Further tags

Έκφραση βγαλμένη από σελίδα φβ.

Η απαξίωση μιας γκόμενας (συνήθως ψωνάρας) η οποία έχει τουπέ ή το παίζει ιστορία. Συνήθως το λέμε σε όσους/όσες είναι swag και είτε προσπαθούν να μας την πούνε, είτε τραβάνε ποζερίστηκες photos στο Φουμπού.

- Δεν ξέρεις με ποια μιλάς. Με μένα δεν παίζουνε αγοράκι μου. Έχω όποιον άντρα θέλω, όποτε θέλω.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Το ξέρεις ότι με θέλουνε πολλοί και με παρακαλάνε στο FB; Εγώ περιμένω τον άντρα gentleman, να έρχεται να με παίρνει απ' το σπίτι και να με κερνάει.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό μας διαδικτυακό shoutbox ή φωνοδοχείο. Ο όρος προέρχεται από σύντμηση του shoutbox < box < βοχ, όταν το πληκτρολόι είναι γυρισμένο στα ΕΛ.

- Όχι άλλο ξεκατίνιασμα στο βοχ - θα διαγράφονται ποσταρίσματα. (μήνυμα διαχειριστικής ομάδας σε βοχ)

βλ. και βτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».

Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.

Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.

Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.

  1. - Wow! Καραlike φίλος! Και γαμώ τα βίντεα ανέβασες! Ι χα!

  2. - Tι λέει το βρώμικο; Καλό;
    - Καραlike σε λέω!

(από Khan, 24/12/13)(από Khan, 28/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Με φιλικούς χαιρετισμούς». Κλείσιμο σε επιστολή ή σε μέιλ.

Βλ. και ΧΧΧ.

- Ωπά;;; Τι είναι αυτό το ΜΧΣ κει κάτω ρε συ;;;
- ΜΦΧ είναι ρε καμένε, «με φιλικούς χαιρετισμούς», άσχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του unfriend, ήτοι του να διαγράφω κάποιον από φίλο στο facebook ή από άλλη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Ο εκλεκτός συσλανγκιστής Sarant αναλύει τον νεολογισμό ενδελεχώς εδώ.

Προσοχή όμως: άλλο το ξεκάνω φίλο και άλλο το ξεκάνω τον φίλο.

Εναλλακτικά, ξεφιλιώνω ή αποφιλοποιώ.

- «Ξεκάνω φίλο» αλλιώς «unfriend». Αυτή είναι η λέξη της χρονιάς από το νέο λεξικό της Οξφόρδης για φέτος. (ΤΑ ΝΕΑ, εδώ)

- η πρώτη χάρη που θα κάνω στην #deva είναι που θα ξεκάνω φίλο μου τον @loukasm και θα απαγορέυσω κάθε επαφή μόλις αρχίσει να καταλαβαίνει...
(στη πράξη, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν εμφανίζεται πρόσωπο με πρόσωπο. Ο χέστης που μιλάει μέσω facebook και χέζεται να εμφανιστεί μπροστά σου.

- Είδες τι σχόλια έκανε στο wall μου το αρχίδι; Έβριζε συνέχεια. Του είπα αν είναι άντρας να έρθει να τα πούμε face to face.
- Τζάμπα περιμένεις μαλάκα. Face to facebook εμφανίζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified