Selected tags

Further tags

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε «λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή». Εξυπακούεται ότι το πάνελ δεν είναι φωτοβολταϊκό αλλά μεσημεριανάδικου.

- Φέτα δεν έχει η σαλάτα ρε;
- Όχι!
- Μα γίνεται πάνελ χωρίς πούστη;;

Παρακμή μαύρη, αλλά αυτό μου ήρθε ως παράδειγμα. (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυπρεπές άτομο αρσενικού γένους με τάσεις ανωτερότητας και υπερβολικής επιδειξιμανίας. Επίσης έτσι χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε άντρας προκαλεί, φορώντας γούνα και μεγάλα γυαλιά ενώ ταυτόχρονα αλείφεται με λάδι στην παραλία κατόπιν ολοκληρωτικής αποτρίχωσης με μηχανικά ή χημικά μέσα.

-Που πας μωρή αρχοντόπουστα;
-Α να χαθείς, εγώ είμαι καλύτερος από 'σένα και όπου θέλω πάω.

(από chrismegas, 01/03/11)Με όλο μου το σεβασμό προς τον εικονιζόμενο, νομίζω πως είναι ΤΟ παράδειγμα. (από joe909, 12/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «ο Χ γέρνει» ισούται με «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος» ή «ο Χ τον παίρνει».

Επομένως, ο σύνδεσμος και στο γνωστό τον παίρνεις και γέρνεις δεν είναι συμπλεκτικός και δεν συνδέει κατά παράταξη δύο κύριες προτάσεις. Διότι τούτο θα συνιστούσε πλεονασμό, σαν να λέγαμε τον παίρνεις και τον παίρνεις. Η σημασία του και είναι μάλλον συμπερασματική: τον παίρνεις άρα γέρνεις. Η δεύτερη φράση είναι το αποτέλεσμα της πρώτης, δηλ. αν κάποιος αρχίσει να τον παίρνει, στοιχειοθετείται τεκμήριο (μαχητό;) ότι γέρνει, ότι είναι πούσθης.

Κοντινότερο συνώνυμο του γέρνει είναι το κουνιέται.

Το γέρσιμο αναφέρεται φυσικά στο χαρακτηριστικό σπάσιμο της μέσης των λούγκρηδων καθώς αυτοί περιφέρουν το σαρκίο τους δώθε κείθε, με όλη τη χάρη μιας έφηβης νεράιδας όπως θα έλεγε ο vrastaman. H έκφραση είναι κυριολεξία, οι πούστιδι τω όντι γέρνουν. Αντιθέτως οι πιουρ αρσενικοί (οφείλουν να) είναι πάντα στητοί, ευθυτενείς, αλύγιστοι.

  1. (in da gym)
    - Έχεις προσέξει κάτι με το γυαλάκια που 'ρχεται και σου πιάνει την κουβέντα;
    - Όχι, τι;
    - Ότι γέρνει βρε μαλάκα... Όλο το gym το λέει... Πρόσεχε.

  2. - Το Νίκο τον βλέπω να γέρνει επικίνδυνα.
    - Βρε λες;
    - Δεν ξέρω, εσένα πώς σου φαίνεται;

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν και γαμιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε κάθε... σεξουαλικώς ενεργό άτομο κάθε φύλου και οποιασδήποτε... προτιμήσεως, με μία περιπαιχτική διάθεση, κυρίως όμως αναφέρεται σε ομοφυλόφιλους με ζηλευτές επιδόσεις στο γνωστό μουσικό όργανο (κλαρίνο).

Μεγάλος πούστης ο τύπος, σκέτη σπερματορουφήχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος εξετάζεται εδώ ως ανήκων στην gay & lesbian κοινότητα.

Πρόκειται για έναν τρόπο να αυτο-οριστούν ερωτικά υποκείμενα, τα οποία δεν μπορούν ή δεν θα ήθελαν να μπουν ντε και καλά στις κατηγορίες γκέι, στρέιτ, ή και μπάι (και οι οποίοι επ' ουδενί δεν ταυτίζονται με το σύνολο της γκέι κοινότητας, αλλά είτε αποτελούν μέρος της, είτε ούτε καν).

Ο κυρίαρχος φαλλογοκεντρικός λόγος επιφυλάσσει για τους τοιούτους συμπολίτες μας ταμπελοποιήσεις, όπως οι ακόλουθες: α) Κρυφή. β) Μπάι. γ) Τα νέας κοπής μετρό, στρέι / stray και το κωστοπούλειο αγορίτσι.

Και τα τρία αποτυγχάνουν να αποδώσουν δικαιοσύνη στον αχαρτογράφητο ήρωά μας. Ως προς το πρώτο: Ο αχαρτογράφητος δεν αισθάνεται ανάγκη να βγει ντε και καλά με το στανιό από την ντουλάπα, γιατί μπορεί και να πει ντουλάπα μου είναι όλη η γη, κατά το χαλικούτειο τασάκι μου είναι όλη η γη. Ο αχαρτογράφητος αποδομεί το μέσα και το έξω της ντουλάπας διεκδικώντας μια ντουλαπική αχρωματοψία και θεωρώντας την σεξουαλικότητα ως ένα continuum το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί με μέσα και έξω. Αχαρτογράφητος, λοιπόν, με εμμονή στην κυριολεξία των ρηματικών επιθέτων σε -τος δεν είναι ο μη εισέτι χαρτογραφημένος α ποστεριόρι, αλλά ο α πριόρι μη δυνάμενος να χαρτογραφηθεί. Εδώ υπάρχει και μια διαφορά μεταξύ αγγλοσαξονικής και γαλλικής γκέι φιλοσοφίας. Στους πρώτους πανηγυρίζεται πολύ περισσότερο η έξοδος από την ντουλάπα και η κοινή γκέι στράτευση. Σε πολλούς Γάλλους (όχι σε όλους) κυριαρχεί αντιθέτως η άποψη του Michel Foucault ότι το να απαιτείται να βγεις από την ντουλάπα, για να σε δουν όλοι, είναι μία από τις μορφές ολοκληρωτισμού του πανοπτικού, στην οποία δεν υπάρχει κανένας λόγος να ενδώσει κάποιος. Οι Αγγλοσάξονες γκέουλες από την άλλη, κατηγόρησαν ότι αυτό το σκεπτικό συνετέλεσε μαζί με άλλους παράγοντες στο θέρισμα γκέι από AIDS στην εϊτίλα, μεγάλη κουβέντα βέβαια.

Ως προς την κατηγορία μπάι. Βασικό στοιχείο του αχαρτογράφητου (λ.χ. του ας πούμε άντρα) είναι ότι μπορεί να κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, όπως το να προκληθεί σεξουαλικά από μια γυναίκα και να κάνει σεξ μαζί της, αλλά εξίσου να προκληθεί και από ένα ωραίο αντρικό κορμί, και να δοκιμάσει μαζί του εναλλακτικό και εναλλασσόμενο σεχ είτε ως περσινός, είτε ως φετινός. Αντίστροφα, η γυναίκα λεσβία να γουστάρει κι έναν άντρα. Παραδοσιακά θα τους λέγαμε μπάι. Από την στιγμή, όμως, που ο ίδιος μεΓάλλος στοχαστής, ο Foucault, απο(σο)δόμησε την έννοια του μπάι, η τελευταία είναι αρκετά πασέ. Ο Foucault καταγγέλλει την έννοια του μπάι, ότι προϋποθέτει ένα δίπολο σχήμα με αυστηρές κατηγοριοποιήσεις μεταξύ γκέι και στρέιτ, και α ποστεριόρι ο μπάι είναι αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και τις δύο κατηγορίες. Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος για την δίπολη αυτή κατηγοριόποιηση in the first place. Ο Foucault διακρίνει χοντρικά τρεις μεγάλες εποχές στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας ανάλογα με τις λέξεις που χρησιμοποιούνταν για το σεχ. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τον όρο ἀφροδίσια, στην χριστιανική περίοδο τον όρο σάρξ, και μόνο στη νεωτερική εποχή τον όρο σεξουαλικότητα. Μόνο ο τελευταίος όρος, που αποτελεί καθαρά νεωτερικό φαινόμενο, προϋποθέτει κατηγοριοποιήσεις ανθρώπων με βάση την σεξουαλική επιθυμία τους, ώστε να μιλάμε για στρέιτ, γκέι και μπάι. Ο μεν χριστιανικός όρος αφορά κυρίως στις πράξεις ή και σε επιθυμίες, αλλά χωρίς ουσιοκρατική κατηγοριοποίηση ενός τύπου γκέι ανθρώπου (ο σοδομισμός δηλ. θεωρείται ένας πειρασμός αμαρτίας κοινός για όλους τους ανθρώπους, και όχι για μία κατηγορία μόνο), για τους δε αρχαίους Έλληνες έννοιες όπως γκέι, μπάι και στρέιτ θα ήταν εντελώς ακατανόητες, αφού ο οποιοσδήποτε μπορούσε να ερωτευθεί και να επιθυμήσει το σώμα και την ψυχή οποιουδήποτε, και ο όρος ἀφροδίσια έπιανε τα πάντα όλα χωρίς διακρίσεις κατηγοριών.

Ως προς τον τρίτο τύπο ονοματοδοσιών. Είναι όντως πιο προχώ και το stray, που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά και ως αδέσποτος βγάζει και κάποιον αποφατισμό. Ωστόσο τα μεν αγορίτσι και στρέι σημαίνουν συμπερίληψη ήδη υπαρχουσών καλογραμμένων κατηγοριών, το δε μετρό μπορεί απλά να σημαίνει μια εμφάνιση και τίποτα παραπάνω.

Εν κατακαυλείδι, η λέξη αχαρτογράφητος έχει αρχίσει να παίζει και στην Ελλάδα ως ένα μέσο για να διεκδικήσει κάποιος/α αποφατισμό ως προς το μυστήριο των ἀφροδισίων (οι όροι σεξουαλικότητα ή και σεξ έχουν καταγγελθεί, όπως ανέφερα) και να αντισταθεί σε ένα ιμπεριαλιστικό κατηγοριοποιητικό βλέμμα εκ του πονηρού. Ο αχαρτογράφητος/η διεκδικεί το δικαίωμα να επιθυμεί και να σκιρτά στην θέα όμορφων κορμιών είτε είναι αντρικά είτε γυναικεία με την συμβατική έννοια είτε ό,τι.

Θα ήταν, λοιπόν, ασυνεπές με το πνεύμα του όρου να σκιαγραφήσω το συμπεριφοριακό προφίλ ενός αχαρτογράφητου. Ο εμμένων στον φαλλογοκεντρισμό αναγνώστης μπορεί να βρει τις πικάντικες λεπτομέρειες σε λήμματα όπως αγορίτσι, στρέι / stray και μετρό. Θα αναφερθώ, ωστόσο, σε μερικά σημεία των καιρών μας:

α) (Τελειω)μενάζ α τρουά. Ενώ το αναγεννησιακό (τελειω)μενάζ α τρουά, με το οποίο έχουμε γαλουχηθεί από τις τσόντες, μερικοί λογοτεχνικοί από εμάς και από τα μυθιστορήματα του Sartre και της De Beauvoir, περιλαμβάνει σχέση ενός άντρα με δύο μπάι θεόμουνα, σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. Το τεκνό είναι ο condilectus (= «ο συναγαπώμενος», όρος του σχολαστικού φιλόσοφου Richard de Saint-Victor για το απόγειο της αγάπης που είναι να μοιράζεσαι με τον άλλο την ίδια την δύναμη του να αγαπάς, με το να του δίνεις την ελευθερία να αγαπά ένα τρίτο πρόσωπο και να το συν-αγαπάς μαζί του, διαρρηγνύοντας τον όποιο εγωισμό διατηρείται στην δυαδική κατοπτρική σχέση). Τέτοια σκηνικά βλέπουμε συχνά στις ταινίες του Gregg Araki και του Xavier Dolan. Ένας συναφής όρος της γκέι κουλτούρας είναι το συνεργός στο έγκλημα (partner in crime) που περιγράφει την φιλία ενός γκέι και μιας λεσβίας, που κάνουν μαζί ερωτικές εξορμήσεις, διηγούνται ο ένας στον άλλο τα ερωτικά τους κατορθώματα δίκην Liaisons Dangereuses, ενίοτε δε παίζει και η φάση λεσβιτρίνας. Ορισμένοι παρουσιάζονται και ως ζευγάρι και για να υιοθετήσουν παιδί, που μετά το μεγαλώνει είτε η λεσβία με την φίλη της, είτε ο γκέι με τον δικό του.

β) Ένα είδος γκέι ή, ας πούμε, αχαρτογράφητου νέας κοπής, είναι αυτός που μπορεί να σου μιλήσει και για γκόμενες, να εκφραστεί και ενθουσιαστικά για διερχόμενο μεναγκό, όπως και να μιλήσει πολύ για στρατό, νταηλίκια κιέτσ' διατηρώντας όμως παράλληλα όλην την χάρη μιας έφηβης νεράιδας (που λέει κι ο Βράστα). Για να το θέσω μεταμοντερνιάρικα, το σημαντικό εν προκειμένω είναι το βλέμμα. Όπως μου επεσήμανε ο Jeanoir σε συζήτηση, ο άντρας ο σωστός έχει ένα ράθυμο βλέμμα, ενώ το σπινθηροβόλο, εξονυχιστικό, παν-παρατηρητικό, συναισθανόμενο βλέμμα προσιδιάζει συχνά σε άντρες που έχουν αναπτύξει περισσότερο τις θηλυκές πτυχές τους. Τώρα ο συγγραφέας Michel Houellebecq επιχειρεί με κάποιους ήρωές του μια σύνθεση. Ο Ουελμπεκιανός ήρωας είναι συχνά ένα ισχνό, κοντούλικο, ευαίσθητο και μελαγχολικό αγόρι, που σε άλλες εποχές θα αποτελούσε έναν ιδανικό πουστρίγκο. Πλην στο Παρίσι των 00'ς, επειδή μπορεί αναδεικνύεται σε μεγάλο γυναικοκατακτητή, καθώς οι γυναίκες, κατά Houellebecq θέλουν ένα πράγμα μόνο, «ένα παθιασμένο βλέμμα πάνω τους». Το παθιασμένο βλέμμα αυτό, ο αχαρτογράφητος ήρωάς μας το διαθέτει, και τον καθιστά ακαταμάχητο, πλην όχι απαραιτήτως γαμιά, καθώς η κατάθλιψη αποτρέπει τις καλές στύσεις. (Ωστόσο, οι γυναίκες είναι τόσο τρελαμένες μαζί του, που του δίνουν προθύμως φιλί της ζωής για να υπερβαθεί το πρόβλημα της αντιστυτικής κατάθλιψης).

γ) Οι αχαρτογράφητοι θάλλουν στην Ιαπωνία και αποκαλούνται ojo man. Παραθέτω αποσπάσματα από το πολύ ενδιαφέρον άρθρο εδώ. Κατ' αρχήν στην Ιαπωνία έχει λυθεί η έρις περί το καπάκι της τουαλέτας, που μας έχει απασχολήσει και στο σάη μας: «Ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% των ενήλικων αντρών στην Ιαπωνία κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας για να ουρήσει! Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε μια άλλη εταιρεία, η House Doctor, που κατασκεύασε το Angel's Knee Pillow, ένα σκαμπό που εφαρμόζεται στη λεκάνη και επιτρέπει στο χρήστη να γονατίζει σε απόσταση ασφαλείας για να αποφύγει το γνωστό πιτσίλισμα, αδιάψευστο δείγμα αντρικής παρουσίας στο σπίτι». Οι ojo men «έχουν χαρακτηριστεί «μετροσέξουαλ χωρίς την τεστοστερόνη» ή, «ίμο χωρίς τον συναισθηματισμό». Τους αποκαλούν στα γιαπωνέζικα «ότζο-μαν», δηλαδή «άντρες-κουκλίτσες», και «σοσόκου-ντάνσι», δηλαδή «χορτοφάγους άντρες» - όρος που εισήγαγε το 2007 μία αρθρογράφος για θέματα μάρκετινγκ, η Μάκι Φουκασάουα, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον όρο «σαρκοφάγοι άντρες», ο οποίος αφορά τους παραδοσιακούς άντρες που κυνηγούν τις σαρκικές απολαύσεις (στα ιαπωνικά το σεξ αποδίδεται ως «σαρκική σχέση»)». Οι ojo-men έχουν επιδράσεις και από την χορτοφαγία του Βουδισμού, και από την αισθητική των Manga.

Να κλείσω το ούμπερ-σεντόνι με δυο αγαπημένες ατάκες αγαπημένων στοχαστών: «Στην χριστιανική εποχή ο σοδομίτης ήταν μια έκπτωση στην αμαρτία, ενώ στη νεωτερική περίοδο ο ομοφυλόφιλος γίνεται ένα είδος. [...] Οι ψυχίατροι του 19ου αιώνα τους εντομολογούν δίνοντάς τους παρδαλά βαφτιστικά ονόματα: Υπάρχουν οι επιδειξιομανείς του Lasègue, οι φετιχιστές του Binet, οι ζωόφιλοι και ζωεραστές του Krafft-Ebing, οι αυτο-μονοσεξουαλικοί του Rohleder. Θα υπάρξουν ακόμη οι μιξοσκοπόφιλοι, οι γυναικόμαστοι, οι πρεσβυόφιλοι, οι σεξοαισθητικοί και οι δυσπαρευνικές γυναίκες. Όλα αυτά τα ωραία ονόματα αιρέσεων παραπέμπουν σε μια φύση, η οποία θα ξεχνιόταν τόσο ώστε να ξεφύγει απ' το νόμο, αλλά θα θυμόταν τόσο τον εαυτό της, ώστε να συνεχίσει να παράγει είδη, ακόμη κι εκεί, όπου δεν υπάρχει καμία τάξη» (Michel Foucault, Histoire de la Sexualité I. La volonté de savoir, Gallimard, Paris 1976, σ. 59-60). «Το Κακό δεν είναι ο μη σεβασμός του ονόματος του Άλλου, είναι πολύ περισσότερο η βούληση να κατονομάσουμε με κάθε τίμημα» (Alain Badiou, Από το Είναι στο Συμβάν, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009, σ. 64).

  1. - Δεν σε καταλαβαίνω ρε φίλε... Πηδιέσαι με την πουτανοσκουφίτσα το Τζενάκι, που είναι και γαμώ τα νυμφίδια, αλλά μου λες κι ότι καυλώνεις με τον σφίχτερμαν συγκάτοικό σου στην φοιτητική εστία. Τελικά τι είσαι, γκέι ή στρέιτ;
    - [Σοβαρό θιγμένο ύφος:] Θα προτιμούσα να βλέπω τον εαυτό μου ως αχαρτογράφητο.

Μερικά παραδείγματα από Νέτι που δεν αποδίδουν τον ορισμό, αλλά είναι συναφή:

  1. Ψηλοτάκουνα αθλητικά παπούτσια για άντρες; Αντρικές φούστες; Γυναικεία σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και κολιέ, συνδυασμένα με γυναικείες τσάντες, ζώνες και λοιπά αξεσουάρ να στολίζουν αντρικά σώματα; Ολο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό στους δρόμους του Τόκιο κυκλοφορούν νέοι άντρες με εμφάνιση κλεμμένη από τη γυναικεία γκαρνταρόμπα. Θα τους δεις στη Harajuku, τη χιπ και τουριστική περιοχή με τα πολλά καταστήματα μόδας και τις μπουτίκ νέων σχεδιαστών, όπου το unisex βασιλεύει, ή λίγο πιο πέρα, στην Daikanyama, την καινούργια περιοχή των οίκων μόδας, που δεν έχει ακόμα κατακλυσθεί από τουρίστες.
    Η νέα τάση αποτελεί μια εκκεντρική ματιά στην αντρική μόδα, την οποία υιοθετούν οι λίγοι μυημένοι και τολμηροί, πιάνει όμως και το σφυγμό μιας νέας εποχής στην Ιαπωνία. Σε μια κοινωνία παραδοσιακή ως προς το ρόλο των δύο φύλων, όλο και περισσότεροι νέοι άντρες αποκηρύσσουν το παραδοσιακό πρότυπο αντρικής ταυτότητας. Αν και λίγοι ακόμη θα φορέσουν αντρική φούστα, πολλοί θα περιποιηθούν τα φρύδια τους, θα διαλέξουν περίτεχνα χτενίσματα και θα φορέσουν εξεζητημένα αξεσουάρ. [...] Οχι τυχαία, οι περισσότερες αναλύσεις έχουν γραφτεί από ειδικούς του μάρκετινγκ, που ανακάλυψαν ένα νέο, αχαρτογράφητο και πολυπληθές τάργκετ γκρουπ. (Manga βγήκε για σεργιάνι).

  2. Ποια είναι γυναίκα, ποιος είναι άνδρας, και πόσος «χώρος» αχαρτογράφητος ακόμη υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις έννοιες όταν τον Δεκέμβριο του 1980 η Στανισλάβα Βαλασίεβιτζ έπεφτε νεκρή στη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ ληστών και αστυνομικών στο Κλίβελαντ του Οχάιο, η έκπληξη δεν ήταν για το πώς γίνεται μια 69χρονη να είναι συνεργός σε ένοπλη ληστεία, ούτε για το ότι η γυναίκα αυτή ήταν κάτοχος ολυμπιακών μεταλλίων, παγκοσμίων επιδόσεων στα 100 μέτρα και επίλεκτο μέλος της αμερικανικής κοινωνίας, αφού είχε πάρει την υπηκοότητα το 1947. Η τότε κοινωνία ταράχτηκε από τις πληροφορίες που διέρρευσαν, προφανώς μετά τη νεκροψία, ότι η παλιά αυτή αθλήτρια είχε ανδρικά γεννητικά όργανα. Τι έκπληξη! Και το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο το 1932 και το 1936 λοιπόν που είχε πάρει και οι παγκόσμιες επιδόσεις και οι επίσημες αναγορεύσεις της σε αθλήτρια της χρονιάς θα έπρεπε όλα να ακυρωθούν και να ψάχνουν ποιες άλλες ήταν πιο δίκαιο να τα έχουν πάρει; (Lesbian bi mafia).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, το τσιμπούκι, η πεολειχία, ο πεοθηλασμός, το κοντραμασελάτο ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους άντρες.

- Θα τονε γαμήσω τον πούστη!
- Ρε περπελέτο σου λέω! Περπελέτο και άγιασμα στα καμπανέλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified