Further tags

Να κάνεις μια πράξη ή μια δήλωση που να σε καθιστά ή να σε κάνει να δείχνεις καθυστέρι, δηλαδή πνευματικώς καθυστερημένο άτομο, γιωτόμπαλο κ.τ.ό. Πρόκειται ασφαλώς για κοινωνικώς ρατσιστική έκφραση που θίγει ότι κάποιος έκανε ή είπε μια γιωτομπαλιά.

  1. Libtard καθυστεριές. Πλήρη αφοπλισμό της αστυνομίας και απελευθέρωση όλων των μαύρων από τις φυλακές οι οποίοι κρατούνται για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά ή μη βίαια εγκλήματα ζητάει ένα από τα ινδάλματα των "προοδευτικών" στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), Michael Moore. (Πχόρουμ).
  2. Τσιπρόφωνα, σταματήστε να μολύνετε τα τίμια νήματά μου με τις καθυστεριές σας. Ξουτ! Ξουτ λέμε! (Νήμα βενιζελικών μελετών στο Ελεύθερο Ελληνικό Φόρουμ).
  3. Μετα εγω και το Μιτσμομπιλ γινηκαμε ενα, και στ' αρχίδια μου και σεις και το μετρο σας και οι καθυστεριες σας. (Από το Ελέκτρικ Ρέκβιεμ).
  4. Τι καθυστεριες παλι θα ακουστουν σε αυτο το θεμα? (Ινσέψιο, καθώς το σχόλιο έγινε στο θρεντ στείρωση σε ΑΜΕΑ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό εκ του επιθέτου «ζαρχίδης».

-Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη, προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσμενη και αναπάντεχη αναποδιά. Συνώνυμα: ήττα, νίλα, πακέτο, κάζο.

Συνήθως ακολουθείται από το ρήμα τρώω σε αντίστοιχο χρόνο, ενδεχομένως και όχι.

  1. - Τ’ άκουσες, ε; Θα κάτσουμε ως τις 8 στο γραφείο.
    - Ψωλιά που φάγαμε και σήμερα..

  2. Τί ψωλιά ήταν κι αυτή!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα του μαντζίρη (για όλους τους ορισμούς).

  1. Αυτός, με τη μαντζιριά του έχει γίνει πλούσιος.

  2. Η μαντζιριά αυτής της γκόμενας είναι κολλητική. Σε λίγο θ'αρχίσουμε όλοι να κλαίμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι καταθλιπτικό και συνήθως βαρετό που σε φέρνει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.

-Γαμώ τα κομμάτια, ε;
-Καλό ειναι, δεν λέω, αλλα πολύ κοψοφλεβιά ρε παιδί μου... Βάλε να ακούσουμε κάτι πιο χαρούμενο!

Από το κόβω φλέβες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως παρωχημένος ο όρος πλέον, γνώρισε μεγάλη δόξα όταν ο Ιταλός προπονητής Αλμπέρτο Μαλεζάνι βρισκόταν στην Ελλάδα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αναπάντεχη / απροσδόκητη / ανεξήγητη αλλαγή παίκτη / συστήματος κλπ από τον Αλμπέρτο.

Πω τον πούστη τον Ιταλό άρχισε τις μαλεζανιές... Σέριτς βάζει εξτρέμ, Τζιόλη οργανωτή και κόφτη μαζί, Λεοντίου μπακ... Τι 11αδα κατέβασε το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν:

  1. τον χώνουν οι υπόλοιποι για να βγάλει το φίδι από την τρύπα
  2. ακούσει κάτι συνταρακτικό που τον επηρεάζει άμεσα (κυρίως για δουλειά)
  3. το παθαίνει στην κυριολεξία

Η φράση είναι υπερθετικού βαθμού σε σχέση με τα συνώνυμά της και δείχνει κάτι το αναπόφευκτο. Προέρχεται από κλασικές σκηνές πορνό, όπου το άτυχο θύμα είναι αυτό που θα τον πάρουν τα σκάγια από τους πρωταγωνιστές (συνήθως στα αυτιά - όπου θα του τον ακουμπήσουν κιόλας) ή θα του τον χώσουν από πίσω την ώρα που κάνει αυτός σεξ ανυποψίαστα (φερμάρω) στο πλάνο.

Γενικά δείχνει μπαμπέσικο χώσιμο από τρίτους συνήθως στον πιο αγαθό. (μπαμπέσας)

Συνώνυμα: χοσέ κουέρβο, χοσέ αρμάντο.

1.- Πώς πάει φιλαράκι η δουλειά;
- Άσε ρε φίλε, έφαγα ψωλιά! Μου έκαναν προαγωγή, αλλά χωρίς αύξηση... Θα είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι και Σ/Κ γραφείο...! Γαμήθηκε το σύμπαν!!!

2.- Καραμήτρος!! Σήμερα το μενού έχει τουαλέτες, μαγειρεία, θαλαμοφύλακας και το βράδυ γερμανικό!
- Ρε τον κακομοίρη τι τού 'μελλε να πάθει... Τρελή ψωλιά έφαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...

Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...

Σχετικά: άνετα, ανετίλα, άνετος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης τσιγάρο. Εναλλακτικά αναφέρεται ως υποτιθέμενο φυτό που παράγει ως καρπούς τσιγάρα (χρησιμοποιείται για να κάνει κάποιος τράκα με χιούμορ).

  1. Κάνουμε μια τελευταία τσιγαριά και πάμε για ύπνο.

  2. Ανέβα ρε στην τσιγαριά και πιάσε μου ένα τσιγάρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη σύνθεση των αγγλικών λέξων too much, δηλαδή πάρα πολύ. Δηλώνει το υπερβολικό, την πάνω από τα όρια κατάσταση.

Χρησιμοποιείται πολύ από τους Έλληνες του εξωτερικού, από τους οποίους και προέρχεται.

- Πιστεύεις ότι είναι καλή ιδέα να της ζητήσω να πάμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι;
- Ε ναι ρε μαν, κάτσε λίγο, τουματσιά εντελώς! Ούτε 3 βδομάδες δε γνωρίζεστε καλά καλά!

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified