Μέσο, μονέδα και μουνί, οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες για κάθε επαγγελματική επιτυχία και προσωπική επαξίωση στην Ελλάδα.
Εάν δέν έχεις τα 3Μ σε αυτό τον τόπο, βράσε ρύζι!
Μέσο, μονέδα και μουνί, οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες για κάθε επαγγελματική επιτυχία και προσωπική επαξίωση στην Ελλάδα.
Εάν δέν έχεις τα 3Μ σε αυτό τον τόπο, βράσε ρύζι!
Got a better definition? Add it!
Η φράση υποδηλώνει καλοπέραση.
Στην έκφραση χρησιμοποιούνται επιθετικοί προσδιορισμοί που είναι γενικά συσχετισμένοι με αρνητικές καταστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως συνδέονται με εξόχως θετικές καταστάσεις.
Έτσι η τεχνητή μελανοποίηση οδηγεί στην παρουσίαση της θετικότητας της κατάστασης με αρκετά χιουμοριστικό τρόπο. Βέβαια, για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατάλληλη γλώσσα σώματος.
- Και πώς περάσατε στη Γαλλία;
- Άσ' τα να πάνε. Το κρασί παλιό... το χαβιάρι μαύρο...
Got a better definition? Add it!
Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.
- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!
Got a better definition? Add it!
«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.
- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω σκληρή οικονομία.
α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...
β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...
Σχετικά: βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα, δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!