Selected tags

Σε αυτά τα λήμματα έχουν μπει κάποιες καινούργιες ετικέτες αλλά δεν είναι πλήρεις π.χ. στο λήμμα τα λέμπελ λέιζερ χρειάζεται μια ετικέτα του τύπου χαιρετισμός ή αποχαιρετισμός αλλά δεν είμαστε σίγουροι ακόμη ποιά θα ήταν η σωστή. Οι ετικέτες θα συμπληρωθούν όταν καταλήξουμε πώς να βαφτίσουμε αυτές που λείπουν. Μέχρι τότε το ΧΧΧΧΧΧ μας υπενθυμίζει ότι κάτι λείπει. Όποιος έχει προτάσεις ας στείλει αναφορά.

Further tags

Σύνθετη λέξη, ψίχα + μπουκούνια (το μπουκούνι θα το αναλύσουμε κάποια άλλη στιγμή).

Η λέξη ψιχομπούκουνα, λοιπόν, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις και εκφράζει κυρίως την διάσπαση ενός υλικού σε πολλά κομμάτια (π.χ το σπάσιμο ενός ποτηριού) αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως ένας εξαναγκαστικός, απαιτητικός, επιβλητικός τρόπος για να επιβάλλουμε σε κάποιον να κάνει κάτι που δεν ειναι της θελησης του.

(Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της αυστηρής γιαγιάς)

- Ελάτε να φάμε
- Εγώ δεν πεινάω, και δε μ' αρέσει και το φαγητό
- Τσακίσου, έλα να φας
- 'Οχι, δεν έρχομαι, είπα.
- Γίνε 7000 ψιχομπούκουνα και έλα κάτσε στο τραπέζι να φας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα υπό διάφορες μορφές χρησιμεύει ως πιο σλανγκέ εκδοχή διαφόρων εκφράσεων οι οποίες είναι ήδη σλανγκ:

- ως «την ψαχουλεύομαι» σημαίνει «την ψυλλιάζομαι», παίρνω γραμμή.

- ως «ψαχουλεύω + αντικείμενο» σημαίνει «ψάχνω κάτι» με την έννοια «γνωρίζω κάτι καλά», «έχω εμπειρία από κάτι» (βλ. πιο κοντινό σχετικό λήμμα ψακτικές). Σε αντίθεση με το «ψάχνω», που χρησιμοποιείται σχεδόν για κάθε θέμα που μπορεί να «ψαχτεί», δηλαδή για το οποίο μπορεί να υπάρξει εις βάθος γνώση, συνήθως ψαχουλεύουμε τη ζωή, τις γυναίκες ή/και τους άντρες, και γενικά τα πλέον ουσιώδη πράγματα. Σπάνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως «την έχω ψαχουλέψει με (κάτι)».

- ως μετοχή, «ψαχουλεμένος» μπορεί να αναφέρεται ειρωνικά ή όχι σε κάποιον/κάτι ψαγμένο... στην περίπτωση που δεν υπάρχει ειρωνεία, μιλάμε για κάτι το πολύ ψαγμένο...

Από το ψαχουλεύω (από Τριανταφυλλίδη) = ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ, ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου.

- Καλά, η θέση ήτανε μιλημένη, μου το είπε και ο Ιερόθεος, καλά που την ψαχουλεύτηκα και δεν περίμενα σα το μαλάκα...

- Να πάνε να γαμηθούνε όλες... όλες πουτανοφέρνουνε, όλες!
- Καλά ρε φιλαράκι δεν την έχεις ψαχουλέψει τη ζωή λιγάκι, τώρα το 'βγαλες το συμπέρασμα;...

- Ψάχνω να βρω κανά ψαχουλεμένο παράδειγμα, αλλά δε μού 'ρχεται..
- Μεταμοντερνιά, γράψε αυτό...

Μα τι ψάχνει;;; (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα, το γνωμικό που πετάει κάποιος στον προφορικό ή τον γραπτό του λόγο. Χρησιμοποιείται τόσο με την καλή (βλ. 1ο παράδειγμα) όσο και με κακή (βλ. 2ο παράδειγμα) έννοια.

Στις παρυφές της slang, αλλά κουτουτουμουγού αρκούδως παιχνιδιάρικο για να αναρτηθεί.

Εκ του λατινικού citatus (γρήγορη αναφορά).

- Ποιος το είπε εκείνο το ωραίο τσιτάτο...Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς... ο Γκάντι με φαίνεται! (εδώ)

- Βλέπω λοιπόν σήμερα το ίντερνετ να έχει γεμίσει σπυριάρηδες αγάμητους έφηβους, οπλολάγνους «χτισμένους», ομοφοβικούς «ελληνόψυχους», αμαθείς παπαγάλους εθνικιστικών αναμασημάτων που οργώνουν τα φόρα και τα μπλογκ προβάροντας την προβιά μίας ντεμέκ επαναστατικότητας με δανεισμένα σοσιαλιστικά τσιτάτα και με καθαρά ναζιστική φορά, να ωρύονται για προδότες, να οργανώνουν πογκρόμ μεταναστών, να κάνουν «ντου» σε αντιρατσιστικές συναντήσεις, να διαβάζουν σαν ευαγγέλιο κάτι σκατόγερους που γλείφαν τη χούντα και σκέφτομαι πως όλο το γαμημένο σύμπαν έχει στήσει μία stand-up comedy μαύρου χιούμορ. (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «τα άλλα» είναι μία έκφραση με διάφορες έννοιες. Για παράδειγμα, μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος ως: «για τα άλλα» , αντί να πει «για το πούτσο». Επίσης, η έκφραση αυτή μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις μεγάλης έντασης και φασαρίας. (βλ. τζάρτζαλο)

  1. -Ρε φίλε ψάχνω μια δικαιολογία να χωρίσω τη Μαίρη και δεν βρίσκω!
    -Είσαι για τα άλλα..!

  2. -Πήγες χθες στο πάρτυ των λυκείων;
    -Ναι φίλε μου, άσε χαμός. Για τα άλλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το συγχωρώ και τη χωρητικότητα. Είναι η δυνατότητα και η αρετή που έχει κάποιος στο να συγχωρεί καθώς και η ποσότητα των «συγγνώμη» που μπορεί να δεχτεί σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μονάδα μέτρησης είναι το συγγνώμη ανα ώρα (srr/h) και ο Θεός (1 Θ=1 srr/h) γιατί ο Θεός είναι ο μεγαλύτερος ελεήμονας.

- Είδες συγχωρητικότητα που έχει η Τρελόνι; Έσβησε όλες τις απουσίες του Peter.
- Ναι μαλάκα, αφού σου λέω είναι θύμα το άτομο. Εμένα μου βαλε 19 στο τρίμηνο!
- Οοοοοοοο! Πρέπει να έχει τουλάχιστον 2 Θεούς συγχωρητικότητα αυτή! Ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκέψου, κατάλαβε τι σημαίνει αυτό που σου λέω, συγκεντρώσου.

- Τι εννοείς τσιγαρίζεις κρεμμύδι;
- Στρίψε! Το τηγανίζω μέχρι να ροδοκοκκινίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν ζητάμε από πριν συγγνώμη για κάτι που θα πούμε που μπορεί να είναι άκομψο, ή να μην συμφωνεί με αυτό που πιστεύει ο άλλος και οι περισσότεροι. Όχι και πολύ συγγνώμη δηλαδή, γιατί συνήθως θέλουμε να την πούμε σε κάποιον και να διαφωνήσουμε έντονα και λέμε το σόρι για ξεκάρφωμα.

  1. Σόρι κιόλας για το θάρρος, αλλά με αυτή τη νοοτροπία δεν θα πετύχεις και πολύ στη σχέση σου.

  2. Κάποιες φορούσαν τζην με φούστα μέχρι τον κ..., σόρι κιόλας αλλά αυτό λέγεται άλλα ντ' άλλα κουτρουβάλα της Παρασκευής το γάλα!

  3. Σόρι κιόλας αλλά η ταινία είναι ο ορισμός του υπερεκτιμημένου! Βραβείο για μια ταινία που την γυρίζω κι εγώ που λέει ο λόγος;!

  4. - Μωρό μου σόρι κιόλας αλλά με πόσους έχεις πάει;
    - ...
    - Γιατί δε μιλάς;
    - Μετράω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν φορτώνεσαι σε κάποιον απασχολημένο, εισπράττεις αυτή την απάντηση.

- Μαμά, πάνε με στις κούνιες!
- (η μαμά) Τώρα μάλιστα. Πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού, αφού με αυτό πας παντού.

Αναφέρεται σε αντικείμενα, χαρτούρα, πρόσωπα-κλειδιά, λέξεις, καταστάσεις κλπ.

Αν σου δώσαν αυτό το χαρτί, τότε μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Είναι πασπαντού, σε καλύπτει ό,τι και να χρειαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified