Selected tags

Further tags

Tα αρχικά έχουν την σημασία: for the pouts ήτοι για τον πούτσο. Χρησιμοποιείται συνήθως ftp+oυσιαστικό.

Άσε μας ρε. Εσύ είσαι ftp οδηγός.

(από xalikoutis, 01/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.

Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όπως στο «δρόμο για» / «κατευθείαν στο».

  1. Βουρ για τη παραλία / για τον τελικό.
  2. Βουρ στο φούρνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει, συνήθως μεταφορικά, ότι είτε κάποιος έχει κουραστεί πολύ, είτε έχει φάει πολύ ξύλο, είτε ότι όντως του / της έχουν γαμήσει τα βάρδουλα.

- Τι έγινε, πήγες προπόνηση σήμερα;
- Άσε... πήγα και μας γάμησε τα βάρδουλα ο προπονητής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
    - Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...

  2. - Πώς ήταν το πάρτυ;
    - Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...

βλ. και πουτς μάιν κλάιν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράβα και γαμήσου. Μάλλον υπερθετικός του «σύρσου και γαμήσου».

α. (gorgonotaverna.blogspot.com) - Σάλτα και γαμήσου ρε φλώρε που τολμάς και σηκώνεις τα μάτια σου πάνω μου, καράβλαχε.

β. (Λέντης) -Σάλτα και γαμήσου και γάμα και την είσπραξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον.

- Αφού είσαι βλακάκος...
- Μη μου την μπαίνεις έτσι τώρα ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.

- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόψε λάσπη. Κοινώς, «δίνε του».

α. (www.greekdivers.com) -Μεγάλε, άσ'τα αυτά, βγάλε το σκασμό και κόψε λάσπη μη πέσω και κάνω τον ψόφιο και σας σφάξουν όλους στο τάκα τάκα!!!

β. (archive.enet.gr) ...βάλε μέσα στην Tζάγκουαρ τη γυναίκα σου , τα παιδιά σου και την πεθερά σου και κόψε λάσπη , γιατί την Tρίτη θα γίνει μεγάλος σεισμός.

(από Cunning Linguist, 05/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιευκρίνιστη, ελεγχόμενα άτακτη, αυξημένης εντροπίας κατάσταση (Webmaster @ ftou.gr)

(Webmaster @ ftou.gr) ...λέμε ό,τι μας κατέβει, αναπτύσσουμε επαναστατικές θεωρίες και γενικώς επικρατεί μια νταού κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified