- Καταλαβαίνω.
- Πωρώνομαι.
Πήγα χτες στο live του Ice Cube, φιλάρα, όλα τα μάνεϊ, μας έκανε το αλάνι να νιώσουμε.
Πήγα χτες στο live του Ice Cube, φιλάρα, όλα τα μάνεϊ, μας έκανε το αλάνι να νιώσουμε.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ macho gay. Ο υπέρ το δέον φουσκωτός σε στυλ άγριου πορτιέρη αλλά με πωπό λουγκρίτας. Μιλάμε για πολλές ώρες σε γυμναστήριο (συν κάμποση αναβολικούρα μέσα, για να δέσει το γλυκάκι). Συνήθως made in USA. Το στυλάκι φοριέται πολύ στη Μύκονο. Άντε παιδιά, καλούς απογόνους...
Έχουνε γίνει όλοι φουσκωτόπουστες. Ούτε να τους κράξεις δεν μπορείς πλέον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για το ακρωνύμιο της φράσης «Αν καταλαβαίνετε τί εννοώ» και χρησιμοποιείται σαν πασπαρτού στα ιντερνετικά φόρα και τσατ ρουμς. Συχνά συμπληρώνεται και με το ακρωνύμιο «κνκ», δηλαδή «και νομίζω καταλαβαίνετε»
Κάτι μου λέει ότι αυτό το λήμμα θα πάρει τον μπούλο στο σλανγκρ, άκτε. Ωστόσο, αν με ρωτάτε γιατί το ανεβάζω, θα σας απαντήσω «σλανγκική διαστροφή», άκτε. Κνκ.

Got a better definition? Add it!
Άλλος ένας κινηματογραφογενής χαρακτηρισμός γυναίκας, που σερβίρει κοτσάνες ένεκα αγνοίας της ελληνικής, είτε απλοϊκά είτε και με ύφος.
Η συμπαθής κατά τα λοιπά, ονοματοδοτούσα τον όρο ηθοποιός, αμόλαγε καδένα τα μαργαριτάρια (π.χ. αφίχθη ψες αεροπλανικώς, ο αστήρ ντεμπουντέρνει αύριο, τον εβάρεσε στο ζοριλίκι < Ζορό κλπ), στις ελληνικές ταινίες, όπου τα δουλικά αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη (απλοϊκές χωριατοπούλες π.χ. την Κυριακή έχω έξοδος, το ολοκαύτωμα του Ζαρκαδίου κλπ, αστοιχείωτες π.χ. η Βάσια Τριφύλλη «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» που έλεγε για το γαϊδούρειο ίππο και τον Οιδίπου τον τυραγνισμένο κλπ, επηρμένες π.χ. «Η σοφερίνα», γλωσσούδες π.χ. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», φαντασμένες π.χ. «Αχ αυτή η γυναίκα μου» ιδίως όταν παραβάλλονταν με τις σικ (sic) κυράδες τους (συνήθως την ανακτοπριμοδοτημένη κι ατάλαντη βουγιούκλω)…
Τη ρεβάνς όμως την πήραν στον «Ηλία του 16ου» (1959), όπου το δαιμόνιο ντουέτο Σακκελάριου-Γιαννακόπουλου κατάφερε αφ’ ενός καίριο πλήγμα στους νεόκοπους ψευτο-αστούς, (ξεφτιλίστηκαν μες στην Αστυνομία που ξεσκεπάστηκαν αφού είχαν φορτώσει τις ανομίες τους στο φτωχοκόριτσο), αλλά και νομιμοποίησε (!) την κλοπή εξ ανάγκης, κατά το σπανιόλικο θέσφατο «όποιος κλέβει κλέφτη έχει εκατό χρόνια συγχώρεση» (el que roba un ladron, tiene cien anos de perdon).
Αυτό το ζώο, που θέλησε να κάνει ριμέικ για να τα κονομήσει, τίποτα δεν κατάλαβε από το ειδικό πολιτικό βάρος του έργου…
Αλλά η εσφαλμένη χρήση της ελληνικής, εκτός απ’ τα στρατά και τη λαϊκούρα (που στο φινάλε-φινάλε δικαιολογούνται), γινόταν και γίνεται ακόμα κι από τους ελλιπούς παιδείας μεγαλουσιάνους (βλ. δημοσιογρ-ύφος), ιδίως όταν πρόκειται να προσδώσουν κύρος στο λόγο τους (όπως νομίζουν), χρησιμοποιώντας σόλοικους αρχαϊσμούς ή και αντζελισμούς, κατά το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης (π.χ. το κατέστημα, τα κυανούν ύδατα, οι δικασθές κλπ), το οποίον είναι μάλλον ψυχο-κοινωνική παρά γραμματική πάθηση.
Τούτο ανάγεται στο γλωσσικό ζήτημα (δεν θα μακρηγορήσω κ. πρόεδρε) και στους βαυαρούς, που λυσσάξανε ότι η καθομιλουμένη ελληνική είναι δήθεν παρακατιανή της αρχαίας (ποιάς απ’ όλες;) Χώρια που, πάνω απ’ όλα υπερίπταντο τα γαλλικά (βλ. ένα κάντρο του πιρκασόν, λακριντί κλπ).
Ούτω πως, οι νεοέλληνες επί 150 χρόνια δεν εδικαιούντο να ομιλούν τη μητρική γλώσσα τους (τέτοιος ενδορατσισμός υφίσταται και σήμερα με τις διαλέκτους), πράγμα που ούτε οι Οθωμανοί τόλμησαν να ονειρευτούν!
Έτσι, ακόμα και τα μαγκάκια, που σέρνονταν από τμήμα σε δικαστήριο και τανάπαλιν, ψαρεύανε δώθε-κείθε τις ελληνικούρες του επισήμου Κράτους και μετά λέγανε τα δικά τους, π.χ. η αναγκαιότη, εφτακούνητο (αυτοκίνητο), τα πετριπαράδοτα, ένεκα λόγοι τιμής (δικαιολογία συνήθως κατόπιν ξυλοδαρμού-μαχαιρώματος αντιπάλου ή ξουρίσματος-μαδήματος αδελφής), ο πάσα ένας, περιδιαγραμμάτου, προσωπιδοφόρο επάγγελμα κλπ.
Βλ. ρεμπέτικα με λόγιες εκφράσεις που δεν κολλάνε με τα συμφραζόμενα:
«…φεύγεις και μ’ αφήνεις μοναχό μου
κι έχω την κατακραυγή του κόσμου,
γουστάρησες να μου την αμολήσεις
με άλλονε να πας να βρεις να ζήσεις…»
«…Τα βάσανα μου μ' έριξαν στα ξένα
και μ' έχουν της ζωής κατάδικο
αχάριστη δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο…»
«… και στο πέμπτο όλη η λαθρεμπορία
και στο έκτο όλη η σκευωρία…»
- Άχ, παίξτε μας λίγο Σοπενάουερ στο πιάνοοοο!
- Άιντε να χαθείς μωρή στυλιανοπούλου! Ρεζίλι μ’ έκανες στους ανθρώπους…
Got a better definition? Add it!
Ψευδο-ιταλοπρεπής χιουμοριστική έκφραση, που δηλώνει νοσταλγία για την τίμια πίτσα, που έφτιαχναν μια φορά οι πιτσαρίες του κώλου στην Ελλάδα, σε κάτι λαμαρινένια συρτάρια βουτηγμένη στα πολυκορεσμένα παλιόλαδα.
Μύριζε λαμαρινίλα κι βγαινε σε δυο μόνο τύπους:
Μετά το 1990, που οι κωλοέλληνες ξεψαρώσανε και ζητήσανε (λέει) ποιότητα κι έτσι, εγκατέλειψαν τις παλιές πιτσαρίες (που μαράζωσαν), στρεφόμενοι σε καινούριες, μουράτες, ντιζαϊνάτες, με δήθεν ευρεία ποικιλία πίτσας-σπαγγέτι (καμία απο δαύτες δεν έχουν ανταπόκριση στην Ιταλία) με υποχρεωτικό ξυλόφουρνο για πιο αισθητική...
Έλα όμως που, ακόμα κι αυτές, οι καλοφαγάδες Ιταλοί δεν τις αναγνωρίζουνε για δικές τους και τις βρίσκουν λαδερές, υπερβολικά παχύ το προζύμι και παραφορτωμένες αλλεπάλληλες επιστρώσεις υλικών, αφού ο λιγούρης νεοέλληνας ζητάει τα πάντα όλα πάνω στην πίτσα, ωσάν να πρόκειται για ποικιλία ούζου...
Το βασικό συστατικό της πίτσας είναι η λιτότητα. Λέει σωστά ο Χατζής «η πείνα τρέφει τα παιδιά κι ο ύπνος τα γερνάει». Η παραδοσιακή ναπολιτάνικη πίτσα, ήταν το φαΐ του φτωχού=Ένα ψωμάκι-πίτα με πασπαλισμένα υπολείμματα απ’ το χτεσινό φαγητό (κανά κρομμύδι, καμιά ελίτσα, φρέσκια ντοματούλα κι όξω απ’ την πόρτα, όπως λένε).
Η πλάκα είναι, ότι κατά πάσα πιθανότητα η πίτσα, έλκει την καταγωγή της απο την αρχαιοελληνική ταπεινή πιτούλα και ιδίως τον πλακούντα με μέλι (όπως περίπου τις φτιάχνουν ακόμα οι ελληνικότατοι Κρήτες στα Σφακιά κι ας λέει ο Καζαντζάκης), ίσως και με κάποιες επιρροές από την Αραπιά.
Άραγε, η νεοελληνική προτίμηση για την πυραμιδωτή (τίγκα στο δευτεράντζα υλικό) πίτσα με τα κάλπικα όσο και βαρύγδουπα ψευτο-φράγκικα ονόματα, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς το ελληνέζικο «μηδέν άγαν» και καταδεικνύει το ποσοστό μας σε περιεκτικότητα ελληνικής παιδείας (!)
Σ.Σ. Προκειμένου να παρηγορηθούν οι ελληνολάτρεις, να προστεθεί ότι η εγκλέζικια λέξη «μπέικον» είναι ελληνικής προελεύσεως, διότι προέρχεται απο το τριγενές και τρικατάληκτον ουσιαστικοποιημένον επίθετον ο μπέικος-η μπέικια-το μπέικον, επίρρημα: μπέικα (την περάσαμε), βλ. άλσος Βεΐκου και προέρχεται από την υποτακτική του ρήματος βαίνω (βλ. το Ηρακλειτιώτικο «τα πάντα ρει και ουδέν μένει, δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»)!
-Πάμε για κανά βρώμικο;
-Εγώ ψήνομαι για πίτσα λαμαρίνα. Έχει ένα χλιμίτζουρα εδώ στη γωνία. Είσαι;
-Τί’ πες τώρα; Φύγαμαν!
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστική έκφραση Κυψελιωτών-Πατησιωτών, που δηλώνει αγάπη για την περιοχή τους, όπως άλλωστε φάνηκε με την μαζική κινητοποίηση περιοίκων για τη σωτηρία των δέντρων στo παρκάκι Κύπρου και Πατησίων, από τον Ομέρ Πριόνη...
Προέρχεται από την, γειτονική στα Πατήσια-Κυψέλη, οδό Καλλιφρονά και το γνωστό άσμα των Dead Kennedys «California uber alles»!
-Πού μένεις;
-Καλλιφρόνια ούμπερ άλλες!
-Σοβαρά; Εγώ Κέας! Πάμε Ρόξυ για καμιά μονοστεκιά;
Got a better definition? Add it!
Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.
Είναι γενικώς απρόβλεπτο.
-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση που τείνει να γίνει θρησκεία για τον πάσχοντα.
Προδίδει υπέρ - μακροχρόνια αγαμία σε διάστημα τέτοιο, ώστε η τελευταία ερωτική συνεύρεση να χάνεται στο βάθος του χρόνου.
Ο αγάμιος (θρησκευτικοποίηση του αγάμητου) έχει πλέον αποφασίσει την αγαμία του, την υποστηρίζει και από πρόβλημα την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Θεωρεί πλέον προβληματικούς αυτούς που ζουν μια φυσιολογική κατ’ άλλους ζωή και βρίσκεται με το ένα πόδι στον Άθω.
-Την αγαμοσύνη μου μέσα
(για άλλους, το χ..... μου)
Got a better definition? Add it!
Καφετέρια ή μπαρ-ρεστωράν, συνήθως εντός πολυκαταστήματος, όπου υφίσταται θόλος από γυαλί, ώστε οι θαμώνες να μην χάνουν (λέει) την επαφή με τα καιρικά φαινόμενα (π.χ. ήλιος, βροχή κλπ) εν είδει atrium (αίθριο).
Συνήθως απρόσωπο αν και πολυάνθρωπο, πολύβουο και κλειστοφοβικό αν και ευμεγέθες, βοηθά το μαγαζάτορα ν' αβγαταίνει τα κέρδη του, ενώ οι πελάτες αναπτύσσουν χλωροφύλλη.
Αν δεν τους ποτίσουν κάτι φίλοι...
-Πάμε στο Μώλλ για καφέ;
-Πού ρε, άσε με τα θερμοκήπια να πούμε! Μια φορά πήγα για ψώνια κι έφυγα με πονοκέφαλο...
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά του νεοέλληνα, με την οποία απαξιώνει συλλήβδην, τα αναρίθμητα και άχρηστα, τις περισσότερες φορές, χαρακτηριστικά που φέρνουν οι πρεσβευτές της Χάϊ Τεκ, στη ζωή μας. Και ενώ ως σκοπό έχουν να διευκολύνουν τη ζωή μας, τις περισσότερες φορές μας πονοκεφαλιάζουν.
Η έκφραση απαντάται και με τις εξής μορφές:
Τι θες, να κάνει και καφέ;!!
Το απόγειο της τεχνολογίας για το νεοέλληνα, δεν μπορεί παρά να είναι συνυφασμένο με τη προετοιμασία και το σερβίρισμα του ανωτέρω ροφήματος. Τι να την κάνεις την Χάϊ Τεκ, αν δεν μπορεί να φτιάξει καφέ, και καφέ που να πίνεται!
Οι έξυπνες Ελληνίδες από την άλλη, κωλώνες του σπιτιού [sic], γνωρίζοντας το, χρησιμοποιούν την παρασκευή και το σερβίρισμα του καφέ, αντί SMS. Δηλαδή και εδώ η τεχνολογία υπολείπεται. Παράδειγμα:
- Το καινούριο μου κινητό, γαμάει. Wi fi, άπειρη μνήμη, μπαταρία ντούρασελ, και έχει και 27 τρισεκατομμύρια χρώματα.
- Ναι, αλλά καφέ κάνει, ρε μπαγλαμά;
- Και εδώ βλέπετε το καινούριο μοντέλο της Nissan, το οποίο διαθέτει ABS, CMS, τριπλό DRE και με το πάτημα ενός κουμπιού αλλάζει το χρώμα στις ταπετσαρίες! - Μπράβο, μπράβο. Μόνο καφέ δεν κάνει δλδ!
- Κοίτα προγραμματάκι που βρήκα μαλάκα.
- Για λέγε, για λέγε...
- Κοίταξε, μετατρέπει όλα τα αρχεία ήχου σε ό,τι θέλεις, τα αρχεία βίντεο επίσης, έχει audio recorder και editor, και έχει και φιλικό μενού.
- Ναι αλλά...
- Τι αλλά, μόνο καφέ δεν κάνει ρε μαλάκα!
Got a better definition? Add it!