!

Δη ορίτζιναλ Ζαμέ των Ζαμών! (από Khan, 28/01/13)

Βλ. και ζαμέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητη προϋπόθεση για χρήση της παραπάνω έκφρασης είναι η προηγούμενη διατύπωση ορισμένου αιτήματος ή άποψης από το συνομιλητή και η ύπαρξη κάποιας μορφής του ρήματος «μπορώ» μέσα σε αυτή.

Η έκφραση μπορέλι καταδεικνύει την αδυναμία εκπλήρωσης του προαναφερθέντος αιτήματος εκ μέρους του ομιλητή ή τη διαφωνία του ως προς τις απόψεις του συνομιλητή.

Προέρχεται από τη ρίζα του ρήματος «μπορώ», ενώ ο αγαπημένος πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού μπορεί να αντικατασταθεί και με άλλα (πάντα σχετικά με μπάλα) ονόματα.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην ηχητική ομοιότητα του επιλεγμένου όρου με τη μορφή του ρήματος «μπορώ» που έχει προηγηθεί, ενώ, για έμφαση ή ειρωνεία, προτιμάται η «ξερή» χρήση (βλ. παραδείγματα).

  1. (Χρήση μέσα σε πρόταση, φιλικά - εδώ στο τηλέφωνο)
    - Έλα ρε Γιάνναρε... Απεργούνε οι ταρίφες και μόλις κατέβηκα απ'το ΚΤΕΛ. Μπορείς να έρθεις να με πετάξεις μία σπίτι να μη γαμηθώ στα λεωφορεία;
    - Καλώς μας ήρθες φίλε αλλά δυστυχώς μπορέλι, το αμάξι είναι συνεργείο εδώ και δυο βδομάδες, έχω χτίσει πολυκατοικίες στην κίτρινη φάρα...

  2. (Μονολεκτική πρόταση για ειρωνική διάθεση)
    - Αν η ΑΕΚ κάνει 1-2 καλές μεταγραφές τον Ιανουάριο μπορεί να χτυπήσει πρωτάθλημα.
    - Μπορμπόκης.

  3. (Έμφαση στην ηχητική ομοιότητα}
    - Τι έγινε τελικά με το γκομενίδι που φάσωνες χτες;
    - Αν δεν ήμουν κομμάτια θα μπορούσα να την είχα πάρει σπίτι αλλά μετά από τόσα σφηνάκια μπορούσια...

Δες και και μπορέλι, χοσέ μπορέλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η συντομία του «δε μπορώ να».

Είναι μακρυνός συγγενής του «ναούμ'» που σημαίνει «να πούμε».

  1. Γιώργη, πού ήσουν τόσες ώρες ρε;
    - Άσε μας ρε μαλάκα δεμπόα χέσουμε σε αυτό το σπίτι όση ώρα θέλουμε;

  2. Παιδιά θα πάμε απόψε για clubbing;
    - Εσείς πηγαίνετε, εγώ δεμπόα πάω, έχω τη γιαγιά μου με πυρετό.

  3. Ρε συ φίλε, μόλις γύρισα απ τη δουλειά και δεμπόα πάω να δω αν μου έβαλαν τα λεφτά. Πας μια εσύ γιατί είμαι πίτα ρε συ ναούμ';

βλ. και έαε, κοακόλα, τελέρε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια άκρως αμφιλεγόμενη λέξη: δεν πρόκειται ούτε για ρήμα, προφανώς ούτε για άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο κ.τ.λ. Προέρχεται από την φράση «όχι, εντάξει, πλάκα έκανα / κάνω».

Η λέξη χρησιμοποιείται όταν, για κάποιο δικό μας λόγο, θέλουμε να πειράξουμε τον φίλο μας και όχι μόνο, αλλά με έναν διασκεδαστικό και ταυτόχρονα εκνευριστικό τρόπο.

Συχνά προφέρεται ως: «χοιντάάάάξ», «οϊντά» και «χόι» για τους βαρεμένους.

Όταν μετά από αυτή τη λέξη ακολουθεί «αλλά ναι» τότε όλη η φραση «χοιντάξ, αλλά ναι» δηλώνει το γνωστό «Πλάκα πλάκα όμως, είναι αλήθεια.»

- Έλα ρε Χρήστο, έμαθα ότι είσαι στο νοσοκομείο... Αεροπλάνο σε πήρε σβάρνα;;; χοιντάάξ...

ή

- Άσε με μωρέ Μήτσο να πούμε... η ξινή, η ηλίθια... δεν θα της ξαναμιλήσω ποτέ... χοιντάαξ... αλλά ναι. Σιγά μη της στειλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτέ στα ποδανά. Συνήθως χρησιμοποιείται ως με τίποτα, με καμία Παναγία!

- Ψήνεις κανά ποτάκι το βράδυ;
- Τέπο ρε μαλάκα, είμαι πτώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκ μεταξύ των Ελλήνων των Βρυξελλών. Περιγράφει τον/την υπάλληλο των διεθνών οργανισμών που εδρεύουν στην πόλη, κυρίως της ΕΕ αλλά και οργανισμών-δορυφόρων της. Ο όρος έχει μια δόση απαξίωσης, διότι ειρωνεύεται τον ιδρυματισμό και καριερισμό των ευρωυπαλλήλων, και μια δόση μομφής για τους αισθητά καλύτερους όρους εργασίας τους σε σχέση με άλλους κλάδους. Επίσης, υπάρχει στον όρο και ένας τόνος ειρωνείας μπροστά στην υποστήριξη (προσποιητή ή μη) των ευρωπιόλων στα πολιτικά/ιδεολογικά κάθε φορά προτάγματα της ΕΕ.

1) - Ευτέρπη, χάρηκα! Είμαι καινούργια στις Βρυξέλλες.
- Γεια σου Ευτέρπη! Ποιο είναι το DG σου;
- Τί είναι DG;
- Α δεν είναι ευρωπιόλα ε;

2) - Γιατί έχει τόσο κόσμο αυτό το μαγαζί;
- Είμαστε κοντά στο Ευρωκοινοβούλιο, είναι όλοι ευρωπιόλοι αυτοί

Got a better definition? Add it!

Published

Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόριο της νεοελληνικής με πολλές χρήσεις και έννοιες:

  1. «όχι», καραμπινάτο
  2. κοντά, δίπλα (ενίοτε και «τσικ», αντιπαράβαλε με κλικ)
  3. διπλασιαζόμενο, λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, αργά (και τσούκου τσούκου)

Προέρχεται από το πλατάγιασμα των οδόντων.

- Πάμε για ένα ποτάκι;
- Τσουκ...
- Έλα... το μπαρ είναι ένα τσουκ απ' εδώ...
- Τσουκ!
- Έλα, πάμε για ένα στο τσάκα -τσάκα... Τι λες;
- Τσουκ, είπαμε!
- Έχω και Porsche Cayenne!
- Μωρό μου, βεβαίως και όχι γρήγορα, πάμε τσουκ-τσουκ! Ξέρεις ότι έχεις όμορφα μάτια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει ότι κάτι δεν θα γίνει, ουσιαστικά, ποτέ. Λέγεται όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε ενοχλητικούς (βέβαια, αν έχουν άι κιου ραδικιού, ακόμα θα ψάχνουν ποιος είναι αυτός ο μήνας και θα νομίζουν ότι αγόρασαν ελαττωματικό ημερολόγιο).

Συνώνυμο: του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

- Πότε θα βγούμε ρε Μαράκι; Όλο ναι και ναι μου λες, αλλά όποτε σε παίρνω μου βρίσκεις δικαιολογίες.
- Θα βγούμε, σου λέω, μην ανησυχείς...
- Ε, πότε;
- Τον μήνα που δεν έχει Σάββατο. Χέσε μας τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified