Further tags

Επιφώνημα που εμμέσως πλην σαφώς παραπέμπει σε μαλάκα! / μαλάκω!

Το εκστομίζεις όποτε βρεθείς αντιμέτωπος με κάποιο γελοίο υποκείμενο που προβαίνει σε θρασύτατη μαλακία ή πουστιά, όπως π.χ. να σφηνωθεί πρώτος στην ουρά κάποιοας δημόσιας υπηρεσίας, να παρκάρει την Cayenne του μπροστά από ράμπα αναπήρων, κοκ. Ενός κραξίματος μύρια έπονται, αλλά το αυτί του ωραίου σπάνια ιδρώνει: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας...

- Λάουρα έμαθες τι έκανε ο Βαγγέλας; Πήγε και κάρφωσε το Pierre στην αστυνομία, και τον απελάσουν ήδη στην Cote d’Ivoire!
- Ωραίος ο παίκτης, Λίλιαν! Ήθελε τον Πέρι όλο για τον εαυτό του η παλιο-λινάτσα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά όταν ένας ακατάλληλος άνθρωπος βρεθεί σε μια εντελώς ακατάλληλη για αυτόν θέση με συνέπεια οι προοπτικές για τους υπόλοιπους να διαγράφεται δυσοίωνη.

Παραπέμπει στην αγορά του συγκεκριμένου κοψιδίουκελεπουριού από τον κρεοπώλη.

  1. Εκφωνητής ματς: «Μπασίνας το ΣΟΥΤ!!!!! ... έξωωωωω...»
    Φίλαθλος: «Κοίτα ρε έναν παραπλήγα... Ψωνίσαμε από σβέρκο!» (από εδώ)

  2. «Το ΠΑΣΟΚ δεν κληρονομείται» έλεγε ο Ανδρέας και είμαι σίγουρος ότι το πίστευε. Όλοι το πιστεύαμε τότε! Εν τούτοις ψάξαμε το βιολογικό διάδοχο του και ψωνίσαμε …από σβέρκο. (από εδώ. Βλ. και πρώτο μύδι της γουγλο-αναζήτας)

(από Vrastaman, 30/10/09)(από Vrastaman, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λαλήσει, έχω σαλτάρει, έχω πάθει λαλά, ταράκουλο και τραμπάκουλο ένα πράμα, τραγουδώ ♪♫ τραλαλά ♪♫ καθώς με κυνηγάει με την απόχη ο συμπαθής κύριος με την λευκή ποδιά.

Οι λαίουρες και οι τετρατριχοτόμες γιαλόμες προκρίνουν το ψυχικό τραλαλά.

- Η αριστοφανική λέξη (...) έχει καταγραφεί στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Ο editor αρνείται να την δεχτεί ολόκληρη, παθαίνει ψυχικο τραλαλά και βάζει διαστήματα. Ιδού: «λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκ ρανιολειψανοδριμυποτριμμα τοσιλφιολιπαρομελιτοκατακ εχυμενοκι-χλεπικοσσυφοφαττοπεριστερ αλεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγ κλοπελειολαγωοσιραιοβαφητ ραγανο-πτερυγών»
(εδώ)

- Είναι γεγονός, μάγκες μου, ότι ο ιμπεριαλισμός τρέμει. Έπαθε ψυχολογικό τραλαλά με τα αυξημένα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Η Κάγκελα Μέρκελ πάσχει εδώ και δέκα μέρες από ιλίγγους, κεραυνός έπεσε στο αεροπλάνο που μετέφερε τον Ολάντ...
(εκεί)

- Δεν θα πρέπει κάποιος επιτέλους να πληρώσει για το ψυχολογικό τραλαλά που περνάει όλη η Ελλάδα; (παραπέρα)

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συντάσσεται με το ρ. «κάνω» ή «παριστάνω», και σημαίνει προσποιούμαι τον ανήξερο/αδιάφορο, κάνω τον Κινέζο ή τον Αλέκο, ποιώ την πάπια (ή νήσσα), ή ακόμη «το παίζω τρελίτσα».

Καλά, αν δείτε κανέναν διαρρήκτη το βράδι σπίτι σας, κάντε τον ψόφιο κοριό και αφήστε να σας βουτήξει ό,τι βρει... Καλύτερο από το να πάτε γυρεύοντας για καβγά μαζί του. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίζες στο ελεύθερο κάμπινγκ σε έρημες ακρογιαλιές και άμεσα κατανοητή σε όποιον έχει κάνει αυτό το συγκεκριμένο είδος διακοπών - και ξέρει και τα συν και τα πλην.

Όταν αναφέρεται σε καταστάσεις, χύμα στο κύμα μπορεί να σημαίνει απόλυτη χαλάρωση, ξεκούραση και ξενοιασιά αλλά και ανοργανωσιά, προχειρότητα ως εκεί που δεν πάει άλλο και αυθαιρεσία. Και όταν λέμε ότι κάποιο άτομο είναι χύμα στο κύμα μπορεί να εννοούμε ότι είναι αυθόρμητος, ανεπιτήδευτος και γνήσιος αλλά παράλληλα και αδιάφορος, τσαπατσούλης και εν γένει και ό,τι νάναι.

Όπως το χαβαλέ, που είναι πάνω κάτω συνώνυμο, έκφραση απολύτως σχιζοφρενική και πολύ Ελληνική - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Σχετικά λήμματα: Ίφκινθος, χαλαρά, χαβαλέ, χαρμπαγιάγκαλος, του μουνιού το πανηγύρι, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

  1. Camping rules!!!!!! Και φυσικά αν είναι και σε παράνομο μέρος τόσο το καλύτερο. Και τα οργανομένα camping ειναι ωραία φάση, αλλά αν δεν είσαι χύμα στο κύμα... εκεί είναι όλη η γλύκα, να ψάχνεις να βρείς νερό ΑΝ θέλεις να κάνεις μπάνιο ... (Από forum)

  2. Γενικως οι υπηρεσιες ειναι παρα πολλες,τα ατομα σχετικα λιγα και το χωσιμο παει συννεφο απολες τις μεριες.Και το χειροτερο ειναι οτι αυτα συμβαινουν οχι γιατι η μοναδα εγινε 'προβλεπε' αλλα γιατι ειναι χυμα στο κυμα τοσο πολυ που κανεις δεν ελεγχεται για το τι κανει. (Από το OMHROI.gr)

  3. Red30, μην ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο Ελλαδιστάν ( που τείνει να γίνει Αφανιστάν και Αφραγκιστάν ), και εδώ περνάνε τις *ουστιές τους χύμα στο κύμα, ακόμα και με κατοχύρωση νόμου αν χρειαστεί. (Από forum)

  4. Α,ρε Γιάννη!!!μου αρέσει ρε αυτό το άτομο...μου αρέσει!πάει και τελείωσε!είναι χύμα στο κύμα...είναι άμεσος...ειλικρινής...έχει χιούμορ...σίγουρα έχει και τις μαύρες του..αλλά εμένα μου αρέσει και κατάμαυρος!!! :lol: (Από forum)

  5. Το καλύτερο τελικά είναι το μούσι κι εγώ κατά καιρούς βαριέμαι το ξύρισμα και το αφήνω κανα μήνα :p Θέλει πολλή περιποίηση το μούσι πάντως. Αμα το αφήσεις χύμα στο κύμα και δεν το περιποιείσαι φαίνεσαι σαν σκατάνθρωπος. (Από forum)

  6. Οσον αφορά την "ευτυχία"στις εξωσυζυγικές σχέσεις...ευτυχία είναι αυτό ι προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης και τόνωσης εγωισμού?
    Καλύτερα δεν είναι να παίρνει διαζύγιο κανεις και να'χει σχέσεις χύμα στο κύμα αφού αυτό θεωρεί πως τον κάνει ευτυχισμένο? (Από το sxeseis.gr)

(από poniroskylo, 13/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικος περιπαικτικός όρος για τον εύπιστο τύπο, που χάφτει ό,τι παραμύθι τον ταΐσουν. Δηλαδή είναι συνώνυμο του χαζός / κορόιδο κλπ.

Λέγεται και χάφτας / χαύτας, εξ ου και η περιοχή των Χαυτείων στην Αθήνα (Σταδίου-Αιόλου-Απελλού) απο έναν προ αιώνος πλανόδιο πωλητή τροφίμων (γλυκισμάτων;) που έχαφτε την πραμάτεια του ένεκα λίμας.

Πιθανόν η αμερικάνικη έκφραση sucker (κορόιδο) και η σπανιόλικη mamon (βλάξ < mamar: ρουφώ, βυζαίνω), να έχουν κοινό παρονομαστή με τον χάφτα / χαφταλεύρα, την έννοια της άμεσης και άνευ ετέρου τινός κατανάλωσης – ενσωμάτωσης στον οργανισμό του θύματος έξωθεν παρεχομένων προϊόντων (υλικών ή άυλων, κουβέντες) αμφιβόλου αξιοπιστίας.

Άλλωστε με την ίδια χροιά του ενστικτώδους χλαπακιάσματος μούφας, λέγεται και η έκφραση «δόλωμα» / «καθετή» / «συρτή» κλπ, που ρίχνει κάποιος πονηρός για να «τσιμπήσει» το ψάρι.

Στο τάβλι, υπάρχει σχετική έκφραση «το τυράκι το είδες, τη φάκα δεν είδες», που αναφέρεται σε φαινομενικά έκθετο πούλι, που σπεύδει να τσακώσει ο αντίπαλος-ποντίκι, ενώ ο παίκτης του έχει στήσει παγίδα (π.χ. πιάνει ο αντίπαλος όλο χαρά ένα αδιάφορο πούλι κι ο παίκτης πιάνει τη γωνία κτλ).

- Μαλάκα δε σου ’πα, με πήρε χτες βράδυ τηλέφωνο η Σούλα και μου ζήτησε το τηλέφωνό σου!
- Αλήθεια; Δηλαδή με γουστάρει;
- Δες τον, γελάν και τ’ αφτιά του! Μη γελάς μαλάκα - στο ’παμε για πλάκα! Μωρ’ τί χαφταλεύρας είσαι συ; Σιγά μη μ’ έπαιρνε και τηλέφωνο βραδιάτικα για τα μούτρα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την πρόταση «(Να) το χαρώ», με αλλαγή θέσης του άρθρου. Γλυκιά προσφώνηση, συνήθως σε μικρά παιδιά και όχι μόνο.

Χρησιμοποιείται και σε όμορφα κορίτσια και ως «Χαρωτάκι».

  1. - Έλα χαρώτο να φας το φαγάκι σου μην κρυώσει.

  2. - Χαρώτο γω ένα κουκλάκι που 'χω 'γώ.

  3. - Κοίτα μια κούκλα εκεί...
    - Πού;; Πω Πω ενα χαρωτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified