Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «καίω κύτταρα», εννοείται, καίω εγκεφαλικά κύτταρα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ο χρήστης ότι διέρχεται μια ψυχολογική και νευρολογική κατάσταση την οποία θεωρεί ή περιγράφει ως οιονεί νευροτοξική, καταστρεπτική, δηλαδή, για τους νευρώνες του εγκεφάλου.

Αυτή την κατάσταση προκαλούν:

α) (κυριολεκτικά) η χρήση ουσιών (το ψυχωσικό σύνδρομο Korsakoff λόγω αλκοολισμού είναι το παλαιότερο καλά περιγεγραμμένο νευροτοξικό σύνδρομο λόγω ουσιών, πιο σχετικά με το πλαίσιο χρήσης είναι το κάψιμο από καργιόλια, ιδίως mdma, τριπάκια (πλήττεται η μνήμη και άλλες γνωσίες, παραισθησιακές διαταραχές, ιδεασμοί κλ.π.), βλ. και καΐλας, καΐκι κ.λπ.

(μεταφορικώς (;) και σλανγκοπρεπώς)

β) η παρατεταμένη ή/και οξεία έκθεση σε ερεθίσματα που έχουν καταστροφικά αποτελέσματα για την πνευματική εγρήγορση, λογική σκέψη και αισθητική συγκρότηση (παπαρολογίες, μαλακιλίκια, σαχλαμπούχλες, γραφικότητες κλπ.)

γ) η τραγική εμμονή σε ασχολίες (καμενιές) που έχουν ανάλογη επίδραση με το (β), η εκούσια ή παρορμητική/καταναγκαστική αποβλάκωση.

δ) (με άλλο νόημα) η καταβολή πνευματικού μόχθου, αυτό που λέμε «καταναλώνω φαιά ουσία».

Προκειμένου να αντιληφθούμε την κοινωνική σημασία της έκφρασης, αξίζει νομίζω να την αντιπαραβάλουμε προς το υποδειγματικά λημματογραφημένο και μεγαλειώδες τα μυαλά μας πονάνε της (ΠΑΟΚτσήδικης) κερκίδας, όπου ο χρήστης δηλώνει ότι βιώνει την δυσπραγία, ακαλαισθησία και τελικά δυσφορία που του προκαλεί η απόδοση της ομάδας και η γενικότερη κατάστα ως οιονεί πόνο στον εγκέφαλο (στον οποίο εγκέφαλο, να σημειωθεί, δεν υπάρχουν υποδοχείς του πόνου). Μια όχι άσχετη ικανότητα «αντίληψης» των τεκταινομένων στο νευρικό υλικό του εγκεφάλου επικαλείται και η έκφραση «καίω κύτταρα».

Αλλά αν ο χρήστης του «τα μυαλά μας πονάνε» εκφράζει μια εγκεφαλοκεντρική αντίληψη του εαυτού και του συναισθήματος (στο κάτω κάτω δε λέει «σχίζεται η καρδιά μου» ή «μου γυρνάνε τ' άντερα»), ο χρήστης της έκφρασης «καίω κύτταρα» είναι βουτηγμένος μέχρι τα πορτοκαλί oakley σε μια μεσολαβημένη από νευρο-discourses αντίληψη για τον εαυτό, ακόμα και - ή μάλλον ειδικά όταν - η χρήση του «καίω κύτταρα» είναι μεταφορική.

Ο φουκωϊκός κοινωνιολόγος Nikolas Rose που αρχικά μελέτησε τη διάχυση της ψυχολογίας ως τεχνολογίας του εαυτού, μιλάει πλέον για την άνοδο των «Νευροχημικών Εαυτών» μας, που μπορούν, θά 'λεγα εδώ, να επικοινωνούν την εμπειρία από την παρακολούθηση, ξέρω 'γώ, του παιχνιδιού με τα σέικερ στο Je t'aime της Αννίτας Πάνια, με όρους, έστω απλοϊκούς, νευροβιολογίας.

σλανγκασίστ πάρε-βάλε: τζήζους.

Πόσα εγκεφαλικά κύτταρα έχεις κάψει; is on FacebookSign up for Facebook to connect with Πόσα εγκεφαλικά κύτταρα έχεις κάψει;
(γκρουπ στο φατσοβιβλίο)

kai o puretos kaiei kuttara, kai to na xtypas to kefali sou kaiei....kai to alkool kaiei,.,.,.kai o hlios akoma kaiei kuttara,,,,kai h TV akoma kai h othonh tou PC o nai..... ola auta mazi, se ena sugxrono perovallon einai oso kaiei h kathimerinh xrhsh xortou x1000000000... EPISHS den exei apodeixtei pws to na kaoun eggefalika kuttara se kanei ligotera efih (me vash to IQ) ...allo kaiw kuttara k allo zazeuw...kai allo kaio eggefalika kuttara epeidi einai xorto, kai allo kaiw me otidoipote einai proion kaushs(opws einai kai oi aktines UV)
(από εδώ)

Αναγκάζομαι να παρέμβω γιατί η παπαρολογία πάει σύννεφο και αρχίζω και καίω κύτταρα. Τι να τον κάνουμε ρε παιδιά τον βασιλιά και τον κάθε σωτήρα αν εμείς οι ίδιοι πρώτα δεν αλλάξουμε μυαλά; (από κατ' αντι-ύλην αρμόδιο φόρουμ)

καθομαι κατω ζωγραφιζουμε, σκαβουμε γλαστρες, παμε παιδικη χαρα, χαιδευομαστε, παιζουμε τουβλακια, μαγνητακια, διαβαζουμε βιβλια δεν ξερω και εγω ποσα εχουμε καμια 40αρα τωρα παιδικα, εεεεεεεεεεεε..........ΚΑΠΟΙΑ στιγμη καιω κυτταρα .....ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ....
(από thread νέων μαμάδων)

- Θεωρώ ότι η καρδιολογία είναι για τις παθολογικές ειδικότητες περίπου ότι η νευροχειρουργική για τις χειρουργικές....
- Τι είναι δηλαδή η ΝΧ για τη χειρουργική; Μη γράφεις με γρίφους...έχω κάψει κύτταρα με την Παθολογία... :
(διάλογος από thread ειδικευομένων γιατρών)

Δες και το έχω κάψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλάδος μπλε χαπάκι μπορεί να παραπέμπει, για το ευρύ κοινό, σε διεγερτικά χάπια τύπου βιάγκρα, κουλουπές χημείες αποκατάστασης της πεσμένης ανδρικής σεξουαλικότητας...

Για τους ψαγμένους, όμως, δηλαδή, για αυτούς που ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους πολεμώντας με απόκρυφα θηρία, άγνωστες τεχνολογίες και «το σύστημα», γενικότερα, για όσους σηκώνονται από καναπέδες-ντιβάνια-συνειδησιακά φέρετρα, το «παίρνω το μπλε ή το κόκκινο χαπάκι» είναι ένα μούρλια «ματριξο-σλανγκ», ευρύτατα διαδεδομένο σε οργανισμούς, ομάδες και έντυπα ακτιβισμού, εναλλακτικών θεωριών, κουλουπού.

Αναλυτικότερα, παίρνω το μπλε χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει συμβιβάζομαι, υπαναχωρώ, μπαίνω στη γυάλα των ονείρων μου για ασφάλεια και συνειδησιακό θάνατο, στήνω κωλαράκι, τα κάνω γαργάρα, γίνομαι λαγός, «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε (σλουρπ)», «πάτερ, την ευχή σας (χλατς)»....

Αντίθετα, παίρνω το κόκκινο χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει δεν ανέχομαι, αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου, επαναστατώ, υψώνω ανάστημα, «ξέρεις ποιος είμαι γω ρεεεε;», κ.α. διότι είμαι και γω ένας Νήο του δημόσιου φορέα, του ρεπορτάζ, του τουρισμού, του παραγοντισμού, κουλουπού, γενικότερα, του επιπέδου δράσης μου...

  1. - Είδες η λουκρητία ο Θωμάς; Εκεί που τον έκανες καλά κι έβαζε τα κλάμματα μας το γύρισε σε Ηρακλής! Τον έκανε τ' αλατιού το μάστορα!
    - Τι Ηρακλής; Αυτός πήρε το κόκκινο χάπι κι έγινε Νήο! Άλλαξε διάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ του ζα (πρέζα) + ευγένεια.

Είναι η φαινομενικώς ευγενέστατη (αλλά στο βάθος υστερόβουλη) συμπεριφορά των πρεζάκηδων, διανθισμένη με χατζηαβάτικους θεατρινισμούς, που πάντα αποσκοπεί σε όφελος.

Τα πρεζάκια, όταν είναι στη ζήτα, για να πάρουνε κάνα χαρτί να πιούνε/σπάσουνε (όπως λένε), μεταμορφώνονται όπως-όπως εξωτερικώς σε κουλαριστά και καλοντυμένα άτομα, ενώ παρουσιάζουν έναν ευγενέστατο, άδολο και αναξιοπαθούντα εσωτερικό κόσμο, ταυτόχρονα πασάροντας κι ένα τετριμμένο παραμύθι (π.χ. είμαι φαντάρος, μόλις βγήκα απ' τη στενή, είναι άρρωστη η μανούλα μου, δώμου να πάρω εισιτήριο για το τραίνο, να φάω κλπ) στους περαστικούς επίδοξους σπόνσορές τους.

Βέβαια, κανείς δεν ψήνεται με τέτοιες κλαπαρχιδιές, αφού πρώτα-πρώτα ζέχνουνε από χιλιόμετρα είτε σωματίλα είτε πατσουλιά που βάζουν για να την καλύψουν, δεδομένου ότι αποφεύγουν να πλένονται, και λόγω αυτοεγκατάλειψης αλλά και διότι η ουσία προκαλεί εκφυλισμό του δέρματος που δεν ανέχεται το νερό (βλ. μελέτη γιατρών Α. Δαβαρούκα-Γ. Σουρέτη, Junky του Μπάροουζ κ.α.).

Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2004, που γίνονταν συχνά-πυκνά «σκούπες» από την ευαισθητοποιημένη Πολιτεία (sic), για να παραχώσουνε τη σκόνη κάτω απ' το χαλάκι, μη και πάρουνε χαμπάρι οι τουρίστες τα χάλια μας, τα επινοητικά πρεζόνια ντύθηκαν όλα στην πέννα με σούπερ ρούχα-κινητά και ανέμελο «τουριστικό» ύφος για να ξεγελάσουνε (δήθεν) τους μπάτσους και να μην τους τζάσουνε από Ομόνοια και πέριξ(!).

Η σκόνη αυτή όμως, μόνο κάτω απ' το χαλάκι δεν κρύβεται, του οποίου η καμπούρα όλο και διογκώνεται και κάποια στιγμή θα το αποτινάξει και θα πάμε όλοι στο διάολο...

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Σόρρι ρε φίλος, μου 'τυχε κάτι, περίμενες πολύ;
- Άμα σου πώ οτι περάσανε μέχρι τώρα καμιά εξηνταριά μαύροι και καμιά σαρανταριά πρεζάκηδες που με τρελάνανε στη ζαγένεια, πόσην ώρα λές;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τον δείκτη γαμησιμότητας κάποιας κοπέλας εκφρασμένο σε κλίμακα ποτού (πιθανόν να χρησιμοποιείται και για άντρες, αλλά δεν κόβω και τη μπούτσαμ για αυτό).

Δηλαδή το κατά πόσο είναι αξιαγάμητη, φακάμπλ, γαμισάμπλ, ευγάμητη, κρεβατάμπλ. Δηλαδίς αν έχει τούτο το πολυπόθητο χάι φακαμπίλιτι.

Η απάντηση προφάνουσλυ είναι ένας αριθμός, π.χ. 4 ποτά, που σημαίνει ότι για να προχωρήσει κάποιος σε νταχντιρντί με την εν λόγω δίδα πρέπει να καταναλώσει πρώτα την εν λόγω ποσότητα.

Δηλαδίς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ποτών τόσο περισσότερο λιάρδα πρέπει να είναι ο ερωτηθέμενος για να κάνει κάτι με την εν λόγω.

Άρα με μηδέν ποτά η σενιόρα έχει υπερχάι φακαμπίλιτι ενώ όσο ανεβαίνουν τα ποτά πέφτει η αξία γαμησιμότητάς της.

Προλαβαίνω κάποιους σλανγκαρχίδιδες, που θα πουν πως τα 4 ποτά για κάποιον είναι πολλά και για άλλον τίποτα, άρα τα αποτελέσματα του δείκτη είναι κάπως «αόριστα», λέγοντας πως τέτοιες «μετρήσεις» γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων ή γνωστών, ωσεκτουτού είναι λίγο πολύ γνωστό το πόσο μεγάλη καταπιόνα έχει κάποιος.

(συζήτηση μεταξύ απελπισμένου αγάμητου και –άντε να σου κάτσει καμία να ησυχάσουμε- φίλου)

- Ρε συ λακαμά λέω να τα ρίξω στην Άννα, τι λες;
- Πλάκα με κάνεις, έτσι;
- Γιατί ρε εσύ δεν την έπαιρνες;
- Εεε με 5-6 ποτάκια κάτι γίνεται.
- Ε να τα ρίξω στην Λίλιαν τότε. Αυτή με πόσα ποτά την παίρνεις;
- Τι με πόσα ρε μαλάκα; Με την Λίλιαν και ξεσούρωτος πάω, αλλά άσ' το καλύτερα…
- Γιατί ρεεεεε;
- Γιατί αυτή θα θέλει γερό «πότισμα» για να ’ρθει μαζί σου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified