Further tags

Οφθαλμοφανώς θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ακριβώς το ίδιο με τον καριόλη. Δεν είναι όμως! Ο καριόλας είναι κάτι ανάμεσα σε καριόλη και καριόλα. Είναι ο ομοφυλόφιλος καριόλης άντρας με θηλυκή συμπεριφορά / εμφάνιση.

Κάποιος τηλεθεατής κάποτε σε παλαιότερη εκπομπή του Ευαγγελόπουλου / Εθνικού Σταρ αποκάλεσε έτσι έναν θηλυπρεπέστατο ομοφυλόφιλο καλεσμένο (βλ. σχετικό μήδι).

- Κοίτα φάτσα ο καριόλας!

(από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα που προέκυψε από εκπομπή του συμπαθεστάτου Γιώργου Γεωργίου ο οποίος την χρησιμοποιούσε αναφερόμενος σε διάφορες προσωπικότητες όπως Καπουτζίδης, Γαβαλάς κτλ. Σημαίνει ακριβώς το ίδιο με την σούφρα, δηλαδή σφιγκτήρας, κωλοτρυπίδα κτλ., απλά φτιάχτηκε προφανώς για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα με το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.

- Ο Φουρθιώτης δεν ήταν αυτός;
- Άλλη σούφρα-φρα κι αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλογυμνασμένος, άρτι αποτριχωθείς κι ετοιμογαμητέος ομοφυλόφιλος του Γκαζίου.

- Δεν το πιστεύω μωρή, μούνα έγινες! Palestra;
- Holmes αγάπη! Πήγαν τη συνδρομή στα 50 ευρώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των βαζελίνη και Έλληνας ή Ελλάδα αντιστοίχως.

  1. Ο Έλληνας του οποίου ο μεν τράχηλος «ζυγό δεν υπομένει», ο δε κώλος υπομένει πολλά και διάφορα. Αν και κρατάει μία υψηλή εθνική υπερηφάνια υπόκειται σε πολλούς εξευτελισμούς και διασυρμούς, και ως ομορφάντρας βάζει διάφορες σως για να γλυστράει. Η έκφραση δηλώνει ακραία αυτοκριτική για το πώς εντέλει αποτελούμε χώρα γαμιόμαστε, πλην όχι ασάλιωτα, αλλά μέσω διαφόρων εξωραϊσμών, που λειτουργούν ως βαζελίνη.

Ήδη το 1985 ο Χάρρυ Κλυνν είχε τιτλοφορήσει παράστασή του στο Δελφινάριο «Βαζελληνίδες, Βαζέλληνες» (δες εδώ) τρέποντας το «Ελληνίδες, Έλληνες» του Κωνσταντίνου Καραμανλή θείου, οπότε η έκφραση υπάρχει τουλάχιστον από τότε και πιθανόν από παλιότερα.

  1. Χρησιμοποιείται μειωτικά για τους παίκτες ή οπαδούς του Παναθηναϊκού, τους βάζελους. Ενίοτε με την σημασία ότι η Αθηνέζικη ομάδα φτάνει να εκπροσωπήσει όλη την Ελλάδα, ή κυριαρχεί με πλάγιες μεθόδους στο ελληνικό στερέωμα, ως μη όφειλε. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ολυμπιακούς.

  2. Σχετικό και το Βαζελλάδα. Έχει κυρίως αθλητική σημασία ως αντώνυμο του κοκκαλιστάν. Δηλαδή σημαίνει λ.χ. μια Εθνική ομάδα που κυριαρχούν παίκτες του Παναθηναϊκού, ως μη έδει, ή το σύστημα μιας ολόκληρης χώρας που ευνοεί τον Παναθηναϊκό. Μπορεί βεβαίως και να μην αναφέρεται στον Παναθηναϊκό, αλλά να δηλώνει απλώς μια ξευτιλισμένη ξεβρακωμένη Ελλάδα.

Επίσης, υπάρχει και το Βαζελλήν, και καλά μάρκα βαζελίνης made in Greece.

  1. Αυτό είναι αλήθεια! Το δροσερό καλομαίρι και ο ήπεος χειμώνας, (που συνιστούν ένα εύκροτο κλίμα) σε συνδυασμό με τους φαλλόξενους κατοίκους και τη Μεσοργειακή διατροφή (λάδι, λαχανητά, φασ Ολη, ρεΒύθη, σπόρδο κ.α.) αναδεικνύουν τους βαζΕΛΛΗΝΕΣ σε ομ φαλλό του κώ…σμου! (Λεξιπλαστικό όργιο σε σχόλιο στο γουορντπρέσι του Πάνου 1962).

  2. α. oi vazellines maxairwsan paidakia,tin epomeni apla de... vrikan ton dromo gia to gipedo! (Εδώ).

β. Σε τρείς βδομάδες, που θα 'ναι μαζί μας κι ο Τζολε και η ομάδα θα ρολάρει καλύτερα και τότε δεν θα έχουν τύχη οι βαζελληνες ;) (Εδώ).

γ. Εμπρός γενναίοι Βαζέλληνες! (Εδώ).

  1. Eγω (αν μου πεφτει λογος) ελπιζω αυτο το πραμα που θα εκπροσωπει το σιχαμα που λεγεται ελληνικο μπασκετ, να διασυρθει κ να φαει 30αρες. Σκατα στη βαζελλαδα του βασιλακοπουλου. (Εδώ).

Ομφαλός της γης. (από Khan, 20/04/12)(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκθηλυμένος ομοφυλόφιλος.

Τα ξέχασε που έβαζε τα κολλητά και έβγαινε τούλι στην Πατησίων; Βρε άντε από κει παλιολούγκρα του κερατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγγλικός όρος butch χρησιμοποιείται και από Έλληνες στο πλαίσιο του ιδιώματος της γκέι και λεσβιακής κοινότητας ή των αναφερόμενων σε γκέι και λεσβιακά θέματα. Στον γραπτό διαδικτυακό λόγο γράφεται συχνά και με ελληνικούς χαρακτήρες (μπουτς).

Μπουτς είναι όχι μόνο η λεσβία- αντρούτσος, αλλά γενικότερα όποια λεσβία, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος, τραβεστί ή τρανσέξουαλ αναλάβει τα στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Ενώ αντίστοιχα φαμ (femme) είναι όποιος/α αναλάβει τα γυναικεία χαρακτηριστικά.

Από εδώ αρχίζουν και τα προβλήματα και οι διερωτήσεις. Θεωρείται ενίοτε ότι το να προσπαθούμε να περιγράψουμε σχέσεις γκέι και λεσβιακές με όρους πατριαρχικού/ ετεροσεξουαλικού φις - πρίζα αποτελεί συντηρητικό και καταστροφικό αναγωγισμό που δεν αποδίδει δικαιοσύνη στην ιδιαιτερότητα αυτών των σχέσεων. Οπότε είναι προβληματικό να περιγράφεται ως μπουτς ένας πάγιος ρόλος που ένας γκέι ή λεσβία έχει δομικώς στην σχέση. Ωστόσο, μάλλον δεν υπάρχει πρόβλημα να χαρακτηριστεί ως μπουτς ένας περιστατικός ρόλος που αναλαμβάνει ένας γκέι ή λεσβία στο πλαίσιο παιγνίου ρόλων, και ο οποίος μπορεί να αλλάξει/ μετατοπιστεί/ αντιστραφεί ανά πάσα στιγμή.

Εξ ου και η αγγλική έκφραση «butch in the streets, femme in the sheets», (θα μπορούσε να υπάρξει και το αντίστροφο), που περιγράφει τις ανατροπές μεταξύ εξωτερικής συμπεριφοράς και κρεβατιού (θυμίζει αλλά και διαφέρει από τα φαλλογοκεντρικά «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεββάτι», «κυρία στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι» κ.τ.ό.). Βλέπε και τις διερωτήσεις στα παραδείγματα: Άλλοτε θίγεται ότι ένας στρέιτ περιμένει όλες οι λεσβιακές (ή και γκέι) σχέσεις να είναι μπουτς- φαμ, με αποτέλεσμα να βρίσκεται προ εκπλήξεως, όταν αυτό δεν συμβαίνει. Μπορεί, μάλιστα, και να ασκηθεί αυτοκριτική από μια λεσβία λ.χ. γιατί της αρέσουν οι μπουτς τύποι και δεν μπορεί να ξεκολλήσει (μήπως πρόκειται για συντηρητική καύλα με την εξουσία, όπως συμβαίνει με στρέιτ γυναίκες και φροντίζουν να αναπαράγουν στρέιτ άνδρες- γουρούνια;). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι μπουτς και οι φαμ (είτε ως ρόλοι, είτε ακόμη και ως πάγιες ταυτότητες) θεωρούνται ότι ανήκουν ισότιμα στην γκέι και λεσβιακή κοινότητα, και δίνουν από κοινού τις μάχες τους για έναν πιο προχώ κόσμο, χωρίς να τους αποπαίρνει ή κατηγορεί κανείς.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη διερώτηση, στην οποία αναφέρεται η Βικούλα εδώ ότι μπορεί να υπάρξουν και γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, όπου να είναι και οι δύο του ζευγαριού μπουτς, ή και οι δυο φαμ, ή να εναλλάσσονται, ή να είναι εν γένει αχαρτογράφητοι. Τα ζευγάρια αυτά σε ένα ενδιάμεσο στάδιο συντηρητισμού κατά τις προηγούμενες δεκαετίες δέχονταν μεγαλύτερες διακρίσεις από ό,τι τα μπουτς- φαμ ζευγάρια, καθώς ενέπιπταν λιγότερο στις νόρμες. Μια τέτοια νοοτροπία μπορεί να υπάρχει και σήμερα, όπου κάποιοι θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, αρκεί να είναι ευκόλως χαρτογραφήσιμα ως μπουτς- φαμ, οπότε οι μη μπουτς- φαμ ενδέχεται να στιγματίζονται περισσότερο. Το οποίο, βεβαίως, δεν αναιρεί την εσωτερική αλληλεγγύη μεταξύ μπουτς-φαμ και μη μπουτς-φαμ.

  1. Για όποιους λόγους κι αν βρέθηκε ο Μητσάρας ο άντρακλας εκείνη τη νύχτα στο Γκαγκάριν, έπαθε σίγουρα την πλακίτσα του αφού:
    - για πρώτη φορά στη ζωή του «οι γκόμενες που έπαιζαν μεταξύ τους» δεν το έκαναν για 1-2 λεπτά μέχρι να έρθει ο… από μηχανής αρσενικός και να αρχίσει «το πραγματικό σεξ». Μητσάρα σόρρυ, αλλά δεν είσαι απαραίτητος. [...]
    - για πρώτη φορά επίσης ο φιλαράκος μας είδε πως η κορυφαία στιγμή στο κρεβάτι δεν είναι «όταν ο περήφανος ανδρισμός του εκτοξεύει το υγρόν του πυρ» (μη γελάτε, σε ανδρικό περιοδικό το έχω διαβάσει αυτό).
    - και, τέλος, για πρώτη φορά ο Μητσάρας αναγκάστηκε να δει πως οι λεσβίες γυναίκες δεν είναι μόνο μπουτς, μόνο φαμ, μόνο όμορφες, μόνο άσχημες. Όπως δηλαδή όλες οι γυναίκες… (Εδώ).

  2. Και το μυαλο μου πηγαινει στις μπουτς και τις φαμ και αναρωτιεμαι μηπως η αρρενοπωτητα, ακομα και αποδεσμευμενη απο τα σωματα στα οποια εχουν συνηθισει οι περισσοτεροι γυρω μας να την συναντουν, συνεχιζει να ειναι ενας κεντρικος τροπος ασκησης εξουσιας και προκλησης φαντασιωσεων. Αναρωτιεμαι, δεν λεω οτι συμβαινει απαραιτητα. Για να αναρωτιεμαι ομως ολο και καποιο λογο θα εχω. Και ισως μιλαω για αυτο διστακτικα γιατι φοβαμαι ακομα και να ξεστομισω πως σε χωρους που θελουν να λεγονται queer η πρωτοκαθεδρια της αρρενωποτητας βρισκεται βαθια ριζωμενη στα μυαλα και στις πραξεις μας...Και αυτα τα λεω εγω, κατεξοχην butch lover. (Αυτοκριτικές διερωτήσεις εδώ).

  3. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα. (Υπάρχει γκέινταρ;)

  4. Αναδυόμαστε, λοιπόν, όλες εμείς οι όμορφες λεσβίες γυναίκες, μπουτς, φαμ, αμφιφυλόφιλες... (Η νταλίκα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified