Selected tags

Further tags

Περιγράφει κάθε μπύρα που προτιμούν οι χτίστες όταν κάνουν το διάλειμμα τους γύρω στις 14:00 ντάλα μεσημέρι. Στέλνουν το θύμα στο κοντινό περίπτερο από όπου αγοράζει μπύρες, πατατάκια, κρουασάν και αν βρει κανένα frappe. Από τις περιπτερόμπυρες κλασσικές χτιστόμπυρες είναι οι φτηνές Άλφα, Βεργίνα, Ηeineken, Amstel. Βέβαια παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στην Amstel η οποία έχει ανέλθει σε σήμα κατατεθέν της χτιστόμπυρας.

-Τι θα πάρετε παιδιά;
-Μισό κιλό κόκκινο. -Μια χτιστόμπυρα. -Άλλη μια.
-Άννα! Μισό κόκκινο και δυό Άμστελ στο 11.

Got a better definition? Add it!

Published

Η αντίδραση του άμαθου στο αλκοόλ, μόλις πιει δυνατό ποτό: τινάζει το κεφάλι δεξιά-αριστερά σαν βρεγμένος σκύλος, πλαταγιάζοντας ταυτόχρονα τα χείλη του σαν καμήλα.

  1. - Σήμερα θέλω να μεθύσω, πιάσε ένα ουίσκι.
    - Σίγουρα δεν θες μπύρα;
    - Γιατί ρε;
    - Ε αφού με το ουίσκι χλιμιντρίζεις.
  1. Μαλιμπού βάλε καλύτερα, γιατί με το τζιν χλιμιντρίζω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, που σερβίρει ιδιαίτερα αμφισβητούμενης ποιότητας αλκοόλ. Την επόμενη μέρα δεν προλαβαίνεις να δεις το χάρο με τα μάτια σου, γιατί ξυπνάς τυφλός.

Μη μιλάς δυνατά... Πήγαμε χθες σ'ένα χαροστάσιο... και τώρα είμαι χάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισαγωγή

Οι παροικούντες εν τω Σλανγκίω τούτο, γιγνώσκουν ότι εις τη Αργκικήν ενίοτε ισχύουν ανθρωπομορφικές συμπεριφορές, αι οποίαι θέλουσιν να αποκτούν αντικείμενα συναισθήματα και χαρακτηριστικά ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ούτο αποδεικνύει οπόσο συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα είναι και οπόσο εκφράζει τον μέσο Έλλην. Διότι, όπως θα έλεγε και ο Μπουρδάρης εεε ο Ζουράρης, ήμεθα Μεσογειακός λαός και έχωμεν ταμπεραμέντο και η έρις γίνεται έρως (ενίοτε και ερωδιός) κτλ κτλ.

Παράδοσις

Τρανταχτό παράδειγμα τοιαύτης τάσεως είναι η φράση «χαλαρό ποτό». Το ποτό δεν είναι χαλαρό (ούτε σφιγμένο) αλλά ο πότης είναι. Πλην όμως, αι ανθρωπομορφικές ιδιότητες της Αργκικής οδηγούν τον πότη να ρωτήσει την ομύγυρη αν θέλουν να συνευρεθούν δια να χαλαρώσουν μετά ήπιας διασκεδάσεως τε και συζητήσεως, ερωτώντας: «Πάμε για ένα χαλαρό ποτάκι». Ενίοτε ο εκφέρων την φράση αυτή εννοεί ότι η ομύγυρη θα χαλαρώσει μετά πόσης αλκόολ και συζητήσεως. Το «χαλαρό ποτό» συνήθως δεν διαρκεί πολύ και εις αυτό μετέχουν άτομα που έχουν αρκετά κοινά ίνα μπορούν να συζητήσουν επ' αυτών. Ακόμα, συχνά αναφέρεται και μετά γεωγραφικού προορισμού διά να πεισθεί η προσκληθείσα ομύγυρη ότι το ποτό θα είναι τω όντι χαλαρό (πχ. «πάμε Πανόρμου / Αγ. Ειρήνης / Μοναστηράκι για ένα χαλαρό ποτό;»). Άλλοτε δε, αναφέρεται από τον ερωτών διότι θέλει να ερωτήσει τον ακούν κάτι σημαντικό και το ποτό είναι το πρόσχημα ή το μέσο εύρεσης θάρρους εκ μέρους του ερωτούντος. Ενδιαφέρον προκαλεί ότι η εννιολογικώς αντίθετη έννοια δεν αποδίδεται με την λεκτικά αντίθετη αλλά με άλλες εκφράσεις φαινομενικά άσχετες. Δηλαδή, η αχαλίνωτη διασκέδαση μετα καταναλώσεως άφθονου αλκοόλ εκφέρεται με δράση γεωγραφικού προσδιορισμού («πάμε να πιούμε όλο τον Βόσπορο;») ή με προτροπή αναφορικά με χρήση του πρωκτού («πάμε να πιούμε τον κ...λο μας;», «πάμε να κλ@σουμε στα ξύδια;»).

Παραδείγματα

Φαίδων: Ω φίλτατε Αγαθοκλή, θα επιθυμούσες να συνευθώμεν δια ένα χαλαρόν ποτό την αποσπερίς; Προτείνω τα οινοπνευματοποτία της οδού Πανόρμου ή της πλατείας Αγ. Ειρήνης"
Αγαθοκλής: Τα γιγνώσκω τα «χαλαρά ποτά» σου ω Φαίδωνα! Ξεκινάμε δια ένα ποτόν και καταλήγουμε να σχολάμε από το κέντρον με τις καθαρίστριες!
Φαίδων: Μα όχι φίλτατε, έχεις τον λόγο της τιμής μου, ότι θα σταματήσωμεν εις ένα ποτό. Το ημίωρο

Φαίδων: Ο Ευτέρπη, πάμε δια ένα χαλαρό ποτό δια να με τέρψεις... να μιλήσουμε εννοώ;
Ευτέρπη: ....

Συμπέρασμα - Συζήτηση

Αι ανθρωπομορφικαί ιδιότητες της Αργκικής είναι ανεξερεύνητες και ήγγικεν ήμαρ ίνα τις εξερευνήσομεν!
Ο... σύχρονος Ιωάννης Χρυσόστομος (TUS) αναφέρεται εις την πόση του πρωκτού, εννιολογικά αντίθετη έννοια ως προς το «χαλαρό ποτό»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία αποτελούμενη από τις λέξεις Χαϊλάντερ και ντίρλα.

Περιγράφει άτομο το οποίο βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση μέθης και που παρ' όλα αυτά συνεχίζει να πίνει χωρίς να χαλιέται ποτέ. Επιπλέον δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ντοκουμέντα ότι έχει γίνει λιώμα στο παρελθόν, σε βαθμό που τίθεται θέμα μυθοποίησής του.

Με άλλα λόγια, είναι ο ντούρασελ κρασοπατέρας, απρόσβλητος από το αλκοόλ (όπως κι ο μυθικός Σκωτσέζος από τα δεινά εν γένει), ο «άνθρωπος σφουγγάρι» που απορροφά τα ποτά χωρίς φόβο και πάθος.

- Πάμε να πιούμε κανα κρασνιάκ;
- Κανα τι;;;
- Κρασνιάκ... κρασί με κονιάκ... δεν έχεις πιει ποτέ;
- Κοίτα... εσύ μπορεί να είσαι ο Χαϊντιρλάντερ ο ίδιος, αλλά εγώ δεν έχω καμία όρεξη να τρέχω για πλύσεις στομάχου μετά...

Heidi - lander (από Vrastaman, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified