Further tags

Σε συμπλήρωση του υπάρχοντος ορισμού του Γκάτσμαν και του λήμματος σαλάμι του Χάνκοντα, έχω να σας πω ότι υπάρχει και η περίφημη στολή «κρεμμύδι» (στολή εδώ νοείται η τακτική ντυσίματος και όχι ο τύπος εμφάνισης).

Πρόκειται για το έξτρα βολικό και πρακτικό σύστημα του να φοράς πολλά και διάφορα ρούχα, το μέσα-μέσα απαραιτήτως ελαφρύ έως απειροελάχιστο, το αμέσως επόμενο λίγο πιο «ρούχο», το μεθεπόμενο κάτι παρόμοιο, το παραπάνω τ. ζακετάκι, πάνω απ' όλα αυτά κάτι πιο χοντρό, κατόπιν κασκόλ στον λαιμό, και στο τέλος την παλτουδιά ή το μπουφάν.

Αυτό το ντύσιμο είναι καθαρά γυναικείο και χειμωνιάτικο (αν και η λογική του σε βοηθάει και το καλοκαίρι, πχ στο νησί που δεν ξέρεις πότε θα σκάσεις και πότε θα βάλει αέρα και θα το δαγκώσεις, ή στο πλοίο με τον αφόρητο κλιματισμό, κλπ).

Σκοπός του ντυσίματος αυτού είναι το να μπορείς, ανά πάσα στιγμή, να προσθαφαιρείς τα ρούχα σου, ανάλογα με την θερμοκρασία στην οποία βρίσκεσαι. Επίσης είναι πολύ πρακτικό αν ξεκινάς πρωί-πρωί τη μέρα σου και κάνει πουτσόκρυο, όμως ξέρεις ότι κατά το μεσημεροαπόγευμα θα γίνεις μούσκεμα γιατί παίζει να έχει αλλάξει ο καιρός και να έχει σκάσει ήλιος, αλλά το βραδάκι που θα βγεις σερί πρέπει να φοράς και κάτι πιο δαντελέ. Τα ρούχα λοιπόν που θα στοιβάξεις πάνω σου δεν μπορεί παρά να είναι πολλά και ελαφρά, πρώτον για να μην γίνεις σαν το ανθρωπάκι της Μισελέν, δεύτερον για να μπορείς να χώνεις στην τσάντα σου όσα μπορείς από αυτά που δεν θα φορέσεις στην δεδομένη περίσταση.

Λέγεται «κρεμμύδι» λοιπόν, επειδή θυμίζει τα πολλά κομμάτια / στρώματα του βολβού αυτού. Θα μπορούσε να λέγεται και αγκινάρα, μπάμπουσκα, ρακοσυλλέκτης...

Όλη η ντουλάπα αδειασμένη πάνω στο κρεβάτι, γκόμενα σε απόγνωση, δεν ξέρει τι να φορέσει. Συμβουλή αδελφής:
- Γιατί δεν κάνεις το κλασικό, να ξεμπερδεύεις;
- ;;;
- Κρεμμύδι. Βάλε-βγάλε. Απλά πράματα.

Στο φίλμ Scarecrow (1973 A. Pacino-G. Hackman), ο τελευταίος, ως βετεράνος τρόφιμος φυλακών, ακολουθούσε την παλιά παράδοση των καταδίκων: Ντύνονταν σαν κρεμμύδι, για να εκτίθεται το σώμα του, το δυνατόν λιγότερο... (από HODJAS, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μεν η πολύ άσχημη γυναίκα αλλά υπονοείται πως γι' αυτό φταίει η ηλικία.

Συνήθως μια πατσούρα είναι πολύ βαμμένη (μακιγιαρισμένη).

Ακούγεται και το αντίστοιχο ρήμα εννοείται πιο συχνά στο γ' ενικό: πατσούριασε.

- Πώς πατσούριασε, ρε πούστη μου, αυτή η Ρίτα!!
- Είδες; Δε βρήκε να μοιάσει τη μάνα της. Μούναρος μέχρι τη σύνταξη!!

έργο του Felix Valloton (από ironick, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλητάκι, το μαγκάκι.

Πάντα αναφέρεται σε παιδί και συχνότερα με τους τρυφερούς υπαινιγμούς ενός άγουρου βιοπαλαιστή στον οποίο ηθικά συγχωρούνται μικροπαραβιάσεις του νόμου και των κανόνων υγιεινής καθώς και μια φτωχική ενδυματολογικά εμφάνιση.

Μάλλον από το γαλλικό gamin. Αν κάποιος διορατικός βρει κάτι ελληνοπρεπές στην ετυμολογία ας ενημερώσει.

Γνωστό κλισέ «τα χαμίνια στο δρόμο» λες κι υπάρχουν χαμίνια στα σαλόνια.

Ο Ναπολιτάνος scugnizzo ήταν είδος χαμινιού.

Από χαμίνι δίχως στον ήλιο μοίρα μεγαλοκαρχαρίας ο Κωστάκης. Αλλά από τότε έδειχνε πόσο κωλοπετσωμένο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εργαλεία των απανταχού τσαγκάρηδων που, λόγω της μορφής του, λέγεται και υποτιμητικά κι απαξιωτικά για κοντοστούπηδες κεφάλες.

- Γιαδέ μαλάκα μου, τον κατσαμπρόκο που μας το παίζει και Malone! Χάλασ' ο κόσμος, χάλασε!!

(από sstteffannoss, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ασφαλώς και είναι ο άνθρωπος με τα σγουρά, κατσαρά μαλλιά, αλλά

  2. ειρωνικά αναφέρεται στους παντελώς φαλακρούς, καραφλούς, γλόμπους, κασίδες, κασιδιάρηδες και φυσικά

  3. στον πούτσο του οποίου οι σγουρές δεν είναι βέβαια ξυρισμένες.

Επίσης: ζγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.

2α. Κλασικό παράδειγμα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου δραματοποιήθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο το λήμμα στο πρόσωπο του Κώστα Τσάκωνα, τον οποίο με άπειρη τρυφερότητα προσφωνούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος «Σγουρομάλλη μου!!»

2β - Ρε συ! ξες ποιος είν' ο ζγουρομάλλης πέρα στη γωνιά; - Ο γείτονάς μου ο Κότζακ. - Πες του να καθίσει παραδίπλα και με γκάβωσε η αντηλιά.

3 - Η Ριρίκα θέλει να ξυρίσω το ζγουρομάλλη. - Αντίποινα; - Έ!! - Αφού δε σου ζήτησε ανταύγειες.

(από Vrastaman, 01/11/10)Πάμε πάλι... (από HODJAS, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνει αιθέρια ύπαρξη, με περίσσια κάλλη που συνήθως προσδίδει εμπειρία στον σεξουαλικό τομέα.

Αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται στην γυναίκα (όπως αναφέρει και το Βικιλεξικό: θαυμαστική προσφώνηση προς όμορφη γυναίκα) οι αναφορές στον άντρα είναι τόσες που τείνουν τελικά να υπερισχύσουν.

Μπορεί να συναντηθεί με το υποκοριστικό «μαναράκι» που φανερώνει μια πιο ανάλαφρη κατάσταση και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες, ενώ κλασικό είναι και το υπερθετικό «μανάρα» (κάτι που φέρνει εύκολα στο νου μας τα γνωστά λάγνα κόμικς του ομώνυμου καλλιτέχνη), όπου τα «α» δύναται να είναι παρατεταμένα (πχ: μααανάαααρααα).

Επίσης μπορεί να συναντηθεί ως μια απλή προσφώνηση δημιουργώντας μια αρκετά οικεία ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά περιπαίζοντας τον λήπτη του λήμματος.

Πρόκειται για λέξη που διαδόθηκε ευρέως τις δεκαετίες των '80 και '90 κυρίως μέσω βιντεοταινιών (VHS). Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.

  1. - Σ' αρέσω με το καινούριο μου μίνι;
    - Μανάρι μου! είσαι και πολύ παιδί!

  2. - Ντρέπομαι! Ντρέπομαι! Ντρέπομαι!
    - Ησύχασε μανάρι μου, μη κάνεις έτσι. Όλα θα πάνε καλά!
    - Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ πια να την κοιτώ στα μάτια!
    - Ε, να την κοιτάς στο στόμα!

  3. - Όπα! Μάγκες, έπεσε ο γενικός! Δε βλέπω τη μύτη μου!
    - Ok! Ok! Χαλαρώστε, έπιασα το κερί!
    - Αυτό που έπιασες μανάρι μου γλυκό δεν είναι το κερί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η ατάκα διαφήμισης ίσως πρέπει να σταθεί μόνη της. Προέρχεται, αν θυμάμαι καλά, από διαφήμιση του Ούλτρεξ το οποίο έδινε και καλά τρομερή λάμψη και υγεία στα μαλλιά του πρώην πιτυριδούχου, οπότε αυτός μπορούσε πια να αφεθεί χωρίς να κομπλάρει στα χέρια μιας εϊτίλας μούνας που τον χαϊδολογούσε λέγοντάς του καβλιάρικα στ' αυτάκι: «Και σού' κανε ένα μαλλί...» (ενν: «...άλλο πράμα!»).

Τώρα πια λέγεται από κάποια λείψανα των ογδόνταζ (ή σημερινούς πιτσιρικάδες που το άκουγαν από τους μεγαλύτερους) και λέγεται μόνο όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε αυτό που συνέβη στο μαλλί μας -ή στου άλλου- εξαιτίας πχ του αέρα, της υγρασίας, του ύπνου, κόκ.

  1. - ...και σού ΄κανε ένα μαλλί...
    - Πάλι πρόβλημα;
    - Ε δε βλέπεις ρε μαλάκα πώς έγινα; Αυτό το γαμολοτζέλ τα λασπώνει και γίνονται σύσκατα.

  2. Και σου ‘κανε ένα μαλλί…
    Οι στυλίστες υποστηρίζουν ότι ένα κολακευτικό χτένισμα ή κούρεμα μπορεί να καλύψει πολλά λάθη που κάνουμε στην εμφάνισή μας.
    (άρθρο από εδώ

  3. Και σου ‘κανε ένα μαλλί
    To πρώτο SAWARI HAIR BAR άνοιξε τις πόρτες του στην Αθήνα και σας περιμένει για μια απόλυτη περιποίηση μαλλιών. από κει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωταρχική αργκό, που σημαίνει μαύρος (ή έγχρωμος). Προέρχεται από το τούρκικο arap, δηλαδή Άραβας.

Έχει κατά βάση αρνητική σημασία, και θεωρείται απαρχή του ρατσισμού. Στις μέρες μας όμως, τείνει να αποκτήσει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά.

Συνώνυμο (εξίσου πρωταρχικό): νέγρος.

  1. (λευκό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του σεξ)
    - Σκίσε με αράπη μου!
    - Τι λες μωρή ηλίθια;;

  2. - Κοίτα ρε πούστη τι γκομενάκια έχουν οι αράπηδες στα βιντεοκλίπ τους.
    - Ναι ρε φίλε, ώρες-ώρες εύχομαι να είχα γεννηθεί μαύρος.

  3. - Καλά, πώς μαύρισες έτσι;; Αράπης έγινες.

(από patsis, 26/03/11)Παρί αραπάδων ο λόγος (από joe909, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified