Οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα.
- Πώωω, χθες το βράδυ με πιάσανε οι τροχόμπατσοι και με ξέσκισαν εντελώς...
- Γιατί;
- Πήγαινα κομμάτια με το αμάξι, δεν φορούσα και ζώνη... Γάμησέ τα!
Οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα.
- Πώωω, χθες το βράδυ με πιάσανε οι τροχόμπατσοι και με ξέσκισαν εντελώς...
- Γιατί;
- Πήγαινα κομμάτια με το αμάξι, δεν φορούσα και ζώνη... Γάμησέ τα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.
- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι πτώμα, είμαι χώμα, ζόμπι, κομμένος, λιάρδα, κομματιανός, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είμαι πολύ κουρασμένος, -η.
- Ήταν να βγούμε το βράδυ, αλλά ήμουν τόσο χώμα που με πήρε ο ύπνος και τον έστησα.
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, ζόμπι, κομμένος, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Αφρικάνικο κράτος με το οποίο συγκρίνουμε την Ελλάδα για να τονίσουμε πράγματα και χαρακτηριστικά που δεν ανταποκρίνονται σε... «Ευρωπαϊκό κράτος».
Πάλι απεργία έχουν οι σκουπιδιάρηδες! Μα είναι κατάσταση αυτή πια;;; Ούτε στην Ουγκάντα τέτοια πράγματα!!
Χωρίς να πει κουβέντα, μπήκε μπροστά με τσαμπουκά, μου έπιασε τη θέση, και άφησε εμένα να περιμένω όρθιος. Ουγκάντα γίναμε!
Βλ. και Χαρτούμ, Ζιμπάμπουε
Got a better definition? Add it!
Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.
Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.
Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.
Got a better definition? Add it!
τα ακούω, την ακούω
Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.
Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν κάτι μας ξαφνιάζει ή όταν χάσουμε κάτι.
Κάθεσαι στο μπαλκόνι με φιλαράκια, καλοκαίρι, ώρα 5 παρά. Ξαφνικά βγαίνει η απέναντι γιαγιά και καθαρίζει το μπαλκόνι της: - Ωχ, ρε φίλε, κοίτα! Λόλα!
Χάνεις ένα 50ευρο... -Φιλαράκι, πού πήγε το 50ευρο; Λόλα!
Got a better definition? Add it!
Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.
- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσιμπημένος (μαζί) με κάποια, σημαίνει ότι κάποιος είναι ενδιαφερόμενος, χωρίς όμως η άλλη να το ξέρει (ακόμα).
- Όποτε κανονίζω με τον Νίκο να βγούμε, με ρωτάει αν θα είναι και η Χριστίνα. Λες να είναι τσιμπημένος μαζί της;
Got a better definition? Add it!