Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.
Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.
Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.
Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.
Σχετικά: κρεμμυδασκέλες, μπαλόνια, νταούλια, αερόστατα
Got a better definition? Add it!
Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.
- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Got a better definition? Add it!
Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».
- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!
Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.
Got a better definition? Add it!
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Got a better definition? Add it!
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.
(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Παραμυθιάζω, πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
- Και τι λέγατε με τον λεγάμενο τόσες ώρες;
- Μου πουλούσε μπαλαμούτι μπας και του κάτσω...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει «κι έτσι». Γράφεται και προφέρεται σα μία λέξη και χωρίς το τελικό -ι. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει παραλληλισμό με μία κατάσταση ή έναν χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά άχρηστο.
- Πήγαμε μπαρότσαρκα κιέτσ'.
- Άσε με, με τον μαλάκα. Την έχει δει αρχηγός κιέτσ'.
Got a better definition? Add it!