Το λέμε για να δείξουμε ότι κάτι είναι πολύ μακριά.
- Πάμε κέντρο;
- Σιγά μην τρέχω στου διαόλου τον πούτσο...
Το λέμε για να δείξουμε ότι κάτι είναι πολύ μακριά.
- Πάμε κέντρο;
- Σιγά μην τρέχω στου διαόλου τον πούτσο...
Βλ. και αλησμονιά, στου διαόλου το ξεσταύρι, στου διαόλου τη μάνα, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ
Got a better definition? Add it!
Γλαφυρή φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μεταφορικό ευνουχισμό ενός ανδρός, τη μετατροπή του σε ένα άβουλο ον που άγεται και φέρεται υπό τις διαταγές ή επιθυμίες της γυναίκας του και την εν γένει παθητική του στάση έναντι αυτής. Το θύμα αν δεν είναι ήδη, μετατρέπεται σταδιακά σε μπουχεσολεβιέ.
- Λοιπόν Μπάμπη το βράδυ έχω κλείσει με τα παιδιά άλφα τράπεζα πίστεως Γονίδη. Πες και στον Πέτρο να έρθει.
- Χα χα χα! Ρε σιγά μην έρθει! Αφού τον έχει βάλει στο βρακί της η άλλη!
Δες ακόμη: βρακάς, σούζα, σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, θα σε βάλει να ξυρίσεις και μουστάκι.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).
- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Παρωδία» γνωστών στρατιωτικών παραγγελμάτων. Δηλώνει την αρνητική (και τελεσίδικη) έκβαση μιας κατάστασης ή και την άμεση προσταγή για απομάκρυνση (παρ' τον πούλο - ξεκουμπίσου).
- Τον πούλο αρμ! πάμε σπίτια μας...
- Πω, ρε μαλάκα, από δω και πέρα θα 'χουμε κάθε μέρα υπηρεσία, τον πούλο αρμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι
(λείπει)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα
- Την παλεύεις φιλαράκι;
- ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)
Απάλευτη η φάση.
Ο Απάλευτος.
Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.
- Παλεύεται το φαγητό;
- Ε, την ψιλοπαλεύει.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, -ιές, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω, αντιπαλευόν. Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είδος γυναίκας το οποίο κατέχει αισθητική και ομορφιά γ' κατηγορίας και μπορεί μόνο να δουλέψει σα μανεκέν/μοντέλο για μπουζόκλειδα, βλαχοπρίονο, τηγάνι τεπανιάκι. Οτιδήποτε κιτς της ταιριάζει. Είναι επίσης ιδανική για οποιαδήποτε περίπτωση διαφήμισης για το ΠΡΙΝ παράθυρο/περίπτωση.
-Την είδες την καινούργια τύπισσα που χτύπησε ο Τάκης από το chat;
-Όχι για πες...
-Τρομερό μπουζόκλειδο, άμα παντρευτούνε ποτέ, μόνο τον Τάκη θα φιλάνε οι καλεσμένοι.
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός. Συνώνυμο του «ένα κι ένα milko», «ζουμπάς», «κοντοπίθαρος».
Η κοπέλα ήταν τραγικά κοντή. Πρέπει να βρωμάγαν ποδαρίλα τα μαλλιά της!
Got a better definition? Add it!
Πούστης, ντιγκιντάγκας, κίναιδος, καταπυγών.
- Τα 'μαθες ρε; Πιάσανε λέει τον Χατζηγιάννη στο κρεβάτι με τον Αλέκο Αλαβάνο!
- Χα χα! Φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα ο Μιχαλάκης...
Got a better definition? Add it!
Πουκάμισο συνήθως χαβανέζικο, αμφιβόλου αισθητικής το οποίο συνηθίζει να φοράει ο συμπαθής ηθοποιός με τα νεύρα τσατάλια. Το λέμε για να τονίσουμε την κακογουστιά.
Το πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» φοριέται μονάχα άμα πας διακοπές στην Καραϊβική, Μπαχάμες, Χαουάη κ.λπ.
Οπουδήποτε αλλού σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου.
Got a better definition? Add it!