Further tags

Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.

Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.

- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!

(από Khan, 20/01/14)(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που αναφέρεται σε πρόσωπο ή σε κατάσταση.

Το «μισό» δίνει υπερθετικό βαθμό.

- Είσαι ένα αρχίδι και μισό, ρε!

- Πήρες την αύξηση που ζήτησες;
- Πήρα ένα αρχίδι και μισό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]

Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.

- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωτζέζικο ντους, αναπάντεχο γεγονός που μας κατάπληξε.

Αλλιώς: σερβίρω κρύα πούτσα / ψωλή / καυλί σερβίρω ωμή ψωλή / πούτσα / καυλί σερβίρω σκέτη πούτσα / ψωλή / καυλί

-Του σέρβιρε μια ξερη ψωλή η Μαρία χτες που τον απέρριψε, γάμησέ τα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται:

  1. Όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση
  2. Έκφραση θαυμασμού
  3. Όταν θέλουμε να μειώσουμε τον άλλον.
  4. Απλή ανωριμότητα.

(Η φράση συναντάται επίσης ως εξής: Τον πούτσο κλαίγανε και τον μοιρολογούσανε, Μην κλαις τον πούτσο, Κλαψ' τον πούτσο κλπ)

  1. - Πωπω ρε μαλάκα, άμα με βρεί ο γκόμενος της Ράνιας θα με ανασκολοπήσει!
    - Τον πούτσο κλαίγανε φίλε.

  2. - Μαλάκα τι αμαξάρα έχει αυτός ο παλιάτσος ρε;
    - Τον πούτσο κλαίγανε.

  3. - Έτσι όπως είσαι μαλάκα σα γελοτοποιός, τον πούτσο κλαίγανε.

  4. - Χτύπησα μια Ντότα πριν απο λίγο φάρμαρα, έβρισα μάνες, ταίσα και λίβαρα ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΩ. Τον πούτσο κλαίγανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον πολύτεκνο μα φτωχό άνθρωπο, που δεν συλλογίζεται πώς θ' αναθρέψει τα παιδιά του, αλλά κατά τα άλλα... ξέρει να τα κάνει.

- Ο Αποστόλης θ' αποκτήσει λέει το πέμπτο.
- Βρε δεν κοιτάει τα χάλια του πρώτα. Πώς θα τα ζήσει τόσα παιδιά; Αλλά τί περιμένεις; Καν ψωμί δεν είχαμε, πούτσα ώς το γόνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξετρελαίνομαι, πεθαίνω, κόβω φλέβα.

- Πλάκα κάνεις; Για τέτοιο πλάσμα χύνω κασέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε χρήση επιφωνηματική σημαίνει:
1. Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, αλλά επιθυμώ να ταλαιπωρηθώ κι αλλο. 2. Πάρ' τα μωρή άρρωστη.
3. Απλή έκφραση απογοήτευσης.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιωτικές κοινότητες.
Ετυμολογία (πιθανολογείται): από πορνογραφική ταινία του Γκουσγκούνη.
Ισοδυναμεί με το επιφώνημα «τρομπόνι» ή «τρομπόνι τώρα» ή «ρούφα το τρομπόνι (πουτανίτσα)».

  1. - Πάλι εμένα βάλανε σκοπιά.
    - Έτσι, και τις μπάλες.

  2. - Και μετά την έβαλα στα τέσσερα...
    - Πωπω μαλάκα, και τις μπάλες!

  3. - Πώς πάει; Όλα καλά;
    - Μπα, πίπα-κώλο. Και τις μπάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόλυτη πεποίθηση ότι η επαπειλούμενη ζημία ή βλάβη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή δεν έχει το θάρρος ο απειλών να την πραγματοποιήσει. Εμφατικό του «θα μου κλάσει τ'αρχίδια».

- Ο Χ λέει μη σε πετύχει γιατί θα σε σκίσει!
- Καλά που μου το είπες, όταν έρθει σπίτι να θυμηθώ να τον κεράσω μια φασολάδα για να μου κλάσει τ'αρχίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified