Further tags

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ομοφυλόφιλος εθνικοσοσιαλιστής ή φασίστας. Εκ των ναζί (<γερμανικό national-sozialist) και νάζι (<τουρκικό naz).

Όπως κάθε Γιαλόμα γνωρίζει καλά, ο ακροδεξιός ολοκληρωτισμός έχει βαθύτατες ομοερωτικές ρίζες. Κατά τον γερμανό ιστορικό Lothar Machtan, ο κοινωνικά άξεστος Χίτλερ συνδέθηκε ερωτικά με ναζιάρη μεγαλοαστό που έφερε το διόλου τυχαίο όνομα Putzi Hanfstaengl κατά τα νεανικά του χρόνια. Ο κωλοπετσωμένος Πούτσι τον γνώρισε στην «καλή κοινωνία» του Βερολίνου, η οποία και στην συνέχεια τον χρηματοδότησε. Αντίστοιχο ρόλο μέντορα έπαιξε δεκαετίες αργότερα ο Λάμπρος Ευταξίας για το νεαρό τότε Κωνσταντίνο Καραμανλή – αλλά μάλλον ξεφεύγουμε από το θέμα μας καθώς οι δύο τελευταίοι δεν ήταν ναζί.

Σύμφωνα με τον Machtan, ο Χίτλερ πλαισιώθηκε πολιτικά από μεγάλη πουστωδία, συμπεριλαμβανομένων των August Kubizek, Reinhold Hanisch, Ernst Schmidt, Dietrich Eckart, Rudolf Hess, Emil Maurice, and Kurt Ludecke. Συνδέθηκε μάλιστα ερωτικά με τον Rudolf Hess, γνωστό στη πιάτσα ως «η μαύρη Έμμα», κατά την κράτησή τους στην φυλακή Landsberg μετά το αποτυχημένο «πουτς» του 1923.

Το 1934, ο ξεφωνημένος αρχηγός των SA Ernst Röhm, αποπειράθηκε να εκβιάσει τον Χίτλερ για το ένοχο μυστικό του. Ο Χίτλερ αμέσως διέταξε την δολοφονία, τόσο αυτού, όσο και δεκάδων άλλων υψηλόβαθμων ναζιάρηδων. Έκτοτε επικράτησε η ομοφοβική πτέρυγα του κόμματος (Goebbels), η οποία και οδήγησε στα κρεματόρια πολλούς φιλελεύθερους ομοφυλόφιλους.

Παρέμενει ωστόσο μέχρι και σήμερα η ναζιάρικη εικαστική kamaradschaft των ένστολων αυταρχικών αγοριών με τα γυμνασμένα μπράτσα, τις γυαλιστερές μαύρες μπότες και τα σαδομαζό χούγια.

Το λήμμα αυτό ας θεωρηθεί υποσημείωση του ομώνυμου λήμματος του συσλανγκιστή Khan.

Κλασσικό παράδειγμα ναζιάρη υπήρξε ο Ιάπωνας συγγραφέας Yukio Mishima ο οποίος, ορμώμενος από εμμονές ομοερωτικού μιλιταριστικού σαδομαζοχισμού, μπούκαρε με την πουστωδία του 1970 σε στρατόπεδο και προσπάθησε να ξεσηκώσει τους ένστολούς σε πραξικόπημα. Απέτυχε τραγικά, και αυτοκτόνησε δια της παραδοσιακής μεθόδου seppuku.

Ακόμα πιο πρόσφατα, εμφανίστηκε πληθώρα ναζιάρικων αρχηγίσκων στην ακροδεξιά πολιτική σκηνή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Γερμανός νεοναζιάρης Michael Kuhnen, ο Ολλανδός φασίστας Pim Fortuyn και ο Αυστριακός Jorg Haider. Όλοι τους είχαν κακό τέλος: ο πρώτος υπέκυψε στο AIDS, ο δεύτερος δολοφονήθηκε από έγκαυλο μετανάστη και ο τρίτος σκοτώθηκε σε τροχαίο.

Στις μέρες μας υφίσταται ισχυρή ναζιάρικη επιρροή στο παγκόσμιο εικαστικό υπογάστριο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Bruce LaBruce, «η gay πορνογραφία είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου φασιστική. Ο φασισμός είναι στο πετσί μας, γιατί τα πάντα έγκεινται στην εξύμνηση της λευκής ανδρικής υπεροχής και στην φετιχοποίηση της επικυριαρχίας, της σκληρότητας, της δύναμης και των τερατωδών αυταρχικών μορφών». Η δε εναλλακτική μουσική σκηνή έχει αρκετές ναζιάρικες περιπτώσεις, με καραμπινάτο παράδειγμα το Αγγλικό συγκρότημα Death in June. Όταν ο αρχηγός του συγκροτήματος Douglas Pearce ερωτήθηκε «How important is race to culture;» απήντησε «I prefer to suck, white, uncircumsised cocks of a certain age».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τούρμπο – ο γνωστός σε όλους στροβιλοσυμπιεστής του κινητήρα – είναι αντιδάνειοτου αρχαίου τύρβη («ταραχή, αταξία, αναστάτωση») από όπου παράγεται και το ρήμα τυρβάζω («ανακατεύω, ανακινώ»).

Το τούρμπο έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκοεφαρμογές:

  • Γίνομαι τούρμπο σημαίνει νευριάζω, γίνομαι έξαλλος. Αν και πρόσφατο σχετικά σλανγκ, συνδέεται απόλυτα με την μέση φωνή του τυρβάζω («βρίσκομαι σε ταραχή και θόρυβο, συμπιέζομαι»),
  • Τούρμπο αποκαλείται κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο που πάει φυσέκι,
  • Τούρμπο επίσης αποκαλούνται ειρωνικά τα βραδύνοα / χαζά άτομα, κατά το «βλήμα».

Αατα.

Εφαρμογή Α’

- Ποιοί κάνανε το Χατζηνικολάου τούρμπο στο χθεσινό δελτίο; Παιδιά μιλάμε έγινε τόσο έξαλλος, που έκλεισε η φωνή του από τα ουρλιαχτά. Μα πολύ το χάρηκα...
(από εδώ)

Εφαρμογή Β’

- Γίνε Τούρμπο: 11 απλά κόλπα που θα τονώσουν το μεταβολισμό σου και θα σε κρατήσουν σε εγρήγορση.
(από εδώ)

Εφαρμογή Γ’

- Μένιος: Πώς πάει η νέα σου γραμματέας, το Μαριλού;
- Πέρι: Το ξανθό έχει γεμίσει όλες της οθόνες στο γραφείο με blanco…
- Μένιος: Την είδα, είναι εντελώς τούρμπο! Τουλάστιχον κάνει καλό φραπέ ;
- Πέρι: Άξιος ο μισθός της!

σχαστρα τουρμπο (από ο αυτοκτονημενος, 01/04/09)Τον έκανε τούρμπο (από Khan, 19/09/09)...νέα γενιά αντικαταθλιπτικών: KOJAK! Τούρμπο δύναμη... (από Jonas, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:

  1. «Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)

  2. στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.

  3. «Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.

  4. Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος

  5. «Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος

  6. Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)

  7. Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.

Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.

  1. Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!

  2. Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!

  3. «Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
    για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
    (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)

  4. Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)

  5. Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!

  6. - Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
    - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;

  7. Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
    - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
    - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
    - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

Η προέλευση του "κόβω λάσπη". (από Cunning Linguist, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επειδή η έκφραση πάρε τα αρχίδια μου είναι αμφίσημη και μπορεί να παρεξηγηθεί ως επιτακτικό κάλεσμα για ευνουχισμό, πολλοί προκρίνουν το σερβίρισμα γλαρόσουπας.

Το μυστικό της γλαρόσουπας έγκειται στην παρουσίαση: «θα σερβίρουμε γλαρόσουπα εντός ολίγου» ή «μη φας έχουμε γλάρο» ή και ακόμα το τιραμισουρεαλιστικό «μη φας και έχουμε γλαρόσουπα και μπούτι από ελικόπτερο».

Τα συμφραζόμενα της γλαρόσουπας έχουν επαρκώς αναλυθεί, συνεπώς θα επικεντρωθούμε σε ιστορική αναδρομή του γλάρου ως έδεσμα και θα προτείνουμε νέο σλανγκολειτουργικό τρόπο σερβιρίσματος.

Ιστορική αναδρομή

Η σχέση κυνηγού - θηράματος μεταξύ ανθρώπου και γλάρου χάνεται στην προϊστορία (Fisher and Lockley, 1989). Πολλά ευρήματα τεκμηριώνουν την κατανάλωση γλάρων από την εποχή των παγετώνων. Κατά τον μεσαίωνα, ο γλάρος αναδείχτηκε σε είδος πρώτης ανάγκης για τους παράκτιους πληθυσμούς της Βρετανίας, όπου θεωρείται νοστιμότατο έδεσμα μέχρι και σήμερα. Στις δε Εβρίδες της Σκωτίας, ο γλάρος είναι το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο έδεσμα, ενώ οι απηυδισμένοι από το πολύ αρνί Νεοζηλανδοί το θεωρούν πρώτης τάξεως μεζεκλίκι. Περισσότερες πληροφοριές εδώ.

Οι κλασσικές συνταγές περιλαμβάνουν γλαρόπιτα, γλάρο μαριναρισμένο με μέντα, καπνιστό γλάρο σουφλέ. Οι σεφ της nouvelle cuisine μπόλιασαν την παράδοση με καινοτόμες ιδέες παράγοντας πιάτα όπως γλάρο με πιπερόριζα, γλάρο Veronique και mille-feuilles από mousse γλάρου. Περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί!

Νέος τρόπος σερβιρίσματος

Τα αρχίδια των παροικούντων σε διαδικτυακές κοινότητες έχουν πλειστάκις ζαλιστεί από εκνευριστικά και επίμονα τρολ. Πολλοί χάνουν το παιχνίδι απευθύνοντάς τους τον λόγο, με αποτέλεσμα οι τρολεατζήδες να θεριεύουν. Πρώτη γραμμή αμύνης μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο το «don’t feed the trolls» (το καθ’ ημάς «να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολ»). Η αιχμή του δόρατος στην αντιμετώπιση των τρολ πλέον έχει στραφεί αλλού: ταΐστε τα τρολ, αλλά με συνταγές μαγειρικής! Κάθε φορά που κάποιο τρολ γράφει μαλακίες, η γιαλομικά ενδεδειγμένη γιατρειά είναι η ανάρτηση συνταγών, πράγμα που αφενός μεν προάγει την γευσιγνωσία αφεδύο δε ξενερώνει τα τρολ σε σημείο που αναζητούν θύματα αλλού. Και ποια καλύτερη προσέγγιση, σημειολογικά, από την ανάρτηση συνταγών γλαρούσουπας!

ΓΛΑΡΟΣΟΥΠΑ à la Ιωνάθαν Λίβινγκστον

ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
1 Γλάρος Νερό θάλασσας
1 κρεμμύδι κομμένο στη μέση 2 καρότα κομμένα στη μέση 3 πατάτες κομμένες στα τέσσερα
3 κοτσάνια σέλινο με φύλλα 1 κουταλιά της σούπας καλά υδρογονωμένου λίπους
διάφορα μυρωδικά
λίγο τυρί λίγο πιπέρι αλάτι 8 κουταλιές της σούπας ρύζι
2 αβγά γλάρου
1 λεμόνι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
Ξεκινάμε αυτήν την υπέροχη συνταγή γλαρόσουπας ξεπουπουλιάζοντας το πουλί. Ακρωτηριάζουμε τα άκρα, αφαιρούμε το ράμφος και τα εντόσθια και πλένουμε το γλάρο καλά μέσα και έξω ώστε να φύγει η έντονη ψαρίλα. Τοποθετούμε ευλαβικά το πλι στην μπανιέρα και προσθέτουμε άφθονο θαλασσινό νερό. Αφήνουμε τον γλάρο να επιπλέει για τουλάστιχον 12 ώρες και μετά αλλ'αζουμε νερό. Επαναλαμβάνουμε την διαδικασία αυτή τρεις φορές μέχρι να σιτέψει επαρκώς.
Μεταφέρουμε το κουφάρι σε κατσαρόλα και προσθέτουμε περισσότερο θαλάσσιο νερό. Μόλις πάρει βράση, αδειάζουμε το πρώτο νερό (για να μη μυρίζει). Ξαναγεμίζουμε με ζεστό θαλάσσιο νερό (που έχουμε ήδη βράσει). Αφήνουμε να πάρει πάλι βράση και χαμηλώνουμε τη φωτιά, αφαιρώντας τον αφρό λίγο-λίγο, τηρώντας πάντα όλες τις προφυλάξεις για την επεξεργασία βιοεπικίνδυνων απόβλητων.
Μετά προσθέτουμε και τα υπόλοιπα υλικά και βράζουμε για αρκετή ώρα. Όταν μαλακώσει ο γλάρος, αφαιρούμε όλα τα υλικά, αφήνουμε μόνο το ζουμί. Προσθέτουμε το ρύζι και το αφήνουμε να βράσει για ένα τέταρτο περίπου. Σε μπολ χτυπάμε τα αβγά γλάρου και το χυμό του λεμονιού, για να γίνει το αβγολέμονο. Στο ίδιο μπολ προσθέτουμε μια κουτάλα βαθιά μαγειρέματος ζουμί και ανακατεύουμε καλά. Αβγοκόβουμε τη σούπα ρίχνοντας λίγο-λίγο το αβγολέμονο κι ανακατεύοντας γρήγορα και φιλώντας στον αέρα, για να μη μας κόψει. Προσθέτουμε αν θέλουμε τα τρυφερά βιοενεργά κρεατάκια του γλάρου, ψιλοκομμένα.

Η σούπα έχει εξαιρετικές υπακτικές ιδιότητες και πρέπει να σερβίρεται πάντα κρύα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μη σλανγκική, πρόκειται για το γνωστό χοντρό ύφασμα από λινάρι ή καναβάτσο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τσουβαλιών. Είναι αντιδάνειο από το Ιταλικό linazza, το οποίο με την σειρά του ετυμολογείται εκ του λινάριον.

Σλανγκιστί, το λινάτσα και οι παραλλαγές του (μωρή λινάτσα, παλιολινάτσα, κ.λπ.) αποτελεί βρισιά, η οποία απονέμει στους αποδέκτες της τις ίδιες ιδιότητες που φέρει και το ομώνυμο ύφασμα:

1. Φθήνια, έλλειψη τιμής και αρχών.

2. Χείριστη ποιότητα χαρακτήρα ή/και ταπεινή καταγωγή. Στην τελευταία περίπτωση, χρησιμοποιείται με σνομπιστική και απαξιωτική διάθεση.

3. Ελεεινή εμφάνιση (βλ. επίσης πατσαβούρα).

4. Εμφανή ταλαιπωρία από πάσης φύσεως χρήσεις και καταχρήσεις. Έτσι χρησιμοποιείται συχνά στην Κρήτη (βλ. παράδειγμα). Σύμφωνα δε με την λαϊκή σοφία, τέτοιας μορφής λινάτσες έχουν τραβήξει του λιναριού τα πάθη.

Το μωρή λινάτσα αποτελεί μπινελίκι- πασπαρτού και μπορεί να απονεμηθεί εξ' ίσου επιτυχώς σε άτομο οιουδήποτε σεξουαλικού προσανατολισμού.

Ασίστ: poniroskylo

Έννοια # 1: Πίσω μωρή λινάτσα που πας να παραδώσεις και μαθήματα πατριωτισμού... Εσύ που γλείφεις τα αχαμνά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε κάθε θέμα από το Σκοπιανό μέχρι το Κυπριακό... Εσύ που συντάσσεσαι με κάθε πουστιά των αγγλοαμερικάνων αρκεί να πλήττονται τα ελληνικά συμφέροντα... (πατριωτικό παραλήρημα από κάποιο φόρουμ)

Έννοια # 2: Μωρή λινάτσα, θέλουν και γλυφάδα τα μούτρα σου
(απαξιωτικό σχόλιο από το φόρουμ 4T)

Έννοια # 3: ΛΙΝΑΤΣΑ = ΚΟΜΜΑΤΙ ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ. ΔΗΛΟΙ ΓΥΝΑΙΚΑΝ ΠΑΝΑΣΧΗΜΗΝ ΤΗ ΟΨΕΙ Ή / ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ
(από βλόγιο παράφρονα)

Έννοια # 4: Ο σωματότυπος που αποδεδειγμένα προτιμούν οι γυναίκες ανα τους αιώνες, είναι αυτό που λέμε εδώ στην Κρήτη η «λινάτσα». Αυτός ο οποίος είναι «λινάτσα» είναι πολύ αδύνατος. Αλλά ΟΥΧΙ ο τύπος αδύνατου άντρα απο δίαιτες ή απλά σωματότυπο. Είναι αυτός που έχει ΚΑΕΙ στους μπάφους. Είναι αυτός που έχει ΛΙΩΣΕΙ από την κόκα. Που ΓΑΜΗΣΕ το μεταβολισμό του από τις συνεχόμενες αγρυπνίες για clubbing (...) ΕΚΕΙ πρέπει να ποντάρετε νέοι μου έτσι για μια λαμπρή ερωτική σταδιοδρομία, κι όχι σε δίαιτες γυμναστήρια και λοιπά ξεπερασμένα (από βλόγιο με κρητική διάθεση).

(από Khan, 29/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified