Further tags

Aγγλιστί yobbo: ο κάγκουρας, αυτός που'χει κάψει εγκέφαλο, ο κατεστραμμένος.

  1. Περπατούσα για το σπίτι χτες και πέτυχα έναν γιόμπανο που έκανε παντιλίκια σε ένα στενάκι για να πουλήσει μούρη στη γκόμενα, μέχρι που του 'φυγε και χτύπησε δύο παρκαρισμένα.

  2. Έχω βαρεθεί μέχρι αηδίας τους γιόμπανους που περνάνε από τις γειτονιές με τη μουσική στο 11 και ακούγονται 7 τετράγωνα μακριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω πάρα πολύ. Πίνω τον Βόσπορο. Αγγλιά («to drink one's weight») που ακούγεται στον ύμνο των James «Getting away with it».

Είναι γερό ποτήρι, σου λέω. Κάθε βράδι γυρίζει τα μπαρ της Λεωφόρου Νίκης και πίνει το βάρος του.

Στο 2:42 (από allivegp, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της φράσης suck my dick (ρούφα το μόριο μου) με σκοπό να περάσει απαρατήρητη και να μην επισύρει αντιδράσεις από τον αποδέκτη της ενώ επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαριτωμενοπροστυχιά με σκοπό το άμεσο πέρασμα από χαζοχαρούμενη στιγμή σε πεολειχία.

Βλ. κι εδώ.

- Επικίνδυνοι ελιγμοί, κράνος περασμένο στον αγκώνα, κομμένη Sebring, λυπάμαι αγαπητέ δεν μου αφήνετε περιθώρια πρέπει να σας κόψω κλήση, τι λέτε ;
- Ντακ μάϊ σικ...
- Δεν κατάλαβα
- Εννοώ το αφήνω στην κρίση σας κύριε όργανο.

- Μωράκι μου....
- Τι είναι τζουτζούκο μου;
- Its been a long time, will you.... ντακ μάϊ σικ;
- Χαχαχα είσαι χαζούλης, το ξέρεις ; .
. .
- Σλουρπ μμμ σλουρπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι διοικητικά, χωρίζονταν κατά Οίκους (Ojaks) με επικεφαλής εκλεγμένους ή κληρονομικώ δικαίω Μπέηδες (τούρκικα: bey απ' το τουρκοτατάρικο beğ) και κάθε Οίκος αποτελούνταν από Οικογένειες (Semsele) με επικεφαλής Αγάδες (τούρκικα: agha ή ağa) ή Μπέηδες.

Δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω αν και κατά πόσο το Semsele σχετίζεται ετυμολογικά με το πολυσήμαντο τούρκικο silsile: αλυσίδα, ακολουθία, καταγωγή, διαδοχή, γενεαλογική σειρά.

Ο όρος λοιπόν σημαίνει το σόι, τη φάρα, την οικογένεια συχνά και με πιο ευρεία έννοια. Χρησιμοποιείται με αρκετή δόση ειρωνείας υπονοώντας τόσο τη βαβούρα, όσο και τα μπερδεμένα αισθήματα που μας προκαλούν όλοι όσοι σχετίζονται με μας μόνο με κάποιο βαθμό συγγένειας και τίποτε άλλο, αφού οι κοινωνικές συμβάσεις επιβάλλουν μια κάποια συμπεριφορά που όταν δεν είναι αυθόρμητη, δημιουργεί, ενίοτε, κάτι σαν ενοχές.

Παίζει και η φράση (όλο) το σόι και το σιμσελέ με την έννοια: οι πάντες όλοι συγγενείς, μικροί-μεγάλοι, κοντινοί και πιο μακρινοί.

Ήδη γνωστό στο σάιτ από το γαμώ το σεμσελέ μου του iwn, το ανέλαβα απ' το ΔΠ κατά παραγγελία του ΜΧΣ για την ετυμολογία.

  1. Την ημέρα των εγκαινίων του νέου δημαρχιακού μεγάρου της Θεσσαλονίκης, είχα τη φαεινή ιδέα να παραστώ στην τελετή (...) Στην πλευρά του δημαρχείου, όλο το «σιμσελέ» της Θεσσαλονίκης, οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αρχές του τόπου, και πλήθος χειροκροτητών, περίεργων περαστικών και επίδοξων καταδρομέων του μπουφέ, που είναι εκ των ουκ άνευ σε αυτές τις περιπτώσεις. Στην απέναντι πλευρά, διαμαρτυρόμενοι πολίτες, υπό κομματικά πανό αλλά και ανεξάρτητοι, με ποδήλατα, σκυλιά, έξυπνα συνθήματα που παρέπεμπαν στο οικονομικό σκάνδαλο, στην τσιμεντοποίηση και άλλα.

  2. Περπατούν προσεκτικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους στον οικείο εκλογικό τους δρόμο. Ναι, στο δρόμο για το σχολειό της γειτονιάς, το περικυκλωμένο από τους ενοχλητικούς υποψήφιους και το σεμσελέ τους (σου προτείνουν –θες, δε θες– βιογραφικό ή ψηφοδέλτιο ή αναπτήρα), με πνευματικές λειτουργίες που βρίσκονται σε εγρήγορση.

(Απ' το δίχτυ)

  1. — Πώς τα περάσατε;
    — [Μμμ]μ… Τι να σου πω!! Όλο το σόι και το σιμσελέ παραταγμένο να ξεμετράει ο ένας τον άλλον!!
    — Άστην να λέει την αδερφή σου! Μια χαρά ήταν. Πώς να 'ρθεις κι εσύ ακοινώνητε!
    — Δε χάζεψα!!

(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα. Χρησιμοποιείται όταν ο πεοδότης διηγείται σε φίλο του την επομένη της πεολειχίας, αλλά ψιλοντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

- Για πε ρε, τι έγινε τα ψε με το παστάκι; Μπήκε ο σύρτης;
- Ε να μωρέ, όχι... Σκότι Πίππεν μόνο.
- Σσσσσσς! 'Ελα ρε πεωσφόρε! Την κέρασες πρωτείνη;
- Μπα, αερόπιπα έκανε. Ίσα που ξερόχυσα.

O Scottie Pippen με την στρατηγικού αναστήματος καλή του. (από Vrastaman, 14/06/11)Jim Beam me up Συκώτι (από Vrastaman, 18/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική έκφραση που σημαίνει κατά λέξη «πέος μέχρι εδώ» (όχι βέβαια με την επιστημονική του ονομασία) και συνοδεύεται από χειρονομία που δείχνει στο ύψος του στήθους.

Ταιριάζει με την ελληνική έκφραση «στ' αρχίδια μου», η οποία εμπλέκει τους γειτονικούς αδένες του παραπάνω οργάνου και εκφράζει την υπέρτατη αδιαφορία (στομπουτσισμό).

Φραπεδόμυαλοι, καναπεδόμυαλοι πήρε φωτιά το Κορδελιό κι εσείς σικιμέ καντάρ μέσα στα σαλόνια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από τη διεθνώς γνωστή αμερικανική τηλεοπτική σειρά «The Twilight Zone», με πιασάρικη μουσική υπόκρουση που έχει γράψει μια κάποια ιστορία.

Εκεί, λοιπόν, ο εκάστοτε γκαντέμης πρωταγωνιστής παθαίνει ταράκουλο και κλάνει μέντες απ’ τα πολλά αλλόκοτα, παράλογα, τρομακτικά ακόμη και φρικιαστικά διάφορα που του συμβαίνουν, όταν μπαίνει, άθελά του, στον εν λόγω μετα- / παρα- / υπερ-φυσικό χώρο που συνήθως στέκει εκτός χρόνου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας – παράνοιας. Συνήθως, φυσικά, προσπαθεί να την κάνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, φευ, με αμφίβολα αποτελέσματα στην τελική.

(Κάθε πιθανός συνειρμός με θητεία ή αξιομνημόνευτη επίσκεψη σε δημόσια υπηρεσία μάλλον δεν είναι συμπτωματικός).

Σε μια κοινωνία όπου παίζουν χαλαρά φράσεις όπως π.χ.: «νομιμοποίηση αυθαιρέτων» ή με φόντο μπαρουτοκαπνισμένες Σχολές το διαχρονικό: «για να διαφυλαχτεί το πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να…» και πλήθος άλλα οργουελικά, την έκφραση συνηθέστερα χρησιμοποιούν: -σε ψιθυριστούς μονολόγους (κι όχι μόνο) ταλαίπωροι Μήτσοι με τα νεύρα τσατάλια και φάτσα σάικο που θα ‘χαν πολλά να μοιραστούν με τον Γιόζεφ Κ.,
-όσοι αρνούνται να τη δουν σοφά πιθήκια για να περιγράψουν όσα επιμένουν να βλέπουν και να ακούν, και
--- τηλεορασόπληκτοι θολοϋποκουλτουριάρηδες.

Κάποιοι εξ όλων αυτών, προσφάτως, για να γλιτώσουν από μια ζώνη του λυκόφωτος όπου κάτι βαρύγδουπα συνοψίζονται στο άνοστο σουρεάλ « για να τη σώσουμε πρέπει να την πουλήσουμε μπιτ-παρά, να βγείτε οι μισοί στην ανεργία, να…», αντί να πάρουν των ομματιών τους ή τα καμένα βουνά, πήραν τις πλατείες αφήνοντας κάποιους απ’ τους λοιπούς να συνεχίζουν ν’ αγοράζουν και να πουλούν τρελίτσα.

1.
…στο «μεταναστευτικό» ο μετανάστης είναι η μία όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη είναι η κοινωνία που τον υποδέχεται, οι πόλεις που δεν είναι πόλεις, οι τοξικομανείς που σέρνονται στη Στουρνάρη μερικά μέτρα πιο κάτω από το Μέγαρο Υπατία, ο αχρείος που τρέχει με το μηχανάκι του στο πεζοδρόμιο, ο ένστολος που γυρνάει από την άλλη για να μην μπλέξει. Γιατί αυτά βρήκαν οι μετανάστες όταν μπήκαν στη ζώνη του λυκόφωτος, έναν γιγάντιο ορνιθώνα όπου ο καθένας εκβιάζει την ύπαρξή του βιάζοντας τον δημόσιο χώρο κι όλοι μαζί τρέχουν για να διορθώσουν το μόνο πρόβλημα που αναγνωρίζει αυτή η χώρα: το ύψος των επιτοκίων δανεισμού. Και εννοείται, προσαρμόστηκαν.

2.
Και επίσημα πια υπό κατοχή η χώρα!!! Όχι δεν είναι η ζώνη του λυκόφωτος. Είναι η Ελλάς του 2011…
(Σχολιάζει άρθρο των Financial Times κατά το οποίο: «Οι ευρωπαίοι ηγέτες διαπραγματεύονται συμφωνία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία πρωτοφανή εξωτερική παρέμβαση στην ελληνική οικονομία..»)

3.
Προφανώς η μανία των συναισθημάτων σου είναι εξίσου έντονη όταν βιώνεις την απόρριψη. Τότε ξεσπά ο κυκεώνας της τυφλής ζήλιας, της εμμονής, της εκδικητικότητας. Η απόρριψη είναι το μονοπάτι για τη σκοτεινή πλευρά σου. Και είναι τρομακτικά εκεί στη ζώνη του λυκόφωτος...

(όλα απ’ το δίχτυ)

Βρώμικος Νότος – Στην Καρδιά και στο Μυαλό: Στη Ζώνη του Λυκόφωτος (από sstteffannoss, 06/06/11)Το 1ο intro της σειράς «The Twilight Zone» (από sstteffannoss, 06/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άιφερ μάνατζερ!! Ο υπάλληλος τρεχαλίτσας!! Το παιδί για όλες τις δουλειές!! 'Αι φερ' αυτό, άι φερ' το άλλο!!

Σιγά μη καταντήσω ο άιφερ μάνατζερ του μαλάκα του Μήτσου!!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified