Selected tags

Further tags

Πάμε να φτιαχτούμε (πάμε να γίνουμε ρεεεε). Αγορά ναρκωτικών.

- Μενόγι σισιχάχα;
- Όχι τώρα παμεναμενογί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναπάντεχη αποτυχία ή κάτι που σε αφήνει ξερό και χωρίς περιθώρια αντίδρασης.

Και εκεί που πίεζε η Αγγλία να κάνει το 2-0 γίνεται στο 85 η ισοφάριση από τον Ζιντάν και κάθονται όλοι οι Εγγλέζοι πάνω στο παγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γνωστό σε όλους «τι είναι αυτά που λες;».

Τι είναι φτουνά αυτά που λες εδωχάμου ρε ξεΐδρωτε μην σε πελεκάω μια βδομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.

Αντώνυμο: καυλωτής.

Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).

Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν δεν μας καίγεται καρφί.

- Στα αρχίδια μου!!
- Να και τα άστρα, να και η γλάστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε την κακή, εμφανισιακά, γραφή κάποιου ατόμου. Περιγράφει ανικανότητα γραφής. Χαρακτηρίζει, τέλος, τον τρόπο γραφής των συνταγών από τους γιατρούς, τις οποίες μόνο οι φαρμακοποιοί μπορούν να «αποκρυπτογραφήσουν».

Κανονική σημασία της λέξης: είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ. (πηγή: el.wikipedia.org)

- Δες τι έφερε πάλι το σούργελο να δακτυλογραφήσω. Άντε να βρεις άκρη, Γραμμική-Β σου λέω.

(από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Γεμάτος, πλήρης.

Συνώνυμα: πήχτρα, φουλ, κάργα.

- Πώς περάσατε στο πάρτι με τον έτσι προχθές;
- Ξενέρααα... Κατάσταση καυλόσπυρο και γυαλί-πατομπούκαλο. Τίγκα στα σπασικλάκια... Ούτε σε συνέδριο μαθηματικών να με πήγαινε.
- Τόσο χάλια;
- Ρε πίναν λεμονάδες και τρώγαν τυροπιτάκια λέμε...
- Έλα ρε...! Κι ο δικός σου γούσταρε;
- Τα τυροπιτάκια ναι, τη χυλόπιτα δεν ξέρω.

(από joe909, 21/08/12)

Βλ. και μπίμπα, φίσκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός

- Όχι να μπούμε κι' εδώ ρε μαλάκα, όλο αδερφές μαζεύει το μέρος.
- Έλα τότε και βολεύει: κατουριέμαι σαν πούστης.

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει έγκριση, επιδοκιμασία.

Επιτατικά:

  • λέει πολλά,
  • κωλολέει,
  • λέει με (τα) χίλια,
  • λέει σαμπούστης

και αρνητικά:

  • δεν λέει τίποτα,
  • δεν λέει μία

Συνώνυμα: αξίζει, μετράει.

  1. - Τι σου είπε ρε η καινούργια του Σιφρέντι;
    - Τι να μου πει, αφού ξέρεις ότι δεν είμαι του σοφτ σαδό.

  2. - Όρμα ρε μαλάκα, στουπί είναι η γκόμενα! Άμα της τα ρίξεις θα πέσει σαν ώριμο σταφύλι.
    - Δε λέει ρε μαλάκα, δεν βλέπεις τα βυζιά της, που 'ν' έτοιμα να πέσουνε σαν ώριμα καρπούζια; Να σου δώσει αυτή βυζοσκάμπιλο να σ' αφήσει σέκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση το βάζω αμέτι μουχαμέτι, βάζω στόχο να καταφέρω κάτι (με κάθε θυσία), είμαι αποφασισμένος για κάτι.

Ξεκόλλα ρε σαλιάρη. Τι καψούρα πια κι αυτή, μισό χρόνο!... Αφού τά 'χει μ' άλλον ρε όρνιο, και να δεις που παν και για γάμο.
— Μη μου λές τέτοια μαλάκα. Αν δεν την ρίξω την πουτάνα, κι' εγώ δε ξέρω τι θα κάνω.
Τό 'χεις βάλει αμέτι μουχαμέτι να το φας το κεφάλι σου, εγώ αυτό βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified