Further tags

Παραγωγικότατο βήτα συνθετικό της αργκό και της καθομιλουμένης, το οποίο συνδυάζεται κυρίως με ουσιαστικά ή επίθετα και σχηματίζει θηλυκά προπαροξύτονα ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν πρόσωπο. Ακούγεται και ως -φατσας σε αρσενικό γένος.

Σημασιολογικά, αναφέρεται είτε κυριολεκτικά στην εμφάνιση του χαρακτηριζόμενου προσώπου, πιχί αγγλόφατσα για κάποιον που εμφανισιακά φέρνει σε άγγλο, ή, λιγότερο κυριολεκτικά, σε συνδηλώσεις που προκαλεί η εμφάνιση του προσώπου στον ομιλητή, πιχί μπουρδελόφατσα για κάποια που φέρνει σε πόρνη λόγω ντυσίματος ή μέικ-απ, ή για κάποιον που ο ομιλητής εκτιμά οτι συμπεριφέρεται σα μπουρδελιάρης.

Κατεπέκταση όμως, το -φατσα λειτουργεί και ως ελαφρά ειρωνική ή και απαξιωτική, πολλές φορές και υβριστική μετωνυμία για το πρόσωπο ενγένει, πιχί αριστερόφατσα για έναν αριστερό ή αγγλόφατσα για έναν όντως άγγλο, αλλά και γαμόφατσα, σκατόφατσα και λοιπά.

Άλλα μετωνυμικά συνθετικά: -ψώλης, -μούνα, -μαν

  1. Φάτσες που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ: αγγαρειόφατσα, γκαυλόφατσα, εκφυλόφατσα, καμπανόφατσα, μουνόφατσα, μπατσόφατσα, μπουγελόφατσα, πουτανόφατσα, σκατόφατσα, ταβερνόφατσα, χριστιανόφατσα. Ακόμη: τρεντυφατσουλάκι, τσόντα-face.

  2. Βρε παιδιά, εγω έτσι όπως τον είδα τον Kensei, ήταν εντελώς γιαπωνεζόφατσα. Πως στο καλό ο σουηδόφατσας θα κάνει τον γιαπωνέζο; lol (από δω)

  3. Οταν ημανε μικρος στο σπιτι του θειου μου πρωην ναυτικου υπηρχαν 2 βαλσαμωμενα πιρανχας. Μιλαμε για την απολυτη σατανοφατσα. Τα σιχαινομουν και με τραβουσαν ταυτοχρονα. (από φόρουμ)

  4. Κλασσικη πιποφατσα κλασσικης πορνοταινιας... (σχόλιο στο γιουτιούμπ για χιποχοπογκόμενα –λέξη-γλωσσοδέτης, αν και όχι όπως αυτό)

  5. Τα πλανα που εχεις απο τη συναυλια, αναμεικτα με το ρεπορταζ της ΕΡΤ του 83, απο ποτε ειναι και που εγινε, γιατι αναγνωρισα κανα δυο μουσικοφατσες εκει μεσα. :-) (από φόρουμ)

  6. Το παραλήρημα μιας δεξιόφατσας (περιγραφή σε βίντεο γιουτιούμπ)

  7. ΑΙ ΡΕ ΠΑΛΙΟΣΙΧΑΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΕΧΕΤΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ...ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΑΣΑΡΙΕΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ...ΚΙ ΕΓΩ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΩΣ ΑΜΑ ΔΩΣΟΥΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 1.000.000 ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ;;ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΑΤΣΕΣ! (φωνακλάδικο σχόλιο σε ιστολόι)

  8. ΤΡΟΜΠΕΣ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΚΙ ΟΛΟ ΣΑΣ ΤΟ ΣΟΙ ΠΑΠΑΡΟΦΑΤΣΕΣ
    ΖΩΑ ΟΡΘΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ ΧΡΥΣΑΦΙ ΝΑ ΠΙΑΝΕΤΕ ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΕΛΙΩΣΟΥΝ ΟΙ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΝΗΤΗ ΠΟΥ ΒΑΖΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΑΠΕΡΓΙΑ (άλλος φωνακλάς από δω)

  9. Παιχνιδιάρα μου γατούλα / με την ροκ εντ ρολ μυτούλα / αθωόφατσα γλυκούλα / με παράνοια Καλιγούλα. (Σάκης Μπουλάς, Τα κεφτεδάκια, 1985)

Fachούλα... (από MXΣ, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που δηλώνει βαθμό / μέγεθος και λέγεται όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση. Αφορά βαθούς μποφώρ, ρίχτερ, αλκοόλ, κελσίου, σχολικό βαθμό, κλπ. Λέγεται και για το 13άρι του προπό.

Άσχετα: δεκατεσάρ', εξάρες (τάβλι), παπάρι.

  1. Ίσα ρε μεγάλε που μου το παίζει ιστιοπλόος, φυσά οχτάρι και θες να πας με τη μηχανή!

  2. Πωπω κούνησε καλά, κανα εξάρι θα ήταν...

  3. Γουστάρω δεκατριάρες κρασόμπυρες!

  4. Αυτό το καλοκαίρι δεν είχαμε σαραντάρια, πάλι καλά.

  5. Νομίζω ότι η φιλόλογός μας αγαπάει Στέλιο, όλο δεκάρια του βάζει...

  6. Για να δούμε, θα το πιάσουμε το δεκατριάρι σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί «ενός». Από επιρροή του «μιανής» (μίας), πράγμα ενδιαφέρον... Γι΄αυτό και το ξεχώρισα από το καθενού, αυτουνού κλπ.

Πρώτα του λαού, μετά της λογοτεχνίας και τώρα για να κάνουμε πλάκα.

  1. Ήθελα να ρωτήσω τους Έλληνες εδώ για τις λέξεις σαν το αυτουνού, αυτηνής, ποιανού, αυτόνε, πιόνε, αυτουνούς, τόνε, τήνε, κτλ. Λέγονται αυτές οι λέξεις στη επίσημη γλώσσα (ξέρω ότι δεν γράφονται) ή θεωρούνται σάν λάθη; Ευχαριστώ.

Επισήμως είναι λάθος. Θα τις ακούσεις όμως συχνά αν και θεωρούνται κάπως «βάρβαρες» εκτός από το «ποιανού» που είναι πολύ συχνή η χρήση του. Ούτε κι αυτό θα το ακούσεις όμως όταν κάποιος βγάζει λόγο π.χ.

Ανεπισήμως όμως (και νομίζω θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι) ακούγονται πολύ συχνά, όχι μόνο αυτές αλλά και άλλες όπως «μιανού»(ενός δηλαδή) «μιανής», «καμμιανού», «καμμιανής», «καθενού»... συνήθως τις λένε συμπατριώτες μας δίχως ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς αυτό να αποκλείει και κάποιο τοπικό ιδίωμα πιστεύω.

Ευχαριστώ. Έστι νόμιζα, ότι ήταν «λάθοι.» Αλλά το «μιανού» δεν τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλά μου αρέσει έτσι που ανακατώνει τα γένη.

από εδώ

  1. Nα υπενθυμίσω στους μεγαλοπαράγοντες που μας τίμησαν με την παρουσία τους, πως η Kαλλιμασιά γενέτειρα δύο οικουμενικών πατριαρχών, μιανού που η Aθήνα του Kοτζιά φωταγωγήθηκε να τον υποδεχτεί πολυνίκη, μιανού που θυσιάστηκε για την ιδέα μιας ενωμένης Eυρώπης με ίσες ευκαιρίες για τους λαούς της, μιανού εκδότη - ποιητή που θέλησε να μάθει στους Έλληνες το καλό και το φτηνό βιβλίο, μιανού γιατρού που θυσίασε την καριέρα του για να γλιτώσει τους χωματάνθρωπους της μαστίχας από τους εκμεταλλευτές του ιδρώτα τους, μιανού μπροστάρη εκπαιδευτικού που τόλμησε να μάθει τα παιδιά τη γλώσσα των γονιών τους, η Kαλλιμασιά τέλος που ξεχώριζε πριν λίγα χρόνια, TA EΔΩΣE OΛA ΓIA TA NEAPA BΛAΣTAPIA THΣ.

από εδώ

  1. «Χατήρ' τ' μιανού, χατήρ' τ' αλλ'νού,
    άφ'σα τουν άντρα μ' χουρίς πιδί»

  2. ό,τι μαλακία του κατέβη του κάθε μιανού τη φτιάχνει τόπικ. θα ληφθούν μέτρα διότι η αμετροέπεια παράγινε...

(από jesus, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).

Έκφραση: «με το νj και το λj».

  1. Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...

  2. από μέσα από το σλανγκρ:
    παράλjυτος
    γκλjίτερ
    θα μου τον(j)ιδείς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο πάνω στην ράτσα ενός σκύλου.

Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι μπάρμπα-Μπρίλιων και κυρα-περμαθουλών, ανίκανων να ξεχωρίσουν τον πρωκτό τους από μια τρύπα στο χώμα:

[I]- Γιαννάκη, τι μάρκα είναι το σκυλάκι σου;
- Μπεεε εμ βε, μανδάμ.[/I]

Μοιραίως υιοθετήθηκε με θέρμη από ζωόφιλους αστειάτορες μαοϊστές.

Σ.ς.: οι εγχώριες μάρκες σκύλων περιλαμβάνουν τον Ελληνικό Ιχνηλάτη (άκα Γκέκα), τον Ελληνικό Ποιμενικό, και το Κανίς – Γκριφόν GTI.

- Τι μάρκα είναι ο σκύλος και πόσα κυβικά; (γκρ)

- Τι «μάρκα» σκύλο να αγοράσω για να τον «κυκλοφορώ»;
(γκρρ!)

- Μπορει να μου πεις καποιος ζωοφιλος τι μαρκα σκυλος ειναι;; καποιος μου ειπαν οτι ειναι επωνυμος σκυλος...
(γκρρρ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό που σχηματίζει άκλιτο επίθετο ή και ουσιαστικό και, ακριβώς όπως και το -τέτοιος, σημαίνει «τέτοιου τύπου», «παρόμοιος», «σχετικός» με ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, ή απλά ακριβώς ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, με μιά πινελιά ειρωνείας.

Από το επίρρημα έτσι.

  1. Φαντάζομαι πως ότι ακόμα και το ότι αγνοούσαμε τα ΜΜΕ, δε δίνουμε συχνά συνεντεύξεις ή ότι ήμασταν δύστροποι γενικά με όλους αυτούς τους νταβατζο-έτσι που κυκλοφορούν ανάμεσα σε καλλιτέχνες και ακροατήρια, αυτό τελικά δούλεψε υπέρ μας. (Γ. Αγγελάκας, συνέντευξη 9/6/2000 στο Θανάση Κούτση, «Για την καρδιά ενός κτήνους», Α. Α. Λιβάνη, 2001, σελ. 302 βιβλίου)

  2. – Αμα τον βρειτε τον μεγαλυτερο εραστη του ΟΟΤ και υπο την προυποθεση οτι δεν ειμαι εγω,σφιρηξτε μου να τον περασω ενα χερακι ωστε να πειστω για το ορθον της υποθεσεως.Για σας δουλευω κοπελιες – Είναι κόμματι της αδερφοέτσι ιδεολογία σου το ξενοπήδημα παρά την σοβαρή υποτίθεται σχέση;
    (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα της αργκό που σχηματίζει ουδέτερο ουσιαστικό από (ελληνικό) ρήμα ή όνομα, με συχνή χρήση στη στρατιωτική ζαργκόν. Παρμένο απευθείας από την κατάληξη -ing του αγγλικού γερούνδιου, γράφεται επίσης (και προφέρεται) -ιν.

Στα παραδείγματα, λέξεις ήδη καταχωρισμένες στο σάιτ.

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα (γίνεται) + όνομα σε έναρθρη γενική + (το κάγκελο), που δηλώνει συνήθως χάος, ένταση, υπερβολή.

Η αργκοτική αυτή σύνταξη φαίνεται να έχει επικρατήσει χάρη στην πασίγνωστη έκφραση γίνεται της πουτάνας το κάγκελο, και συνηθέστατα ακούγεται και χωρίς τα γίνεται και το κάγκελο.

Ειδικότερα, το όνομα πουτάνα μπορεί να αντικατασταθεί (α) από συνώνυμα (της καριόλας, της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα, της πόρνης), (β) από εξίσου ασαφή ονόματα (της μουρλής, της τρελής, της Πόπης, του πατεμού, του μουνιού το ξέσκισμα), αλλά και (γ) από ονόματα που αναφέρονται συγκεκριμένα στα εκάστοτε συμφραζόμενα. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς δείχνει την διάδοση και παγίωση της σύνταξης.

Σχετικές φράσεις: γίνεται πανικός, γίνεται χαμός, γίνεται το έλα να δεις, γίνεται το σώσε.

  1. Στο ίντερνετ γίνεται των παραδειγμάτων το κάγκελο για της πουτάνας το σχήμα. Ατάκτως ερριμένοι τίτλοι: Του Μνημονίου το κάγκελο!, Τελικά, χθες, έγινε του ανασχηματισμού...!!, Της …δεξιάς το κάγκελο έγινε στο Αποκαλυπτικό Δελτίο του Γιάννη Παπαγιάννη, Έγινε του... ΛεΜπρον το κάγκελο!, ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΔΩ ........ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ!!!!!, Της… Κομισιόν το κάγκελο θα γίνει τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, Θα γίνει του... γκολ και λοιπά και λοιπά και λοιπά...

  2. Ρε Πίπη, τί 'ν' αυτά; είπαμε να βάλεις καμιά υποσημείωση στη μετάφραση, αλλα εσύ τό 'χεσες.
    — Γιατί ρε μαλάκα;...
    — Τι «γιατι» ρε, εδώ γίνεται της υποσημείωσης, δέ διαβάζεται αυτό το πράμα!... Κάθε πρόταση και παραπομπή, πάς καλά;...

  3. — Έμαθες τα χθεσινά; Της σύλληψης το κάγκελο έγινε.
    — Απο πού κι' ως πού ρε;... Τί κάναν τα παππούδια, πετούσαν πάπιες-μολότοφ;
    — Άσε με ρε με τα φλώρια τα κωλόμπατσα και τις μπινιές τους να πούμε...

  4. — Έλα ρε Μικέ, άιντε, «εφημερίδα» είπες κι' εφημερίδα έγινες...
    — Σόρι ρε ψηλέ... Οι άλλοι ήρθαν;
    — Μέσα είναι, τό 'χουμε ήδη στρώσει, μπέκα μέσα.
    — ...
    — Τί φάτσα ειν' αυτή ρε, ξινίλες έχεις;...
    — Πόσα χρόνια έχεις να καθαρίσεις ρε καραγκιόζη; Της μπίχλας το κάγκελο ρε π'στ', βάλε μιά ηλεκτρική, κάτι...
    — Για κουμάρι σε φέραμε ρε Μικέ, όχι για να σε γαμήσουμεκυρία, έ κυρία... Και γιά φέρε δώ να δώ, τί ένθετα έχει σήμερα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από παλαιότερα στοιχεία της ίδιας γλώσσας.

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από δάνεια ή μεικτά στοιχεία της ίδια και άλλης γλώσσας.

Συχνά η χρήση των δάνειων στοιχείων γίνεται με εσφαλμένη σημασιολογική ταύτιση.

Μετά από σημασιολογικό επαναπροσδιορισμό (reappropriation), ο αδόκιμος όρος γίνεται δόκιμος, ακόμα κι επιστημονικός όρος.

Εντούτοις από τα παρατιθέμενα παραδείγματα γίνεται φανερό ότι πρόκειται για αδόκιμες λεξιματικές κατασκευές.

Η μετατρεψιμότης του συναλλάγματος υπόκειται σε διαπραγμάτευση.

Όλα τα ουσιαστικά είναι νεολογισμοί οι οποίοι εξυπηρετούν ΜΟΝΟ συγκεκριμένες ανάγκες ΜΟΝΟ μιας συγκεκριμένης ομάδας προσώπων, επομένως ΠΡΕΠΕΙ να θεωρηθούν κατ' αρχήν slang.

Οι λέξεις επιθετικότητα, ψυχισμός, μικροβιολογία, μακρομόριο, ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία είναι νεολογισμοί.

επιθετικότητα (επίθεσις + -ότης ΕΛΛ, ΕΛΛ) , ψυχισμός (ψυχή + ismus, ΕΛΛ, ΛΑΤ), μικροβιολογία (μικρός + βίος + λόγος ΕΛΛ, ΕΛΛ, ΕΛΛ αντιδάνειο < ΓΑΛΛ microbe < μικρός + βίος με τη σημασία 'μικρά ζωντανά όντα' επομένως λανθασμένη τη σημασία της λέξης ''βίος'), μακρομόριο (μακρός + μόριο, αδόκιμη μεταφορά < macromolecule < μακρός + ΛΟΓΙΑ ΨΕΥΔΟΛΑΤΙΝ molecula < ΛΑΤ moles = μάζα μεανθασμένη τη σημασία της λέξης 'μακρός'), ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία (makro- < μακρός με λανθασμένη σημασία αντί του 'μέγας').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα + ρήμα στον ενεστώτα

Έκφραση για να δηλώσουμε, μέσω ειρωνείας, παράπονο ή και κριτική για την αθέτηση μιας υπόσχεσης ή μιας παροχής που μας οφειλόταν. Πολύ συχνά πρόκειται για υποσχέσεις για τις οποίες μας είχαν διαβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι θα τηρηθούν, πριν τελικά το πάρουμε απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει.

Πιθανολογώ ότι από εκεί βγήκε και η έκφραση: ο υποσχεσάκιας επαναλαμβάνει «έρχομαι, έρχομαι», υποτίθεται σήμερα το απόγευμα, αύριο πρωί-πρωί, μες στο σουκού, από Δευτέρα κλπ, ώστε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή μπορείς να πεις ότι «ακόμα έρχεται».

Βλ. και ο Χ για Υ πήγε και Υ έγινε. Επίσης βλ. και ποιον πρέπει να γαμήσω, στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν.

  1. Από εδώ:

εμείς κάναμε ΤΡΕΙΣ μήνες να πάρουμε το καροτσάκι, το καθισματάκι ακόμα ερχεται, τους το άφησα και εγώ αμανάτι και το παρήγγειλα από το νετ και ευτυχώς το έχω

  1. Από εδώ:

- Έχω δοκιμάσει να αλλάξω μπαταρία και να κάνω αυτό με τι μίζα και τα 10 δευτερόλεπτα αλλά τίποτα.
- Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις,αλλά δεν σου λέω,γιατί ακόμα έρχεσαι να μου φτιάξεις το κομπιούτερ.

  1. Από εδώ:

οι μόνες φιγούρες που μου έμειναν. μάλιστα τον he-man τον αγόρασα από παλιό κατάστημα μεταχειρισμένο πριν ένα μήνα. ο ξάδερφος μου ο χρήστος δανείστηκε παλιά το δίδυμο της φωτογραφίας και ακομα μου τα επιστρέφει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified