Further tags

Συνήθως χρησιμοποιείται ως πάρε + ουσιαστικό, αλλά στην ανάγκη και σκέτο λόγω βιασύνης (π.χ. «πάρε-πάρε»! δηλ. κοίτα γρήγορα, που ακολουθείται απο σκούντημα ή νεύμα).

Σημαίνει: Τσέκαρε, κόψε, μπάνισε (ή μπάνα), κοίτα, κόζαρε (ή κόνιαρε), φάε (ιδίως στη φράση «φάε ένα μαλάκα»).

Η έκφραση προέρχεται νοηματικά απο τον πληρέστερο ιδιωματισμό παίρνω μάτι, δηλ. είτε παρατηρώ ως οφθαλμοπόρνος παρακαταθέτοντας το οπτικό αντικείμενο στον σκληρό δίσκο για μελλοντική ανάκτηση-χρήση (future reference – βλ. και το πρωθύστερο παίρνω μαλακία την τάδε, παίρνω θέμα ή υλικό ή δουλειά για το σπίτι κλπ) είτε εξετάζω εξονυχιστικά κάτι, είτε σκανάρω τον χώρο ταχύτατα ως αητός, προκειμένου να μην μου ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια.

Συνήθως η έκφραση λέγεται απο αργόσχολους τύπους ή σχολιαρόπαιδα σε δρόμους πόλεων ή παραλίες, που τσεκάρουν τους περαστικούς κάνοντας κι απο ένα σχόλιο σχετικό με την εμφάνισή τους (past remarkable) και ιδίως για γυναίκες (σφυρίγματα, ατάκες κλπ).

Να μην συγχέεται με το παιδικό παιχνίδι «πάρ’ τον παπά», κατά το οποίο ο ένας πιάνει ή χτυπά με την εξωτερική πλευρά των δαχτύλων τ’ αρχίδια του διπλανού του, λέγοντας την φράση αυτή και μετά πάει γαϊτανάκι στον επόμενο κι ο τελευταίος χάνει (έτσι και σε πάρει πρέφα όμως ο ιερωμένος συνήθως τσαντίζεται πολύ για κάποιον ανεξήγητο λόγο)...

  1. -Μαααααααλάκα! Πάρε ένα μουνί τρικάπακο!
    -Πώωωωωωω! Πού είμαστε εμείς ρε;

  2. -Πάρε-πάρε!
    -Πού ρε;
    -Εκεί απέναντι τον τύπο με το κασκόλ και την καπελαδούρα καλοκαιριάτικα! -Τί σούργελο αδερφάκι μου!

  3. -Παίδες, σόρρυ που άργησα, ήταν άρρωστη η γιαγιά μου και...
    -Πάρε έναν τρόμπα! Ρε σε περιμένουμε δυο ώρες κι έρχεσαι να μας πείς αυτή τη μαλακία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ευφάνταστη και ολίγον χιουμοριστική απάντηση κόντρα στη γκρίνια και τις διαμαρτυρίες παραξηγιάρηδων που αρπάζονται και θίγονται με το παραμικρό, με στόχο τη συνειδητοποίηση του μεγέθους της υπερβολής που διακατέχει τη συμπεριφορά των τελευταίων από μέρους τους και την αποκατάσταση της ηρεμίας.

- Ρε Χάρε πως βγαίνεις έτσι; Να με σκοτώσεις θες; Ασταδιάλα πρωϊνιάτικα...
- Καλά ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη, ωχουού...

(από Khan, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλονίκη.

  • Η πόλη της διασκέδασης.
  • Η πόλη της γκουρμεδιάς (βλ. γυράδικα επί της Λαμπράκη που μέχρι και κριτής της Michelin θα χλόμιαζε).
  • Η πόλη του freddo cappuccino (η φράπα μάς έχει τελειώσει προ ετών).
  • Η πόλη με το πιο σύγχρονο μετρό της Ευρώπης (έτσι γράφουν οι ταμπέλες).
  • Η πόλη με τις πιο ωραίες γυναίκες (κατά δήλωση επισκεπτών). Ή μήπως όχι;;

    Ο μέσος θεσσαλονικιός, ο όποιος έχει βαρεθεί να βλέπει κάθε φλόμπα να παστώνεται ντάλα μεσημέρι, φορώντας γυαλί ήλιου - 14ιντσες τηλεοράσεις, τσάντα πιο μεγάλη από το μπόι της και τουπέ τουλάστιχον κόρης του Χίλτον (που σε αντίθεση με την Paris, οι δικές μας είναι ηθικές και τις τσόντες που γυρίζουν τις έχουν για εγχώρια κατανάλωση, δεν τις διανέμουν ανά την υφήλιο), είναι σε θέση να διακρίνει την ωραία από την φτιαγμένη, και πολύ περισσότερο να στιγματίζει δηκτικά το ειλικρινές μπάζο, αφού ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος.

Εδώ έρχεται η φράση μας! Καθώς είμαστε ανώτερος λαός και δεν έχουμε ανάγκη αυτά τα ξενόφερτα μετρά, επιμένουμε στα λεωφορεία!

Το 14αρι κάνει τη διαδρομή κέντρο - Ντούμπα, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές επειδή η ίδια η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και τα λεωφορεία είναι εκείνα τα τεράστια σαν ακορντεόν με τη φυσούνα στο κέντρο, από αυτά δηλαδή που το gps δίνει άλλο στίγμα στον οδηγό και άλλο στη γαλαρία.

Συνδυαστικά λοιπόν, λέμε ότι την τάδε την τράκαρε το δεκατεσσάρι, το οποίο είναι τεράστιο και ικανό για μεγάλες ζημιές σε περίπτωση ατυχήματος, για να τονίσουμε ότι η γκόμενα απέναντι είναι τόσο μα τόσο χάλια (στα μούτρα κυρίως).

Κυρίως απευθυνόμαστε σε γκόμενες με τουπέ, που είναι τελείως αίσχος, νομίζουν όμως ότι είναι θεές, και όχι τόσο στις αληθινά άσχημες, αλλά με επίγνωση της κατάστασης.

Δεν το απευθύνουμε σε άντρες.

- Πώς είσαι έτσι ρε κοπελιά. Σαν να σε τράκαρε το δεκατεσσάρι μού βγήκες. Μου μοστράρεσαι και για ωραία.
- Έλα ρε φίλε δεν είναι και τόσο τραγική. 400 χιλιάρικα (σ.σ.: σε δραχμές) λαμαρινοδουλειά είναι και έστρωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...

- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.

Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.

Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται το φουσκωτό μουνί, σα μπουμπούκι έτοιμο να σκάσει, σαν φουσκωμένο κάστανο, σανπρόσφορο, που εξέχει εγερμένο ανάμεσα στα λαγόνια, ενώ διαγράφονται ανάγλυφα οι 3D ανατομικές του λεπτομέρειες επάνω στο ένδυμα, απαρέγκλιτα στενό παντελόνι η μαγιό και αναδεικνύεται κατά τη νωχελική, λικνιστική βάδιση της κτήτορος, που το επιδεικνύει ηθελημένα η μη. Κατά τη διέλευση του ακούγονται βαθείς αναστεναγμοί, εκφράζονται καημοί, επιφωνήματα πόνου, αλαλαγμοί, μέχρι πολεμικές ιαχές.

Συνώνυμο: μουνί τριζάτο

- Πάρε μάτι τι περνάει. Μουνί βιτρινάτο.

βλ. και μουνί καμηλό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η ατάκα διαφήμισης ίσως πρέπει να σταθεί μόνη της. Προέρχεται, αν θυμάμαι καλά, από διαφήμιση του Ούλτρεξ το οποίο έδινε και καλά τρομερή λάμψη και υγεία στα μαλλιά του πρώην πιτυριδούχου, οπότε αυτός μπορούσε πια να αφεθεί χωρίς να κομπλάρει στα χέρια μιας εϊτίλας μούνας που τον χαϊδολογούσε λέγοντάς του καβλιάρικα στ' αυτάκι: «Και σού' κανε ένα μαλλί...» (ενν: «...άλλο πράμα!»).

Τώρα πια λέγεται από κάποια λείψανα των ογδόνταζ (ή σημερινούς πιτσιρικάδες που το άκουγαν από τους μεγαλύτερους) και λέγεται μόνο όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε αυτό που συνέβη στο μαλλί μας -ή στου άλλου- εξαιτίας πχ του αέρα, της υγρασίας, του ύπνου, κόκ.

  1. - ...και σού ΄κανε ένα μαλλί...
    - Πάλι πρόβλημα;
    - Ε δε βλέπεις ρε μαλάκα πώς έγινα; Αυτό το γαμολοτζέλ τα λασπώνει και γίνονται σύσκατα.

  2. Και σου ‘κανε ένα μαλλί…
    Οι στυλίστες υποστηρίζουν ότι ένα κολακευτικό χτένισμα ή κούρεμα μπορεί να καλύψει πολλά λάθη που κάνουμε στην εμφάνισή μας.
    (άρθρο από εδώ

  3. Και σου ‘κανε ένα μαλλί
    To πρώτο SAWARI HAIR BAR άνοιξε τις πόρτες του στην Αθήνα και σας περιμένει για μια απόλυτη περιποίηση μαλλιών. από κει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοχος υπερδιάστατου πέους.

Σε μέγεθος και σχήμα του ομώνυμου καρπού που τον παίρνει και τον κρατά, ζεστό-ζεστό και λαχταριστό, όλος ο κόσμος στο χέρι τα καλοκαιρινά βραδάκια, το μπαινοβγάζει λαίμαργα στο στόμα, ενώ στο τέλος σκουπίζει απ τα χείλη του τα υπο-λήμματα με τη χαρτοπετσέτα.

Αν του αρέσει ή δεν χορτάσει, γυρίζει πίσω και τον ξαναπαίρνει.
Αν έχει μεγάλη ουρά αναμονής και βιάζεται, πηγαίνει και τον παίρνει από πίσω.

Συνώνυμα γούδα, μπάρα.

- Τώρα που τον είδα με μαγιό, κατάλαβα γιατί τον φωνάζουν καλαμπόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον αγγλοαμερικάνικο όρο vertical smile κι αναφέρεται:

  1. (κυρίως) στο γυναικείο αιδοίο του οποίου τα μεγάλα χείλη σχηματίζουν ένα «χαμόγελο», το οποίο όμως, όταν η γυναίκα είναι όρθια, είναι κάθετο σε σχέση με το κλασικό χαμόγελο των χειλιών του προσώπου. Φαίνεται καλύτερα όταν το μουνί είναι ξυρισμένο. Γι’ αυτό και αποτελεί έκφραση σε περιβάλλοντα όπως στούντιο ομορφιάς όπου γίνονται αποτριχώσεις, και πλασάρεται από γυναικεία περιοδικά.

  2. (πολύ σπανιότερα) στο στόμιο της ανδρικής ουρήθρας.

Παρακαλώ πολύ, να μην εμφανιστούν σχόλια ή μήδια σχετικά με τον πασίγνωστο οργανισμό προστασίας των δικαιωμάτων του (όλοι ξέρουμε). Πιασάρικο μεν, ψιλοφθηνό δε (κατά την ταπεινή μου γνώμη). Σαν λογοπαίγνιο σχετίζονται κάργα, αλλά το να ψάχνει κάποιος το ένα και να του εμφανιστούν και τα δύο μπορεί να θίξει, πράγμα που δεν θα το ήθελα. Ναι, ρε, έχω ταμπού.

  1. «Η ζωή αρχίζει μ’ ένα κάθετο χαμόγελο»

- Νομίζω πως χρειάζομαι μια ..περιποιησούλα για ν’ αναδειχθεί το κάθετο χαμόγελό μου.
- Χόλυγουντ, Μπραζίλιαν, μπικίνι, τριγωνάκι, κάτι ιδιαίτερο;
- «Να καεί ο Αμαζόνιος» που θέλει ο δικός μου δεν κάνετε;
(από μπλογκ)

  1. «…Είχε γυρίσει μπρούμυτα όταν ξύπνησε. Ένοιωσε κάτι να βρίσκεται κάτω από αυτόν που τον ενοχλούσε πολύ έντονα. Κάτι σκληρό υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και στο στρώμα του κρεβατιού που τον ανάγκαζε να αισθάνεται άβολα. Άνοιξε τα μάτια του, γύρισε ανάσκελα και έκπληκτος είδε τη φύση να προεξέχει απ' το σώβρακο με το γνωστό κάθετο χαμόγελό της. Χαμογέλασε κι αυτός με ικανοποίηση και του ήρθαν στο μυαλό αυτά που σκεφτόταν πριν λίγες ώρες στη βεράντα. Η μητέρα φύση με θυμήθηκε, άδικα την κατηγόρησα, σκέφθηκε. Τη χούφτωσε και εκτονώθηκε…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified