Selected tags

Further tags

Ένας περιφραστικός τρόπος να πεις κάποιον χαζοχαρούμενο. Χρησιμοποιείται με διάθεση συνήθως περιπαικτική και όχι προσβλητική για να χαρακτηρίσει ανθρώπους εύθυμους και γελαστούς περισσότερο από το συνηθισμένο.

Μην της δίνετε σημασία παιδιά, έτσι γελάει όλη την ώρα... Χαζό παιδί χαρά γεμάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωνητική προσπάθεια απόδοσης του ήχου της μίζας. Επειδή αρκετοί συνάνθρωποί μας δεν παίρνουν μπρος με το κατευθείαν, είναι μία φιλική προσπάθεια να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν έστω και καθυστερημένα αυτό που τους λέμε.

- Ρε παιδί μου πρώτα το πιάνεις καλά και μετά το κουνάς πάνω κάτω. - Δηλαδή πώς, τι;
- Γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ...
- Άααα, τώωωωρα κατάλαβα.
- Α να γεια σου. Ανάσταση! Α και πού 'σαι, με μέτρο, δεν είναι για χόρταση.

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο άσχετο, δεν τό 'δα νά 'ρχεται, μ' έπιασε εξαπίνης, σιγά και μην το περίμενα, αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς μας ήρθαν. Λέγεται και στο ξεκούδουνο, αλλά η ουσία παραμένει: αιφνιδιαστήκαμε.

- Καθόμαστε λοιπόν Μερόπη μου στον καναπέ και πίνουμε τον καφέ μας ήσυχα κι ωραία και μιλάμε και ξαφνικά στο ξεκούδουνο γυρίζει και μου χουφτώνει το βυζί.
- Ναι, πες μας τώρα ότι δε σου άρεσε κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοείται το ανδρικό μόριο, επομένως η αντωνυμική περίφραση αναφέρεται στη συνουσία από τη μεριά του άνδρα... Συνώνυμη της αντωνυμικής περίφρασης τον ρίχνω (δηλαδή ρίχνω έναν πούτσο).

- Λοιπόν παπάρα, θά 'ρθεις το βράδυ για μπύρες ή θα μας γράψεις πάλι στ' αρχίδια σου;
- Αφού ρε μαλάκα τελευταία στιγμή μου το λες, εγώ φταίω τώρα που κανόνισα να πάω από την Ειρήνη; Τέλοσπαντων, πάω τότε να της τον πετάξω στα γρήγορα κι έρχομαι στο καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια ενδιαφέρουσα απάντηση στην στερεότυπη ερώτηση «τι κάνεις;».

Προφανώς με την αντωνυμία την υπονοείται το ανδρικό μόριο, όπως και στην αντωνυμική περίφραση την πετάω σε κάποιον, όμως η έκφραση αυτή διαθέτει μια διασκεδαστική ασάφεια.

- Γεια σου, τι κάνεις;
- Στην πετάω και την πιάνεις!

Δες ακόμη: τον βγάζω και τον πιάνεις, γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατευθείαν, αμέσως, χωρίς διακοπή. Ίσως επειδή το καπάκι εφαρμόζει τέλεια πάνω σε κάτι, χωρίς να αφήνει κενό.

Επίσης συναντάται και στον πληθυντικό (στα καπάκια) με την ίδια ακριβώς σημασία.

Μόλις φτάσω σπίτι θα σε πάρω εγώ στο καπάκι. Μην χρεώνεσαι τώρα με το κινητό!

Μετά τη δουλειά πήγα γυμναστήριο στα καπάκια και τώρα τά 'χω φτύσει εντελώς μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράζομαι, εξαντλούμαι. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον παρακείμενο (τα έχω φτύσει). Παράγωγη μετοχική έκφραση: είμαι φτυσμένος.

  1. - Πρέπει να αρχίσω κανένα γυμναστήριο... Δυο μέτρα κάνω και τα φτύνω να πούμε...

2.- Πάμε πουθενά το Σαββατοκύριακο; - Τι λες ρε... Όλη την εβδομάδα τρεξίματα είχα και τά 'χω φτύσει τελείως... Θα κάτσω σπίτι και θα λιώσω στον ύπνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.

  1. - Τι έγινε ρε, πήρες κάνα σήμα; - Όχι ρε πούστη μου, τίποτα... - Ούτε κι εγώ... Μούφα μαύρο μου έφερε ο μαλάκας ο Τάκης!

  2. - Πώω μαλάκα, ρούφηξα μια καλή και πήρα τρελό σήμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω, παίρνω είδηση / χαμπάρι. Ίσως βγαίνει από την γραμμή του τηλεφώνου (από το οποίο μαθαίνουμε διάφορα νέα).

  1. - Μεγάλο πουτανάκι η Ειρηνούλα, ε; - Ναι, το πήρα γραμμή κι εγώ από αυτά που μας έλεγε...

  2. - Πολύ άτομο ο Θανάσης! - Τι άτομο ρε αγαθιάρη, μούσια ιστορία πουλάει ο φιδέμπορας! Δεν το πήρες γραμμή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».

- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...

Βλ. και φλατζοκαμμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified