Παράγωγο λήμμα της φράσης δεν υπάρχει.
Κοινώς αυτός που είναι απίστευτος γενικότερα με αυτά που κάνει η λέει, σε βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την ύπαρξη του!
Ρε μαλάκα τον είδες πόση ώρα είχε σούζα την μηχανή; Ο τύπος είναι ανύπαρκτος!
Παράγωγο λήμμα της φράσης δεν υπάρχει.
Κοινώς αυτός που είναι απίστευτος γενικότερα με αυτά που κάνει η λέει, σε βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την ύπαρξη του!
Ρε μαλάκα τον είδες πόση ώρα είχε σούζα την μηχανή; Ο τύπος είναι ανύπαρκτος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «σπεκάστε, ψηφίστε», χωρίς το «τελειώσατε» είναι το ίδιον του σλανγκακλή (κατά τα θεριακλής, μερακλής), που είναι εθισμένος με την σλανγκ, και σε ένα καλό λήμμα, αφού πρώτα αποδώσει, ως ώφειλε, σπέκια και αστερίες, θα ξαναγυρίσει στον τόπο του εγκ-λήμματος ξανά και ξανά, ώστε με σωκρατική μαιευτική μέθοδο να γεννήσει μέσα από τον διάλογο κι άλλα λήμματα.
Το πλήρες «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» κατά το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» του γνωστού διαφημιστικού καθαριστικών ειδών, αναφέρεται συνήθως στις παρακάτω περιπτώσεις, (η λίστα δεν είναι εξαντλητική):
Για άρρητα λήμματα (κατά το «άρρητα ρήματα») όπου ό,τι σχόλιο και να πεις, θα το χαλάσεις. Οπότε μένεις άναυδος, at a loss for words, και κάνεις την τριπλέτα σεμνά και ταπεινά. Χαρακτηριστική περίπτωση τα εξωκόσμια λήμματα - λόγια του Κυρίου ημών Ιησού, που «ουκ εισί εκ του κόσμου τούτου», και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως Γραφή, που την προσκυνάς χωρίς να σχολιάζεις. Αλλά και τα λήμματα του απόκρυφου Ιησού DT. Επίσης, λέγεται για λήμματα που θυμίζουν χρησμούς της Πυθίας: Συναισθάνεσαι την σοφία τους, αλλά δεν μπορείς να την προσπελάσεις νοητικά, οπότε ρίχνεις ένα σπεκ, λέγοντας «μιλάς με γρίφους, γέροντα» και αποσύρεσαι για να κάνεις ενδοσκόπηση τι έφταιξε και δεν αποδείχθηκες έτοιμος να καταλάβεις το λήμμα. Χαρακτηριστική περίπτωση το λήμμα: χαμούρεμα.
Για το ταχυσλανγκικόν του πράγματος κατά το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε»: Σλάνγκος πάει στην δουλειά του το πρωί. Επειδή, όμως, είναι εθισμένος, στα διαλείμματα, μαζί με (ή χωρίς) το τσιγάρο κάνει μια γρήγορη τσάρκα στο slang.gr, πριν συνεχίσει την δουλειά του. Σε περιπτώσεις μεγαλύτερου εθισμού λέει στον ρουμάνο ότι ετοιμάζει το πρότζεκτ, ενώ στην πραγματικότητα σπεκάζει στο σάιτ μας. Επειδή όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ρουμάνου, δεν είναι δυνατόν να κάνεις μαιευτική λημμάτων, το ταχύ «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» είναι η πικρή καθημερινότητα του Σλάνγκου. Το βράδι πάλι, γυρνά σπίτι, και η γυναίκα (ή άντρας για τις Αρχιμήδειες) έχουν απαιτήσεις, όπως σεξ, χάδια, τρυφερότητα, ενώ ο Σλάνγκος το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να τελειώσει το λήμμα του, που το έχει βάλει στο Πρόχειρο, επειδή δεν μπορούσε να το τελειώσει στην δουλειά. Οπότε μέχρι να αποφασίσει να χωρίσει για να αφιερωθεί στην σλανγκ (ή σλανγκ ή οικογένεια), το «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» είναι η πικρή καθημερινότητα του Σλάνγκου και το βράδυ.
Το σπεκουλαδόρικο «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε»: Ο σπεκουλαδόρος έχει αντιληφθεί ότι τα λήμματά του απευθύνονται σε ορισμένο target group μεταξύ των σλανγκιστών, οπότε όταν ένας από αυτούς τους σλανγκιστές ανεβάσει λήμμα, ακόμη κι αν είναι λύμα, ο σπεκουλαδόρος θα το περάσει ένα γρήγορο σπεκ και δεκάστερο, για να εμπεδώσει σχέσεις αμοιβαίας πελατείας με τον συγκεκριμένο συσλανγκιστή. Βεβαίως, δεν θα επεκταθεί παραπάνω απ' το ψιλό σπεκ, ενώ θα κρατάει και την μύτη του να μην τον πάρει η μπόχα του λύματος, που σπέκασε μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει (διά μακροπρόθεσμου do ut des) την αδηφάγα αστρολαγνεία του.
Ακόμη χειρότερα: Το «σπεκάστε, ψηφίστε» του σπαστήρα. Ο σπαστήρ γράφει μια σειρά λήμματα με ένα όνομα, μετά αποσυνδέεται και επανασυνδέεται με άλλο όνομα και ID, και κάνει ένα γρήγορο πέρασμα με δεκάστερα στα λήμματα αυτού του (α)ιδ(ο)ίου. Ο απόλυτος θρασυ-σπαστήρ δεν θα παραλείψει να δώσει και σπέκια ο ίδιος στον εαυτό του με άλλο όνομα, για να επαληθευθεί το υπό GATZMAN ρηθέν: «Σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε». Το παραπάνω είναι παράδειγμα προς αποφυγή για τους νεοκλήδες, ελπίζω να μην βάζω ιδέες...
Όταν ο acg σου έχει 137 παραλλαγές του την τρίζει την όπισθεν, ή όταν υπάρχουν έξι διαφορετικοί ορισμοί της κλασομπανιέρας, τι άλλο μπορείς να κάνεις, από ένα σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε.
Got a better definition? Add it!
Τούνελ, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες την Σλανγκουσαλήμ, είναι πρωκτός. Κατ' αυτήν την σλανγκική τροπή, η έκφραση «βλέπω φως στην άκρη του τούνελ» μεταλλάχθηκε σε «βλέπω/νιώθω σκατό στην άκρη του τούνελ», ως αντίθετο της πρώτης.
Ήτοι, «φως στην άκρη του τούνελ» σημαίνει είμαι στο ναδίρ της απελπισίας και ξαφνικά αχνοφαίνεται μια ελπίδα, ενώ «σκατό στην άκρη του τούνελ» σημαίνει είμαι στο ζενίθ της ηδονής (του πρωκτικού σεξ δηλονότι) και ξαφνικά αχνοφαίνεται η απελπισία.
Βλ. και κερνάω
Got a better definition? Add it!
Τσαντίζομαι, τα παίρνω στην κράνα.
Αλλά πρώτα μια ιστορική αναδρομή: Η λέξη σύφιλη σχησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο ποίημα «Syphilis, sive Morbus Gallicus»(«Σύφιλις, η Γαλλική Ασθένεια», 1530) του Ιταλού ιατρού Girolamo Fracastoro. Το ποίημα περιγράφει την ιστορία του βοσκού Σύφιλου, που φέρεται ως ο πρώτος ασθενής με μαλαφράντζα. Σύμφωνα με ορισμένους, πρόκειται για παραφθορά του ονόματος Σίπυλος, υιού της Νιόβης.
Έχοντας κολλήσει το παράσημο αυτό, ο Σύφιλος σίγουρα δεν πρόσεχε την προσωπική του υγιεινή και τελικά τρελάθηκε – ικανοποιώντας έτσι τους δύο ορισμούς της λέξης συφιλάζομαι κατά τους λημματοδότες Lafkadioκαι vip. Αλλά στο ενδιάμεσο, τον κυρίευσε σίγουρα και η οργή κατά παντός για την κατάστασή τους. Ο Σύφιλος συφιλιάστηκε χοντρά με την αρρώστια του, όπως θα έλεγε και ο χρήστης ΡΤΠ. Εξ ου και η εν λόγω έννοια του λήμματος.
Τα ίδια σκατά... Μετά από ακόμα 3-4 ρισέτ, λέω να πάω στη διαχείριση συσκευών... Το όμορφο το τριγωνάκι με το θαυμαστικό δίπλα από την κάρτα γραφικών με άρεσε πάρα πολύ. Ε, διπλοποντικιάζω και με λένε τα άχρηστα τα σΒΗΣΤΑ ότι δεν υπαρχουν πόροι για να ενεργοποιήσουν τη χρήση του συγκεκριμένου χάρντγουερ. Δεν ήθελα και λίγο, συφιλιάστηκα, αποσύνδεσα τον σκληρό μου δίσκο και το έριξα ένα ριστάρτ ακόμα. Και μετά... Όλα τέλεια!!!!!!!!! Τέλεια διαχείρηση μνήμης MY ASS τα κωλοσΒΗΣΤΑ. Εαν δεν μπορούν να διαχειριστούν μια καταραμένη usb, να μπούνε στη σουφρίτσα του Βασιλάκη Πύλες. Άιντε να δούμε τα καινούρια Παραθύρια το 2009 πόσσα απίδια πιάνουν (από βλόγιο)
Got a better definition? Add it!
*Καμία σχέση με την ΠΑΣΠ*. Προκύπτει από τις λέξεις «πάω» και «σπίτι» και υποδηλώνει το αυτό. Βλ. επίσης: την κανά.
- Λοιπόν μάγκες, μάλλον θα γίνω πασπίτης σε λίγο...
Got a better definition? Add it!
Εκνευρίζομαι σε μεγάλο βαθμό, τα παίρνω στο κρανίο και ξεσπάω.
Τούλα, κόψε λάσπη γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και δε σε βλέπω καλά...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται με γκρήκλις προφορά από Ελληνάρα, που πετάει υπονοούμενο σεξουαλικού συνήθως περιεχομένου.
Συνοδεύεται από ανάλογες κινήσεις, όπως περιστροφική κίνηση δακτύλου μπροστά απ' το στόμα για να μπει ο άλλος στο νόημα.
Η Λάουρα ξέρει από καλό ελαιόλαδο, ιφ γιου νόου γουάτ άι μην!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για τον τύπο που τα θέλει όλα, που θέλει και την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, που θέλει το μουνί στο πιάτο.
Βγήκε από το μέτρο του δακτυλίου, δες εκεί, ή τουλάχιστον καθιερώθηκε από αυτό. Μπορεί να υπήρχε και νωρίτερα.
Εγώ με τις ιδέες μου, κι εσείς με τα λεφτά σας
Νομίζω πως τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας
Δεν θέλω την κουβέντα σας, ούτε τη γνωριμία σας.
Νικόλας Άσιμος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποτε που δεν υπήρχαν τα βιάγκρα, μπορεί οι ανάφτρες να κάνανε χρυσές δουλειές, αλλά οι εραστές για να βελτιώσουν την απόδοσή τους είχαν μόνο το θαλασσινό βιάγκρα, τους κρόκους αβγών και το λάδι.
Γι' αυτό η φράση σημαίνει: «φάε λάδι κι έλα βράδυ για πήδουλο».
Σήμερα η φράση είναι παρωχημένη κι έχει μείνει μόνο για την χαζή ομοιοκαταληξία της.
- «Φάε λάδι κι έλα βράδυ», μου είπε η Λάουρα!
- Πού την θυμήθηκε αυτήν την φράση;
- Μάλλον έχει χρόνια στο κουρμπέτι.
- Και πόσο ρε πστ μου! Από μικρό παιδί;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε κλασική διαφήμιση του λαδιού «Άλτις» υπετίθετο ότι όσοι είναι από Μυτιλήνη ξέρουν από καλό ελαιόλαδο και γι' αυτό συνιστούν Άλτις. Η φράση σλανγκικώς σημαίνει τον γνώστη, τον επαίοντα, με μια χροιά προς το πονηρό κατά το φάε λάδι κι έλα βράδι. Επίσης, περιγράφει τις επαΐουσες λεσβίες, λόγω Μυτιλήνης, Λέσβου κτλ.
- Δεν το πιστεύω! Λεσβία η Λάουρα με τη Λίλιαν! Πέφτω απ' τα σύννεφα!
- Εμ, όταν σου 'λεγα ότι η Λάουρα ξέρει από καλό ελαιόλαδο, δεν τό 'πιασες το υπονοούμενο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified