Χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό ανθρώπου, ή ακόμα και ζώου, με πολύ ασύνηθιστη, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηριστική - για την ιδιότητα ή το πολιτισμικό / εθνικό του υπόβαθρο - εμφάνιση και τρόπο συμπεριφοράς.
Συχνά συνδιάζεται με τη μεγεθυντική κατάληξη «-άρα» σχηματίζοντας το «μορφάρα».
Μαλάκα τσέκαρε αυτό το πανκιό με το μωβ μαλλί και τους χαλκάδες! Μιλάμε για μορφή έτσι;
Έπρεπε να δεις τον παππού που είχαμε γνωρίσει σε ένα καφενείο στα Σφακιά! Με μπότες, βράκα, γιλέκο, ζωνάρι και μια μουστάκα 2 μέτρα. Μορφάρα!