Further tags

Ένα από τα διαχρονικά διλήμματα είναι: Λεβεντομούνα ή πιπινέζα; Ιδίως για τους Έλληνες, καθώς στις Ελληνίδες απαντώνται οι δύο σωματότυποι. Στα πλεονεκτήματα της πιπινέζας, όπως και του κοντοπούτανου είναι ότι είναι πιο ματζόβολες κι έτσι βγάζουν πιο πολλά μεράκια. Όπως λέει και το γνωμικό: «Ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι». Όμως για την ψηλή λεβεντομούνα καμαρώνεις πιο πολύ. Όχι μόνο όταν την βολτάρεις στους φίλους, αλλά ακόμη και στην δυαδική μοναξιά του κρεβατιού, όσο να 'ναι το γαμήσι είναι πιο καμαρωτό.

Την ίδια φόρμα έχουν και τα γνωμικά: ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι και παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι. Ας έχει το νου του ο καβουροσλανγκόσαυρος του μέλλοντος.

-Καλά ρε συ πώς την βολεύει ο νάνος ο Καρεμπέ το όρθιο χιλιόμετρο την Σκλεναρίκοβα;
-Το θέμα είναι τι προτεραιότητες βάζεις φιλάρα! Ο δικός σου μάλλον την είδε: Ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι.

Adriana and the Fish (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό, που αποτελεί το κύριο επιχείρημα των πιπινέζων ενάντια στις λεβεντομούνες. Εννοείται ότι οι τελευταίες εκτός από λεβεντομούνες είναι και αγαρμπομούνες και ατσούμπαλες, ενώ οι κοντές κουμαντάρονται πιο εύκολα, είναι πιο ματζόβολες και βγάζουν καλύτερα μεράκια. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αθλήτριες ενόργανης γυμναστικής είναι μικρόσωμες. Οπότε καλή είναι η ψηλομούνα για να την παρελάσεις στους φίλους για εντυπωσιασμό, αλλά στο κρεβάτι ισχύει το «μικρή στο μάτι, μεγάλη στο κρεβάτι».

- Πού να πάω μ' αυτήν ρε συ, αυτή είναι μίλκο!
- Ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι! Σε χαλάει το Π.Τ.Ο.;

Πιπινεζα με στολή νίντζα ετοιμάζεται να πάρει το νόμο στα χερια της (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε την ηλικία που κάποιος ή κάποια δηλώνει ότι έχει, και που προφανώς είναι πολύ μικρότερη από την πραγματική. Δεδομένου ότι το θέρος στη χώρα μας έχει μεγάλη διάρκεια, όταν στη δηλωθείσα ηλικία επιπροσθέσουμε και το άθροισμα της διάρκειας όλων των καλοκαιριών που έχει ζήσει το άτομο, και που εσκεμμένα –κατά την κρίση μας– παρέλειψε το ίδιο να συνυπολογίσει, προσαυξάνουμε την ηλικία κατά 1/4 τουλάχιστον. Η φράση μπορεί να προφέρεται και ενώπιον του ίδιου του ατόμου που αποκρύπτει την πραγματική ηλικία του, αλλά με χαμηλή τότε φωνή ή ενίοτε και από μέσα μας.

  1. – Η παρουσιάστρια Λίλιαν Χατζηκαυλούδη δήλωσε σε μεσημεριανάδικο ότι είναι 45 ετών.
    – Χωρίς τα καλοκαίρια!

  2. – Γιατί να μη φορέσω κι εγώ ένα αβυζαλέο ντεκολτέ; Άλλωστε, μόνο 36 είμαι.
    – (Χωρίς τα καλοκαίρια.)

Δες και υπό σκιάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παραπλήσια του χτίζω κοιλιακούς. Σημαίνει τρώω τον αγλέορα, αλλά με τον τίμιο σκοπό να χτίσω τους μύες των σαγονιών. Δεν θέλει κόπο, θέλει μάσα!

- Τι κάνει ο Βάγγελας; Άρχισε κανά γυμναστήριο μπας και συμμαζευτεί λιγάκι;
- Προς το παρόν χτίζει σαγόνια και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική έννοια της φράσης «χτίζει κοιλιακούς», παραπέμπει στη σύσφιξη, στην ενδυνάμωση, στην επαύξηση του όγκου των έξη πλάγιων και πρόσθιων κοιλιακών μυών, φράση που παραπέμπει στη δημιουργία γραμμώσεων και ευρύτερα σε body building (χτίσιμο σώματος), μέσω ανόργανης ή ενόργανης γυμναστικής. Πριν τη γυμναστική συνίσταται ζέσταμα.

Λέγεται ειρωνικά για άτομο που τρωγοπίνει λαίμαργα, ακατάπαυτα, για άτομο που σαβουρώνει πολλά διαφορετικά ή ίδια part numbers φαγώσιμων πρώτων υλών. Μπορεί να μιλάμε είτε για μεμονωμένη περίπτωση, είτε για κάτι που γίνεται συχνά πυκνά.
Ο συγκεκριμένος όρος παραπέμπει στην αύξηση του όγκου του λίπους της κοιλιακής χώρας και κατ’ ευρύτερη έννοια στην αύξηση του συνολικού λίπους.

Αν η κατάσταση δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας, τότε μιλάμε για άνθρωπο που ψηλώνει οριζοντίως (στον άξονα των Χ). Η συχνή προπόνηση βέβαια αντί να θυμίζει body building, θυμίζει body gremisting, βόδι λάϊνς, κλπ, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των διαστάσεων του αερόσακου του. Στην τελική ο τύπος μπορεί να μοιάζει σα να είναι έγκυος που περιμένει εφταμηνίτικο. Και χωρίς να το καταλάβει λειτουργεί ως σκουπιδοφάγοςκαι αυξάνοντας τα σετάκια και τις επαναλήψεις και έτσι το νεκροταφείο από κεφτέδεςμεγαλώνει.. μεγαλώνει.. μεγαλώνει κι αυτός περνά από τη φάση του αθλητισμού, στη φάση του πρωταθλητισμού και καταλήγει όρκαη τόφαλος.

Στην περίπτωση μας, όταν ο Οβελίξ (φαγοποτίξ) μιλάει για ζέσταμα, εννοεί το σάρωμα των διάφορων ορεκτικών που καταφθάνουν στο τραπέζι πριν το κύριο ντερλίκωμα. Κι είναι να αναρωτιέται κανείς, όταν ακούει κάποιον Μπίλιανα λέει, τι ορεκτικά θα πάρουμε. Λες και το άτομο δεν έχει όρεξη και προσπαθεί έτσι να την ανοίξει. Φυσικά το ζέσταμα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού μέσω άφθονου υγρού πυρός που πέφτει στον κινητήρα.

Το ανακάτεμα του στομαχιού, από το food downloading, μοιάζει με χορό της κοιλιάς (belly dance). Εδώ όμως αντί να συσπάται η κοιλιά όπως συμβαίνει στο χορό της κοιλιάς, χορεύουν άγριο πεντοζάλη οι διάφορες τροφές και ξίδια που βρίσκονται μέσα της. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν πολλές φορές, τους λιγότερο μυημένους σε αλάμπαρση. Αν τελικά κάποιοι μύες γυμνάζονται, δεν είναι φυσικά οι κοιλιακοί αλλά οι μύες του σαγονιού που δουλεύουν σε turbo mode.Ωστόσο ούτε αυτοί γυμνάζονται καθότι η γυμναστική προϋποθέτει πρόγραμμα και φυσικά δεν μπορείς να γυμνάζεσαι τρώγοντας παράλληλα.

Ο όρος θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί χιουμοριστικά για κάποιον που κατά τη διάρκεια της μέρας σπάει τη ρουτίνα πηγαίνοντας να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο ή ακόμα και όταν πάει να φάει κανονικό γεύμα. Φυσικά δε μιλάμε ούτε για λαίμαργες καταστάσεις, αλλά ούτε και για κατάποση του αγλέορα.

  1. (ειρωνική χρήση)
    -Καλά ο Γιώργης, έχει ξεφύγει τελείως. Τρώει απ’ το πρωί ως το βράδυ τον άμπακο.
    -Εμ, για να φτιάξεις ζηλευτό σώμα, έτσι πρέπει να γυμνάζεσαι. Συχνά πυκνά.
    -Τι γυμνάζει ρε ο χυμένος λουκουμάς;
    -Χτίζει κοιλιακούς.
    Ακολουθούν γέλια.

  2. (ειρωνική χρήση) -Καλά αν η ποσοστιαία αύξηση του ήταν ανάλογη με το ρυθμό που χτίζει κοιλιακούς και μεγαλώνει τη μπάνκα(κοιλιά) του, σε πέντε χρόνια θα ‘ταν ζάμπλουτος. - Καλά….. Με τέτοια προβλήματα υγείας που έχει ο ηλίθιος, λόγω παχυσαρκίας, σε πέντε χρόνια, θα βρίσκεται στην οδό της Σωτηρίας.

3.(χιουμοριστική χρήση)
Στη δουλειά
-Είδε κανείς το Γιώργο;
-Πάντα τέτοια ώρα ο Γιώργης, χτίζει κοιλιακούς. Προφανώς το ίδιο κάνει και τώρα.
-Δηλαδή;
-Τρώει ρε αστοιχείωτε.

Βενιζέλος:Λοιπόν λεβέντομαλάκες, λεβεντομούνες και λοιπά λεβεντόπαιδα, αρκετή φαιά ουσία κατανάλωσα σήμερα.Πάω να χτίσω κανα κοιλιακό.Αντε γειά...  (από GATZMAN, 12/10/08)Οβελίξ:Λες Αστερίξ, πως είμαι χοντρός.Εσύ όμως ξεφυσάς σα βόδι (από GATZMAN, 12/10/08)(από GATZMAN, 12/10/08)Σε κάθε τεύχος του Αστερίξ,μαθήματα εκγύμνασης κοιλιακών από τον Οβελίξ (από GATZMAN, 12/10/08)Μετά από ενα βραδινό λουκούλειο γεύμα, ξυπνάς το πρωι με πονοκέφαλό και μετά.......η συνέχεια επί της εικόνας (από GATZMAN, 12/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν μόλις γεννηθεί το τέκνον, σπεύδουσιν συγγενείς και φίλοι να ασημώσωσιν (καλώς!) αλλά και να διαγνώσωσιν (κακώς!) εν είδει επαϊόντων πλήν αυτοκλήτων και ερασιτεχνών ντιενεϊτζήδων, εις ποίον μέλος της οικογενείας ομοιάζει περισσότερον, το βρέφος.

Μετά τον καταιωνισμόν (<αρχ. και στρατοκαβλ. καταιωνιστήρ=ντουζιέρα) πτυέλων επί της μάπας του δυστήνου βρέφους, οι προσφιλείς του ζεύγους αρχινάνε την κολυκυθιά:

  • Μην είν’ τα μάτια του παππού;

  • Μήνα της κουκουβάγιας;

  • Μη το προγούλι είναι της θειάς;

  • Μήπως στης μάνας φέρνει σόι;

  • Μπα κι έχει του μπαμπά το μπόι;

Και λοιπά.

Βεβαίως, όλ’ αυτά αφορούσιν κυρίως ειπείν εις την διαπίστωσιν της εκ πατρός ρίζης ταυτοποιήσεως, δεδομένου οτι mater semper certa est (δηλ. «να κάνει» η μάνα).

Εξ άλλου, όταν το τέκνον μεγαλώση, θα κληθεί πολλάκις να λάβη θέσιν εις την (υφ’ όσων ευρίσκονται ακόμα εν ζωή συγγενών τεθείσα) τραυματικήν ερώτησιν:

Ποιόν αγαπάς πιό πολύ; Τη μαμά ή τον μπαμπά;

Η ορθή και ειλικρινής απάντησις δέον όπως έχη: «Δε γαμιέσαι;»

(Αλλά τα καλά παιδιά δε λένε κακές λέξεις κλπ-κλπ).

Τα σόγια αλληλο-υπονομεύονται (πότε κρυφά-πότε φανερά) και εξαίρουν εαυτούς, οι φίλοι γελούν συγκρατημένα (αποφεύγοντας το ατόπημα να διατυπώσωσιν την γνώμη των) και το ζεύγος καρτερεί την ώραν που θα πάνε άπαντες στα ξεκουμπίδια...

Η έκφρασις χρησιμεύει ως πυροσβεστήρ των εκατέρωθεν αντιδικιών, συνήθως υπό του πατρός (δίκην διαιτητού), όστις λέγει χαριτολογώντας (!) οτι κατά την εποχήν της συλλήψεως του τέκνου, δήθεν (;) χρωστούσαν βερεσέδια εις τον οπωροπώλην ή τον εδωδιμοπώλην ή τον κρεοπώλην ή αλλαχού (αντιστοίχως), οπότε (εννοείται οτι) το τέκνον μάλλον φέρει τα χαρακτηριστικά ενός (;) εξ αυτών, μεθ’ ου επλάγιασεν η νύφη, ίνα πατσίση τα οφειλόμενα...

Άλλωστε τοιούτου είδους in natura συμψηφισμοί χρεών, εγένοντο κατά κόρον εις τας συνοικίας των παρελθόντων ετών (π.χ. γαμούσε ο σπιτονοικοκύρης τη ζουμπουρλή μπαταξού νοικάρισσα, ο πτωχός φοιτητής την θαλερή μπακάλαινα, ο κωλόμπος ποδηλατάς «χάριζε» γύρους κ.ο.κ.) αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες τζαμπατζούδες και έκλυτες επιβάτισσες πληρώνουν τον ταρίφα σε ρήτρα Jim Bookie (!)

Φυσικά, τα ανωτέρω ελάμβανον χώραν την παλαιάν εποχήν, διότι τώρα δεν κάνουμε τέτοια αφού είμεθα Εβροπέη (το γράφει και εις τον τηλεφωνικόν κατάλογον) και εφ’ όσον άλλωστε και εν Αλβιόνι εν αντιστοίχοις περιπτώσεσιν, πατήρ απάντων των βρετανόπουλων πάλαι ποτέ εφέρετο ο θρυλικός γαλατάς (the milkman was round)...

(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Πώπω ένα ωραίο μωράκι!
(Πατέρας):
-Είδες;
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Κοίτα το! Έχει την έκφραση του μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μα τί λέτε καλέ μητέρα; Της μαμάς μου έχει...
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Της μαμάς σου ναί, αλλά όχι την έκφραση...
(Πατέρας):
-Εγώ λέω του μανάβη μοιάζει που του χρωστούσαμε κιόλας!
(Μάνα κάτωχρη):
-Ώστε λοιπόν ξέρεις...

(Η συνέχεια σε Βίπερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται από άτομα με περιττά κιλά ως απάντηση σε μια προσβολή προς αυτούς. Επίσης έκφραση που χρησιμοποιείται και από κοντούς με την αυτονόητη επεξεργασία της φράσης.

- Μιλάνε όλοι μιλάει και ο χοντρός!
- Χοντρός-χοντρός την π....τσα μου τη τρώς!!!

Είπε κανείς κάτι για πίτσα? (από Vrastaman, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που δηλώνει τη μετριότατη έως χάλια γκόμενα, τη λόου φακαμπίλιτυ, με την οποία ωστόσο κάνεις κονέ σε καιρούς αναβροχιάς.

Η κοπέλα αυτού του είδους μπορεί να συνδυάζει και πραγματικά αυτά τα τρία χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Αρκεί να είναι μπάζο οριακής φακαμπίλιτυ και να αναγκάζεσαι να την πηδάς.

Αυτό που σε κάνει να τη μισείς ακόμα περισσότερο είναι ότι τη χρειάζεσαι προσωρινά (ένα «προσωρινά» που ελπίζεις να κρατήσει όσο πιο λίγο) και αυτή νομίζει ότι τη θέλεις για την ομορφιά της και σου τη βγαίνει με αξιώσεις «κανονικής» γκόμενας.

Ο όρος προέρχεται από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων με τίτλο «Κορίτσια της συγγνώμης», που λέει σε κάποιο στίχο: «όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ' αγάπησαν, κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά».

Συνώνυμα (αν και σεσινεπασλάνγκ): α) απ' ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα β) στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.

- Τι έγινε ρε Στράτο; Τι προβοσκίδα είν' αυτή;
- Χέσ' τα, έχω να γαμήσω 8 μήνες!
- Γιατί δεν τα φτιάχνεις με την Ανθούλα που σε θέλει σαν τρελή; Κάνει για την περίπτωσή σου: χλωμή, χοντρούλα με γυαλιά!

(από Vrastaman, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.

Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.

♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫

1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ

  1. Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;

  2. Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα

  3. ..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»

  4. Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified