Έκφραση που χρησιμοποιείται για ανθρώπους που στο παρελθόν ήταν πάντα υπό και ξαφνικά, εξαιτίας κάποιων αξιωμάτων ή χρημάτων που απέκτησαν κατά τύχη, βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και το παίζουν κάποιοι.

- Τον είδες τον Γιαννάκη; Τόσο καιρό ήταν το παιδί της φάπας και τώρα ξαφνικά που μου 'γινε και δημοτικός σύμβουλος, δεν καταδέχεται ούτε να μας μιλήσει.
- Έτσι. Ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-σύνθημα που συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Σε παλαιότερες εποχές (βλέπε '80s) απαντάτο ως σύνθημα σε τοίχους των Εξαρχείων και σε φοιτητικά αμφιθέατρα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

- Τι κάνει ρε εκείνος ο παλιός σου φίλος ο Πάνος; Έχω να τον δω κάτι χρόνια...
- Τι να κάνει, αφού τον ξέρεις τώρα τον Πάνο. Μια ζωή τα ίδια! Σούρα, τζούρα και μαστούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου το οποίο είναι λίγο sui generis, λίγο τρελαμένο, λίγο εκτός της πεπατημένης, γενικώς λίγο πιο μακριά από το μέσο όρο.

Σημείωση: Το άτομο που είναι «αλλού» είναι πιθανό να είναι σωματικώς εδώ, γεγονός το οποίο μπερδεύει λίγο τα πράματα, αλλά αν υπάρχει καλή θέληση θα υπάρξει τελικώς και συνεννόηση.

1
... Μιλάμε ότι το τυπάκι είναι εντελώς τελείως αλλού. Μού 'λεγε κάτι ιστορίες χθες για τους Ελοχίμ και τους Νεφελίμ και φρίκαρα. Λες κι είχα βγει ραντεβού με το Λιακόπουλο, γαμώ την τύχη μου μέσα.

2
- Είσαι αλλού;
- Τι αλλού ρε μαλάκα; Εδώ είμαι.
- Ναι εδώ είσαι, αλλά είσαι αλλού με τις παπαριές που μου λες.
- Πώς δηλαδή;
- Α καλά...

Ας θυμηθούμε και το αριστούργημα του Μίλαν Κούντερα, Η ζωή είναι αλλού (από patsis, 13/07/09)

βλ. και αλλούφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι γνωστοί ηλίθιοι στη ζωή μας, που έχουν άποψη επι παντός επιστητού, χαίρεσαι να συζητάς μαζί τους (αλληγορικά το λέω), αυτοί που τα ξέρουν όλα, πάντα είναι με το χαμόγελο και τον σαρκασμό, σου μιλούν κοροϊδευτικά χωρίς να τους έχεις δώσει κανένα δικαίωμα, και αν δεν το κάνουν είναι γιατί τους έχεις κόψει το βήχα ή θέλουν να παριστάνουν τους καλούς ανθρώπους.

Έλα όμως που αυτοί, έχουν απολαβές και τους πάνε ευνοϊκά τα πράγματα σε αυτόν τον μάταιο κόσμο που ζούμε, διότι ως γνωστόν οι φελλοί επιπλέουν.

Είδες ρε τη κυρα μαγδάλω, την πεθερά μου; Και καλό γαμπρό βρήκε η κόρη της και παντρεύτηκε, και κουβαλητή, δουλευταρά, (όλο καμάρι) και μορφονιό ε; και με περιουσία ε; και πάλι δεν είναι ευχαριστημένη ρε, και πουλάει τρέλα η κάμπια, άσε με ρε να πούμε, εδώ τον άντρα της, του έχει πιει το αίμα, έχει λιώσει στη δουλειά ο άνθρωπος, να της κουβαλάει να τρώει, όλο μάσα και καλοπέραση είναι η βουβάλω, έχει γίνει οχτακόσια κιλά, αλλά τι να πεις ρε φίλε... είναι αυτό που λέμε: με την τρελάρα της γεμίζει την κοιλάρα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτημα, επί της ουσίας επιφώνημα, που υποδεικνύει την αναγνώριση μαντικών ικανοτήτων σε κάποιον συνομιλητή.

Εκδηλώνει:

  1. Θαυμασμό. Ενδεικτική περίπτωση: Μαθαίνω κάτι που με αφήνει άναυδο. Πάω να μοιραστώ την έκπληξή μου με τον άλλο ή / και να του κάνω τον έξυπνο. Ξεκινάω να το λέω το θέμα. Πριν ολοκληρώσω αυτός μαντεύει την κατάληξη. Μένω άναυδος για δεύτερη φορά και αναφωνώ με θαυμασμό: «Μάγος είσαι;!». Παράδειγμα 1.

  2. Επιδοκιμασία για ορθή εκτίμηση. Ενδεικτική περίπτωση: Ξέρω την αλήθεια. Ο άλλος την μαντεύει, αλλά ζητάει την επιβεβαίωσή μου, δεδομένου ότι με θεωρεί γκουρούή κάτι τέτοιο. Αντί να του πω το ξενέρωτο: «δίκιο έχεις», εκδηλώνω την επιδοκιμασία μου για την ορθή του εκτίμηση του «μαθητού» με το εμφατικό: «Μάγος είσαι;!». Παράδειγμα 2.

  3. Απαξίωση. Ενδεικτική περίπτωση: Ξέρω κάτι που μου φαίνεται αυτονόητο. Προσπαθώ ενδεχομένως καμιά ώρα να το εξηγήσω στον άλλο κι αυτός χάνεται στην λεπτομέρεια / δεν είναι συγκεντρωμένος / μου σπάει τα γεννητικά μου με την αδυναμία του να εμπεδώσει το νόημα. Σε κάποια φάση φαίνεται να αρχίζει να παίρνει μπροστά, τραβάει φλασιά και δίνει την σωστή απάντηση. Αναφωνώ με ανακούφιση / αγανάκτηση / ειρωνεία και έκφραση προσώπου θέλω-να-σε-φτύσω-ρε-ηλίθιε: «Μάααγος είσαι;» (εδώ επιβάλλονται τα τρία α, έχουμε περίπτωση κοροϊδίας και θέλει έμφαση το πράμα). Παράδειγμα 3.

ΥΓ: Έμπνευση για το λήμμα δόθηκε, μεταξύ άλλων, από το μήδι 1. Απλά ο τύπος δεν υπάρχει.

Παράδειγμα 1
-Καλά ρε, μιλούσα με τον Στέλιο πριν λίγο, δεν φαντάζεσαι τί μου πε για την Γιάννα... -Έγινε ντίρλα χτες και την πήρανε παρτούζα ο Στέλιος, ο Κώστας και ο Λεωνίδας.
-(άναυδος αρχικά) Μάγος είσαι;;!!!
-Όχι ρε μαλάκα, εσύ μιλούσες με τον Στέλιο και εγώ έπινα καφέ με τον Κώστα και τον Λεωνίδα.

Παράδειγμα 2:
-Γιάννη έχω μεγάλο πρόβλημα και δεν ξέρω τι να κάνω. Κολλάει ο εξπλόρας και δεν ξεμπλοκάρει ούτε με επανεκκίνηση. Εσύ που ξέρεις απ' αυτά τι λες;; Μήπως ένα καθάρισμα στο cookies βοηθήσει;
-Μάγος είσαι;;!!

Παράδειγμα 3 (κλασικό, γνωστό και αυτονόητο)

Ο Λευτέρης θέλει να γίνει μάγος. Με λίγο γούγλε-γούγλε, βρίσκει κάπου σχολή μάγων. Σκάει μύτη στην σχολή. Διάλογος:
- Καλημέρα σας. Θέλω να γίνω μάγος.
- Μάλιστα, του λέει η κοπέλα στην υποδοχή. Βγάλτε το σακάκι σας και πηγαίνετε στον πρώτο όροφο.
- Μα γιατί να βγάλω το σακάκι μου; ρωτά ο κύριος.
- Εάν θέλετε να γίνετε μάγος κύριε, θα κάνετε ότι σας λέμε, του απαντά η κοπέλα.

Αρχίζει να μπριζώνει. Το σκέφτεται. Άντε, βγάζει το σακάκι του. Ανεβαίνει στον πρώτο όροφο. Τον περιμένει άλλη μουνίτσα, που τον βάζει να βγάλει το παντελόνι του και να ανέβει στον επόμενο όροφο. Ξαναφορτώνει.

Όροφο - όροφο, μουνίτσα - μουνίτσα, τσαντίλα - τσαντίλα, ο Λευτέρης φτάνει στον τελευταίο όροφο γυμνός.

Ανοίγει την πόρτα παρμένος και βλέπει έναν αράπακλα γυμνό να τον περιμένει. Αγανάκτηση:
- Τι θα γίνει εδώ μέσα ρε. Θα με γαμήσετε κιόλας;
Απάντηση του αράπακλα:

- ΜΑΑΑΓΟΣ ΕΙΣΑΙ;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.

- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published