Selected tags

Further tags

Ορκ, το.

  • Το άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Είναι συχνή η συν-νοσηρότητα με τοξικομανία και αλκοολισμό.
  • Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.

    Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.

- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...

Ένα κλασικό ορκ. (από Dr. Steve Brule, 16/11/12)τελικός κυπέλλου ΠΑΟ - ΠΑΟΚ 26/4/14  (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει αλκοόλ σε υπερβολικό βαθμό, η μπεκροκανάτα.

- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Γιώργος έπαθε κίρρωση!
- Γιατί, σε ξαφνιάζει; Μια ζωή κανάτα ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάβα είναι η φύλαξη, το κράτημα από νυχτερινό μαγαζί μιας μισοπιωμένης φιάλης ουίσκι ή άλλου ποτού, ώστε να την πιει η ίδια παρέα όταν ξανάρθει. Παραγγέλνεις δηλαδή το μπουκάλι με σκοπό να το πιεις και εννοείται ότι θα το πληρώσεις ολόκληρο. Για κάποιο λόγο όμως τελικά το τραπέζι σηκώνεται να φύγει ενώ το έχετε φτάσει στη μέση. Αντί να χαλαστείς για τη ζημιά, το μαγαζί θα σου το κρατήσει για την επόμενη φορά.

Εννοείται ότι το μαγαζί είναι πάνω-κάτω «δικό σου», ή έστω πηγαίνεις συχνά, γιατί η όλη συνεννόηση στηρίζεται στα λόγια και στην εμπιστοσύνη.

Επίσης, τεκμαίρεται ότι αφήνεις συνήθως το μπουκάλι στη μέση, το ίδιο και το αναζητάς. Ούτε ο πελάτης, ούτε το μαγαζί θα κάνει κουβέντα για ένα δάχτυλο περισσότερο ή λιγότερο, ως εκεί όμως. Δηλαδή αν σου φέρουν την επόμενη φορά ελαφρώς λιγότερη ποσότητα από όση θυμάσαι να έχει μέσα, το δέχεσαι και τέλος.

Άλλωστε, πιθανώς δεν θα σου φέρουν στ' αλήθεια το ίδιο μπουκάλι (γιατί κάποιος θα το έχει χρησιμοποιήσει), αλλά αυτό που έχουν ανοιχτό εκείνη τη στιγμή, αν είναι μισογεμάτο, ή την κάβα κάποιου άλλου.

Με νομικούς όρους, το κράτημα της κάβας είναι παρακαταθήκη. Βέβαια, το ορθότερο μάλλον είναι να πούμε ότι πρόκειται για ανώμαλη παρακαταθήκη, όπως συνάγεται από τα συναλλακτικά ήθη. Στην δεύτερη περίπτωση σιωπηρά συμφωνείς ότι το μαγαζί μπορεί να χρησιμοποιήσει το μπουκάλι για άλλον πελάτη, αλλά πρέπει να σου φέρει ένα απολύτως αντίστοιχο σε ποσότητα και ποιότητα (ΑΚ 822-830).

Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά: δεν χρησιμοποιώ κάτι και το φυλάω, κρατάω καβάντζα, κρατάω μια σημείωση στο μυαλό μου για αργότερα ή «τη φυλάω» κάποιον (να του κάνω κάτι, συνήθως κακό).

Κάβα είναι η γνωστή λέξη για την αποθήκη ποτών.

  1. Από τον ορισμό του λήμματος βασίλης:

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

  1. Από εδώ:

« [...] Είναι ντροπή να φεύγεις και να μην έχεις αδειάσει το μπουκάλι. [...]» Η κουβέντα ήταν όχι τόσο κυριολεκτική, όσο μεταφορική και τώρα που έφυγε κι ο ίδιος από το τραπέζι, νομίζω ότι κι αυτός δεν το κατέβασε όλο το μπουκάλι που είχε να πιει στον Ολυμπιακό, αλλά άφησε μια κάβα για τον επόμενο θαμώνα.

  1. Από εδώ:

Ευχαριστώ τους πάντες για τις μουσικές προτάσεις. Προτίμησα αυτά τα 2 σύντομα τραγούδια και τα μεγάλα τα κράτησα κάβα για το βιντεάκι που θα του φτιάξω όταν τον ανακυρήξετε MVP του μήνα όπως τον Λίνας και τον Τζός!

  1. Από εδώ:

Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ο Μαρούσι ότι διάβασε για το άρθρο 26 ότι παραγράφεται σε έναν μήνα. Το κράτησα κάβα... Το τσέκαρα... Όντως το αναφέρουν αρκετοί... Σήμερα όμως το ανέφερε και ο ποδοσφαιρικός εισαγγελέας, για την υπόθεση με τα στημένα...

  1. Από εδώ:

Ξεφύλλισα την ατζέντα μου για να επιβεβαιώσω ότι αυτό το σαββατοκύριακο δεν θα χρειαζόταν να ευχηθώ σε κανέναν «να ζήσει». Το «πάντα άξιος» το κράτησα κάβα για το παιδί που θα κατάφερνε να μου εξασφαλίσει μια ξαπλώστρα και αυτό το σαββατοκύριακο στην παραλία των ρεζερβέ.

  1. Από εδώ:

Ακόμα δεν ήρθε κι άρχισε τις μεγάλες δηλώσεις ο Ζεάν Μακούν. Ο Καμερουνέζος μας ενημέρωσε ότι έχει κρατήσει ...κάβα ένα γκολάκι για τη Μαρσέιγ στην πρώτη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.

Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.

  1. Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)

  2. Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)

  3. Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)

στο 1:00 (από anchelito, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, αισθάνεται ευφορία και συχνά παραφέρεται.

Χτες το βράδυ ήπιαμε 4 μπουκάλια ουίσκυ και γίναμε γιάμπαλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παραθέτω ορισμό σύμφωνα με τη χρήση που εχω συναντήσει. Malakia, αν εννοούσες κάτι άλλο, σορρυ).

Το Famous Grouse είναι γνωστή μάρκα σκωτσέζικου ουίσκυ, με σήμα μια πέρδικα. Η διαφήμιση που καθιέρωσε την πέρδικα αυτή ως σήμα κατατεθέν του αυτού ουίσκυ, ήταν μια κατά την οποία γέμιζαν την πέρδικα με φιλιά.

Όταν κάποιον τον φιλάνε συνεχώς, λέμε ότι «τον έκαναν famous grouse». Στους ελληνάρες οφείλεται η λανθασμένη ανάγνωση του «famous» αντί για «φέημους», ως φάμους -ή στους μη-αγγλομαθείς;

Πωπω, η Μαρία είναι τρομερά διαχυτική! Με γέμισε στα φιλιά! Φάμους γκράους μ' έκανε!

(από Khan, 14/01/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.

Ρε ντίρλα, πιες ένα κιλό, όχι τρία κιλά στην καθισιά σου, έλεος ...είπαμε να το πίνεις, όχι να σε πίνει.

drunk (από georgegreek, 28/12/11)Σε έφαγε το αρνί Μιχαλάκη μου... (από Galadriel, 29/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάνιος μπαρμπαδισμός, αναφέρεται στο αλκοόλ (στο κρασί συνηθέστερα), αλλά χρησιμοποιείται συνθηματικά για τις ναρκωτικές ουσίες εν γένει.

  1. - Τάκη! Πιάσε ένα κατρούτσο μπρινιόκο!
    - Έφτασεεε...

  2. - Ψήσου να σκάσεις από δω μετά ρε.
    - Μπα ρε φίλε θ' αράξω σπίτι.
    - Έλα μωρή θεία να πούμε, ξεκούνα, θα παίξει και μπρινιόκο... - Έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλκοολικός, αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών, συνώνυμο του «μπεκρής».

- Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις τον κυρ Γιώργη, στο καφενείο είναι...
- Γαμησέ τα, νταμιζάνας μεγάλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified