Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατούρημα με έμφαση στο κανάλι εξαγωγής των υγρών. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρατεταμένη προφορά του -ε- της λέξης πεο κατά την προφορική εκφορά της.

Στον ορισμό αυτό δίδεται ασαφής πληροφόρηση για τον ποσοτικό προσδιορισμό της υγρής κατάστασης αφού δεν παρέχεται η διάσταση του μήκους του πέους.

Πάω να ρίξω ενα πέ..ε..ο κάτουρο και φύγαμε.

Βλ. και πουτσοκάτουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός και ευγενικός - κωδικοποιημένος τρόπος, προκειμένου η γυναίκα να δηλώσει ότι έχει αρχίσει η περίοδός της. Η Ρωσία κάποτε ταυτιζόταν με το κόκκινο χρώμα, όπως και η έμμηνη ρύση.

- Γιατί μωρό μου δεν με αφήνεις να βάλω το χέρι μου εκεί που θέλω;
- Μη με παρεξηγείς, σήμερα ήρθαν οι Ρώσοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Avanti popolo! (από Vrastaman, 10/09/08)Ήρθαν οι ρώσοι, ήρθε η λύση. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ατάκα που λέγεται στη θέα προκλητικών, τουρλωτών, ωραιότατων, αρμονικά κινούμενων γυναικείων οπισθίων, ώστε να τονιστεί πως ακόμα κι ένας κλανιοβομβαρδισμός, κι ακόμα ακόμα ένας ανελέητος τέτοιου είδους χημικός πόλεμος, που θα μπορούσε να προέλθει σε ένα κλειστό δωμάτιο από τα καπούλια ενός τέτοιου μανιτσομάνουλου, μόνο ως βάλσαμο θα μπορούσε να λογιστεί. Θέλει να πει αλληγορικά ο ποιητής πως είναι τέτοια η σαγήνη της όρασης που θολώνει ο νους, ώστε και ένας ανελέητος κλανιοβομβαρδισμός να μπορεί να θεωρηθεί άρωμα.
Η λέξη βάλσαμο θα μπορούσε να λεχθεί και ως μπάλσαμο ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη εκφραστικότητα.

Ένα κάποιο μεσημέρι σε πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας. Τίποτα δε μαρτυρούσε πως η ρουτίνα σε λίγο θα έσπαγε καθώς εθεάθη στην άκρη του δρόμου ένας κόμματος... μα τι κόμματος.
Δυο φίλοι κεραυνοβολούνται από το θέαμα. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Πω....πω...πω
- Αυτό μόνο έχεις να πεις; Άσ' τα πω... πω ... πω και κοίτα τον ποπό. Φάε ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει. Κοίτα ... κοίτα ρε... Σταμάτησε η κυκλοφορία... Κοίτα οφθαλμόλουτρο που πέφτει, ώρα μεσημέρι ρε... Κοίτα κωλομέρια... Κοίτα πρωκτική κίνηση... Κοίτα αρμονία... Και η κλανιά της βάλσαμο, αδελφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή απελπισίας ανθρώπου που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα δέοντα καθώς το αντικείμενο του πόθου του είναι χοντρό, πνιγμένο μες το λίπος, ένα απαίσιο και αιμοβόρο κήτος.

- Καλά τα ορεκτικά Σάκη, αλλά μήπως ήρθε η ώρα να περάσουμε στο κυρίως πιάτο;
- Ουγκ. Γκασπ. Κλάσε μωρή να προσανατολιστώ!

Jabba πράγμα! (από Vrastaman, 09/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.

  1. Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.

  2. Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.

Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)

Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προ καιρού υπέβαλα στο δημόσιο πρόχειρο έκκληση για λήμμα που να ορίζει την εκνευριστική συνήθεια αρκετών γυναικών να φιλούν στο στόμα τον σύντροφό τους μετά της ολοκλήρωση μίας πίπας (μπλιάχ!).

Ο Γεώργιος Πρεζάκκης ανταποκρίθηκε με το ευρηματικότατο λήμμα Φιλοπίππου το οποίο αφ' ενός μεν συνδυάζει «αρχαιότητα, θέα, πίπα και ίππο» αφεδύο δε παραπέμπει στου Φιλοπάππου, «το πάλαι ποτέ στέκι για τσιμπούκι στο αυτοκίνητο (και πατάμε τα φρένα για σύνθημα να έρθουν οι ματάκηδες)».

Ωστόσο, το Σιδηρούν Προσωνύμιον έθεσε μια σκωπτική παρατήρηση, αφήνοντας μια πικρή επίγευση στα χείλη όλων μας: «υπάρχει και το φιλί μετά το γλειφομούνι, το η πίπα μετά τον κώλο και μετά φιλί (χα!) και όλ' αυτά που πρέπει να συμπεριληφθούν)». Κατέστησε λοιπόν επιτακτική την εύρεση ενός λιγότερο φαλλοκεντρικού λήμματος που να εμπεριέχει κάθε πιθανό συνδυασμό και παραλλαγή του φαινομένου «εκδικητικόπιπα».

Εξ ου προτείνεται η μπαγαποντολειχία (εκ των μπαγαπόντης και λείχω) ως επαμφοτερίζων και μητροσεξουαλικός συμβιβασμός.

Φτού Κύριε (φυλακήν) τω σπέρματί μου!

Η ανταπόκριση του σλανκεπώνυμου πλήθους στην αρχική μου ερώτηση στο Δημόσιο Πρόχειρο υπήρξε σπερματορροϊκή. Δυστυχώς όμως, τα λήμματα δεν αναρτήθηκαν, ίσως για τον φόβο των Ιουδαίων. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω τις καλύτερες σχετικές προτάσεις:

  1. Τσιμπούμεραγκ, ιδέα του Χαλικού. Κττμγ πρόκειται για το απόλυτο σχετικό λήμμα, άξιο μυρίων σπεκ και καραπέκ, είθε να αναρτηθεί πάραυτα! [σ.ς.ήδη αναρτήτηκε] Ο ίδιος πρότεινε και το προσφυές μακάριοι οι πτωχοί τω σπέρματι.

  2. Χυσόφιλο και εκδίκηση της πιπατζούς από τον συμπάσχοντα acg. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από το αδιαμφισβήτητο ρεμάλι του σαϊτόστ!

  3. Πιποφιλία, από τον πνευματικό Αγιατολάχ και μπυροκροτητή μας Χεσούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας αστικός μύθος για ένα παιχνίδι που παίζεται ως εξής:

Τέσσερα ή και περισσότερα καρφιά μαζεύονται σε ένα σπίτι και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν παίζουν το μπισκότο. Αρχίζουν και βαράνε ταυτόχρονα και όποιος τελειώνει, τελειώνει πάνω σε ένα μπισκότο. Ο τελευταίος που δεν έχει τελειώσει...τρώει το μπισκότο.

Συνεπώς η έννοια του μπισκότου είναι διπλή:

α. Παίζω το μπισκότο: Βαριόμαστε πάρα πολύ, κωλοβαράμε

β. Τρώω το μπισκότο: Αποτυγχάνω παταγωδώς. Σκατάσταση. Κάθομαι στο παγωτό

α.
- Έλα ρε, τι λέει; Τι κάνατε χτές;
- Τίποτα, σκάσανε από εδώ οι άλλοι και μαλακιστήκαμε.
- Και τι κάνατε δηλαδή;
- Παίζαμε το μπισκότο ρε μαλάκα, τι κάναμε, τίποτα....

β. - Ρε, έχεις τσιγάρα;
- Όχι, ούτε εσύ έχεις;;;
- Όχι....φτουυύ. Και τώρα τι θα κάνουμε;;
- Τώωωρα, θα φάμε το μπισκότο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified