Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιότατη φράση που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς φιλοσόφους. Προέρχεται από τον μύθο «Ανήρ Κομπαστής» του Αισώπου, κατά τον οποίο ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Μετά γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.

Το ρητό είχε μεγάλη πέραση στην λατινική γραμματεία, όπου μεταφράστηκε ως «hic Rhodus, hic saltus» και χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων απ' τον Κικέρωνα. Το ξαναέκαναν επίκαιρο ο Χέγκελ και ο Καρλ Μαρξ σε συμφραζόμενα για τον Λόγο και την Επανάσταση αντιστοίχως. Πλην ο Χέγκελ, που δεν φαίνεται να είχε καταλάβει την αρχική ιστορία, το μετέφρασε ως «ιδού το ρόδο, πήδα το», κι ο Μαρξ ακολουθώντας τον από μνήμης, το μετέφρασε «ιδού το τριαντάφυλλο, χόρεψε γύρω του». Αμφότεροι έγιναν ρόμπες, καθώς αποδείχτηκε η έλλειψη κλασικής παιδείας τους, αλλά το ρητό των προγόνων μας βοήθησε να γίνουν κάμποσα πηδήματα στην Ρωσία αφενός, στην Γερμανία των ναζιάρηδων οπαδών του Εγέλου αφεδύο, και απανταχού της γης αφετηρία.

«Πού είναι η σλανγκ; Οέο;» θα ρωτήσει ο συνήθης σλανγκαρχίδης, ενοχλημένος για την μακρά ιστορική ανασκολόπηση. Η σλανγκική τροπή έγκειται στο γεγονός ότι από όταν η λέξη πήδημα ταυτίστηκε στη νέα ελληνική με την γαμική συνάφεια, η φράση πλέον χρησιμοποιείται για τους γκραν γαμάω, που περιαυτολογούν για τις επιδόσεις τους στο σεξ. Μας λένε, δηλαδή, τι γαμήσια έχουν κάνει στην Ρόδο με τους σύγχρονους Κωλοσσούς της Ρόδου ή σε άλλα νησιά με θεϊκές τουρίστριες Σουηδανές ή του ξανθού γένους, ενώ στην Αθήνα είναι μπακούρηδες. Οπότε ο σπάστης φίλος λέει το ρητό εννοώντας «μην μας μιλάς για καλοκαίρια, για ακρογιαλιές και αστέρια», εδώ στην Αθήνα, «στο διά ταύτα», τι κάνεις.

Επιπλέον η έκφραση έχει γνωρίσει πλείστες παραλλαγές, είτε σημαίνουσα το πήδημα με την στενή έννοια, είτε την οποιαδήποτε πρόκληση. Σταχυολογώ τις εξής τρεις μεταξύ μύριων όσων:

- Ιδού η Μήλος, ιδού και το πήδημα!: ταινία του Νίκου Περάκη στα 80ς. Το πήδημα εννοείται με την στενή έννοια. Υπόθεση: Η κόρη ενός Γερμανού αρχαιολόγου φτάνει στη Μήλο αναζητώντας ένα πολύτιμο άγαλμα της Αφροδίτης. Τις έρευνές της παρακολουθούν ένας Γάλλος τυχοδιώκτης και οι πράκτορες μιας πολυεθνικής, μέχρι που ο καφετζής του χωριού παίρνει τα πράγματα στα χέρια του! Ιδού το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς σας, ιδού και το πήδημα!

- Ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα, κατά το λήμμα που φιλοτέχνησε το Ντέρτι, ορμώμενο θαρρώ από τον Περάκη. Είναι η γκέι εκδοχή, ύστερα από την ηρωική πρωτοβουλία του δημάρχου Τήλου, δεν υπάρχει πια δικαιολογία για έναν γκέι να μην εκφράζεται, να μην βγαίνει από τη ντουλάπα, να μην παρελαύνει, να μην πανηγυρίζει, ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα.

- Ιδού η Χάγη, ιδού και το πήδημα: έκφραση που συνηθίζουμε να λέμε στους Τούρκους σχετικά με την επίλυση των διαφορών μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Προς το παρόν δεν έχουμε φτάσει στην Χάγη, αλλά έχουμε φτάσει στο πήδημα...

- Άσε που λες, ήμουν στο Φαληράκι, ξέρεις στη Ρόδο, και μπανίζω μια Αγγλιδούλα τουρίστρια, και μου λέει πως θέλει να μάθει ελληνικά κι έτσι, και με ρωτάει «πώς το λέτε στα ελληνικά το deep throat» και τέτοια...
- Και της απάντησες;
- Όχι δεν ήξερα... Αφού δεν έχει βγει ακόμη φετφάς από το slang.gr. Σε αναζήτηση είμαστε ύστερα από την υπερώτηση που κατέθεσε η Pirate Jenny στο σλανγκικό κοινοβούλιο.
- Κι εγώ γιατί έχω ξελαρυγγιαστεί να σου λέω για την λαρυγγοσκόπηση; -Τέσπα, δεν ήξερα να της απαντήσω, αλλά της το έδειξα στην πράξη! Και μετά κάναμε κάτι τρελά γούστα, ξέρεις CIM, CIF, OWO, DFK, PSE, GTP, GTPK, TSEA, τι να σου λέω!
- Και τώρα γιατί είσαι μπακούρης μου λες; Μην μου λες ιστορίες για αγρίους για την Ρόδο και την Κάρπαθο! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! Είσαι και σλανγκιπενής τρομάρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατά βάση λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία για να περιγράψει ένα χώρο - ή σπανιότερα μια γενικότερη κατάσταση - όπου κόσμος μπαίνει και βγαίνει, έρχεται και φεύγει, σε άσχετες και άκυρες ώρες, χωρίς κανείς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μια φάση ψιλοαλαλούμ δηλαδής, φάση οτινανισμού, όπου ο όποιος έλεγχος έχει (ή τείνει να) χαθεί...

Κι όταν μιλάμε για κόσμο, εννοούμε πολύς κόσμος, λαός κι έτσι - χωρίς βεβαίως να λησμονούμε οτι το «πολύ» είναι άκρως σχετικό, άλλο μέτρο ισχύει π.χ. για ένα ιδιωτικό σπίτι και άλλο για τα γραφεία, ας πούμε, ενός πολιτικού κόμματος.

Το σλανγκ στοιχείο έγκειται ασφάλουσλυ στην ειρωνεία που η έκφραση υποκρύπτει. Με έναν λίαν εύσχημο, ευφημιστικό τρόπο, δηλώνεις πως οι συνθήκες που επικρατούν σε έναν χώρο / μια κατάσταση, προσιδιάζουν σε αυτές ενός μπουρδέλου, ενός κερχανείου (κκελχανείου εις την κυπριακήν). Το οποίον μπουρδέλο νοείται, φυσικάουα, τόσο κυριολεκτικώς όσο και μεταφορικώς.

Πρόκειται φυσικά για μπαμπαδίστικη έκφραση, μπαμπαδισμό. Σπάνια έως ποτέ θα ακούσεις π.χ. έναν κάγκουρα με τα μαλλιά φράχτη και με κωλοπειραγμένο παπί να την μεταχειρίζεται.

Αντιθέτως, βγαίνει πολύ συχνά απ' τα χείλη απηυδισμένων μαμάδων και μπαμπάδων, φρικαρισμένων με τα καμώματα του κανακάρη (ή κανακάρισσας) τους, που πλέον χρησιμοποιεί την πανίερη οικιακή εστία ως ένα είδος ξενοδοχείου: μπαινοβγαίνει χωρίς να αλλάζει κουβέντα με κανέναν, αποφεύγει μετά βδελυγμίας να συνεστιαστεί στο παραδοσιακό τραπέζωμα, δεν σκουπίζει τα παπούτσια του στο χαλάκι της εισόδου, πετάει τα ρούχα του όπου βρει, και άλλα ανατριχιαστικά παρόμοια. Το χειρότερο και σημαντικότερο όμως, είναι που κουβαλάει μαζί του διάφορα άγνωστα στους γονείς πρόσωπα, υπόπτου ηθικής υποστάσεως. Η τυπολογία αυτών των εισβολέων της οικιακής ειρήνης, ανεξάντλητη: από μαλλιάδες και αρβυλοφόρους χεβιμεταλλάδες μέχρι ρεϊβούδες γκόμενες με ροζ μαλλιά και 600 σκουλαρίκια σε κάθε αυτί...

Παραδόξως, αυτές οι μπαμπαδίστικες εκφράσεις, το σφάξιμο με το γάντι ένα πράμα, πιάνουν καμιά φορά τόπο εκεί όπου τα κατά ριπάς μπινελικώματα και οι τσιρίδες αποτροπιασμού, το μόνο που καταφέρνουν είναι να μουλαρώσει ο νουθετούμενος και να συνεχίσει ακάθεκτος το ίδιο βιολί... Αυτή είναι η μαγεία της γλώσσας: το τιμημένος π.χ. μπορεί ενίοτε να ακουστεί πιο βαρύ, πιο δηκτικό, πιο φαρμακερό από το γαμημένος...

Ακολουθεί κοινωνιολογικό σχόλιο. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Η μετατροπή της παραδοσιακής οικιακής εστίας σε απλό υπνώνα (τον οποίο οι ένοικοι επισκέπτονται μόνο το βράδυ για να ξεραθούν στον ύπνο) ή ξενοδοχείο (όπου καθένας μπαινοβγαίνει χωρίς την υποχρέωση του - έστω στοιχειωδώς - λόγον διδόναι), αποτελεί σύμπτωμα μιας γενικότερης αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών θεσμών. Η οικογένεια, προνομιακό αντικείμενο της κοινωνιολογικής έρευνας, βάλλεται πανταχόθεν. Ο χαρακτήρας της δεν παραμένει σταθερός, μετασχηματίζεται. Από το αρχαίο πατριαρχικό πρότυπο και την διευρυμένη οικογένεια, περάσαμε σιγά-σιγά στην πυρηνική ή συζυγική οικογένεια, ενώ τώρα πλέον τείνουμε σταθερά προς την μη-οικογένεια. Σε ένα συνέδριο στο οποίο πρόσφατα παρέστην, μια από τις εισηγήσεις είχε τον εύγλωττο τίτλο «Σπιτικά χωρίς κουζίνα»....

  1. - Πώς την έχει δει αγόρι μου; Τι θα γίνει πια με την περίπτωσή σου; Πας κι έρχεσαι κι ούτε μια κουβέντα δε μας λες.. Κέντρο διερχομένων γίναμε...
    - Καλά ρε πατέρα, άσε το κήρυγμα για καμιά άλλη ώρα, τώρα δεν είμαι σε φάση...

  2. - Μωρή, ποιος είναι πάλι αυτός που κουβάλησες χτες ξημερώματα; Σας άκουσα, αμ τι, νόμιζες ότι κοιμόμουνα; - Ο Σάκης ρε μαμά απ' τη σχολή, τι ζόρι τραβάς τώρα;
    - Χτες ο Σάκης, προχτές ο Αντρέας, παραπροχτές εκείνος ο μαλλιάς, τις προάλλες ο ξυρισμένος με το χαλκά στη μύτη... Κέντρο διερχομένων, για να μην πω καμιά πιο βαριά κουβέντα και κολαστώ η γυναίκα...

3 Κέντρο Διερχομένων το Υπουργείο Άμυνας. Από το «Βήμα».

  1. Δεν θα το επιτρέψουμε ποτέ να γίνει. Δεν θα επιτρέψουμε να διαλυθεί το σχολείο και να γίνει κέντρο διερχομένων. (Από αγριοχρίστιανους θεολόγους, εδώ)

(από Δημήτρης Ντούρτας, 21/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified