Selected tags

Further tags

Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.

Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.

(από xalikoutis, 30/10/08)(από dryhammer, 16/05/14)

Σχετικά: κρεμμυδασκέλες, μπαλόνια, νταούλια, αερόστατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.

- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!

Buddha Pesto (από Vrastaman, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.

Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.

Με το καινούργιο Τζέημς Μποντ έκλα-Sam Mendes! (από Khan, 19/11/12)

Βλ. και κλάνω πετούγιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».

- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!

Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.

(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω.

- Καλά, και θα τράκαρες;
- Άσε ρε, είδα τον χριστό φαντάρο σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραμυθιάζω, πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

- Και τι λέγατε με τον λεγάμενο τόσες ώρες;
- Μου πουλούσε μπαλαμούτι μπας και του κάτσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κι έτσι». Γράφεται και προφέρεται σα μία λέξη και χωρίς το τελικό . Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει παραλληλισμό με μία κατάσταση ή έναν χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά άχρηστο.

- Πήγαμε μπαρότσαρκα κιέτσ'.

- Άσε με, με τον μαλάκα. Την έχει δει αρχηγός κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified