Selected tags

Further tags

Δεν σκέφτομαι προτού μιλήσω και λέω το πρώτο που μου έρχεται στο νου, η οποία αποστροφή εκτιμάται ως ανόητη ή προσβλητική ή αδιάκριτη από τον συνομιλητή.

-Άσε, ξεχάστηκα και πέταξα ένα άκυρο χθες μπροστά στην κοπέλα μου για την πρώην μου και τη στενοχώρησα!
-Αφού όταν μιλάς βουτάς τη γλώσσα στον κώλο και όχι στο μυαλό πρώτα, καλά να πάθεις!

Πρβλ. και βουτάω τη γλώσσα στο μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάθροιση ανδρών (σβέρκων) αποκλειστικά ή ανδρών σε υπερβολικό αριθμό συγκριτικά με τις γυναίκες.

Συνώνυμα: καραπουτσαριό, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Πήγαμε στο μαγαζί να χαζέψουμε κανένα γκομενάκι, αλλά μαλακίες!
- Τι, σβερκαρία;
- Αρχιδόκαμπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχηματισμός της σκατούλας όταν ξεπροβάλλει δειλά-δειλά... Χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι είμαστε οριακά με το χέσιμο.

-Θέλω χέσιμο.
-Πολύ;
-Γάμησέ τα... Βγαίνει το μολυβάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανεξήγητη και ξαφνική εμμονή σε μια ιδέα ή κατάσταση.

- Ρε συ, που χάθηκε ο Χ...;
- Άσε, έφαγε φούγκα με το διάβασμα και δεν ξεκολλάει.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.

  1. - Πρόσεχε θα πέσεις!
    - Μη φοβάσαι, τό 'χω.

  2. - Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
    - Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καταφέρνω καλά σε κάτι, κατέχω, είμαι καλός.

Από μαθηματικά πώς τα πας; Το λες το ποίημα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ καλό πράμα, τεφαρίκι. Πιθανόν από το τουρκικό bereket.

- Θα σου γράψω μια συλλογή mp3, μπερκέτι!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπέργκετ, μπεργκέτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως ένδειξη δυσφορίας, σχολιάζοντας κάτι κατακριτέο ή παράλογο.

Και μου λέει το γκομενάκι, «δεν είμαι κανένα τσουλάκι εγώ» και παπαριές μανίτσα μου... Βρε άντε κι εδώ πέρα μπούκω' το!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το στα τσακίδια, του οποίου είναι και συνώνυμο.

  1. - Ουφ, έφυγε επιτέλους αυτός ο ψωλοβρόντης! - Στα γαμήδια!

  2. - Ρε άντε στα γαμήδια από δω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον. Συναφεις εκφράσεις είναι οι πρήζω τ'αρχίδια και σκοτίζω τ'αρχίδια κάποιου.

Στον διαδικτυακό λόγο γράφεται κομψότερα ως ζαλίζω τ'@@ κάποιου.

  1. - Κάθε λίγο και λιγάκι με παίρνει τηλέφωνο ο Τάσος και μου ζαλίζει τ'αρχίδια!

  2. - Ante re mlks kante me officer
    - Mas zalises t'@@!

*Dizzy* Gillespie - μη του τα ζαλίζετε! (από Vrastaman, 15/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified